Διαχωρίζεται ο καλλιτέχνης από το δημιούργημα του ή το τελευταίο αντανακλά μοιραία τις σκοτεινές όψεις του πρώτου; Πώς ακούμε black metal, εν προκειμένω τη μουσική ενός καλλιτέχνη όπως ο Varg Vikernes (Burzum);
Το black metal, ένα από τα πιο δημοφιλή ρεύματα της σκληρής μουσικής, έχει πολλές φορές συνδεθεί με ακατανόμαστες πράξεις, οι οποίες έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του και ταυτόχρονα με ιδεολογίες που πλέον έχουν αμετάκλητα καταδικαστεί στην συλλογική συνείδηση. Υπάρχει λόγος να διαχωριστεί η προσωπικότητα ενός μουσικού όπως ο λ.χ. του Varg Vikernes από τη μουσική του; Να κλείνουμε τα μάτια σε όσους μουσικούς διατρανώνουν με τις ιδέες τους μια καταφανή ροπή προς τη προβολή της μισαλλοδοξίας και να τους αφήνουμε στο απυρόβλητο που τους προσφέρει ο καλλιτεχνικός τους μανδύας;
Το Lords of Chaos: The Bloody Rise of the Satanic Metal Underground του Michael Moynihan είναι ένα βιβλίο (και έγινε ταινία το 2018) που προσπαθεί να ρίξει φως στα πρωτοφανή γεγονότα που σημάδεψαν την γέννηση της Νορβηγικής black metal σκηνής. Η ανάγνωση του, χωρίς αμφιβολία, δημιουργεί ένα αυθόρμητο δέος για όσα περικλείει στις σελίδες του.

Δέος που απορρέει από όσα ειδεχθή περιγράφονται- πολλές φορές από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές- με αξιοθαύμαστη ηρεμία. Μια σειρά κυνικών εξομολογήσεων αποτρόπαιων πράξεων που ανατριχιάζουν με τη βαρβαρότητα τους που εξιστορείται με κάθε μακάβρια λεπτομέρεια.
Οι πρωτεργάτες της σκηνής, για αρκετούς αποκαθαρμένοι λόγω των μουσικών τους πεπραγμένων, υπενθυμίζουν πως ο ανείπωτος τρόμος είναι αδιάρρηκτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Η ανάγκη για προβολή σε συνδυασμό με σκοτεινά ένστικτα αλληλοτροφοδότησαν το ένα το άλλο σε ένα κίνημα που βασίστηκε στον πόθο να διαρρήξει με βιαιότητα την ενοχλητική καθεστηκυία πραγματικότητα της σοσιαλδημοκρατικής ατμόσφαιρας που το γέννησε.
Σε αυτή τη μικρή χώρα της Σκανδιναβίας, στις αρχές των 90’s και σε συνθήκες οικονομικής ευμάρειας, το black metal εμφανίστηκε με πάταγο. Κοινή συνιστώσα πολλών συγκροτημάτων ήταν η δυσφορία για την σύγχρονη ζωή, τις αξίες του χριστιανισμού και των αδυναμιών που εκπορεύονται από την πίστη στον ανθρωπισμό.
Το Νορβηγικό black metal επηρεάστηκε από το κάποτε αιρετικό θέαμα των εξωφύλλων των Venom και της εμφάνισης του King Diamond. Παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη των επιρροών του, προσπάθησε να δώσει στην πρόκληση ένα σοβαρoπρεπή χαρακτήρα. Να χρωματίσει τον εκπεμπόμενο τρόμο με το απόλυτο μαύρο χρώμα του θανάτου.

Χωρίς αμφιβολία, οι Σουηδοί Bathory, το προσωποπαγές σχήμα του Quorthon, εμφύσησαν στο κίνημα την αναπόληση του προ-χριστιανικού κόσμου της Σκανδιναβίας. Η αρχαία μυθολογία, που πολλές φορές γνώρισε την αισθητικοποίησης της μέσα απο το πρίσμα του φασισμού (το παράδοξο ήταν πως συνδυαζονταν με ένα όραμα μοντερνισμού και αποδοχής του τεχνολογικού θριάμβου), χρησιμοποιήθηκαν σε εξώφυλλα ανακαλώντας επικές μακρινές εποχές του Ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού.

Το αντιχριστιανικό μένος μεταφραζόταν σε επιθυμία για αποκατάσταση των παλιών θεών και παραδόσεων, η άκριτη λατρεία για το παρελθόν της χώρας- το οποίο εσκεμμένα έχει παραδοθεί στη λήθη- επισφράγιζε το αφήγημα τους για την «αντισυστημικότητα» που καθοδηγούσε τη μουσική τους. Ο φασισμός προσέφερε τη συγκολλητική ουσία σε πολλές μπάντες και η μισάνθρωπη πρόκληση λάμβανε το αρμόζον θεωρητικό υπόβαθρο για να δικαιολογήσει την δυσανεξία προς τον Άλλον (μετανάστης, ομοφυλόφιλος).
Μια χαρακτηριστική η ιστορία εκείνη του Εuronymous, ιδρυτή των Mayhem, ο οποίος με τις παράπλευρες προς στη μουσική δραστηριότητες του, θεωρείται ως ακρογωνιαίος λίθος της σκηνής. Αν και αρχικά υπήρξε συμπαθών ακρο-αριστερών οργανώσεων, έχοντας εκφράσει μάλιστα το θαυμασμό του για τον Στάλιν και τον Χότζα ( επιθυμούσε να γίνει και ο ίδιος δικτάτορας της Νορβηγίας), προτίμησε τελικά να ασπαστεί τον φασισμό κυρίως για την πρόκληση που κουβαλούσε μια τέτοια απόφαση.
Στις πυρκαγιές που προξένησε ο πρώην φίλος του και εν συνεχεία στυγερός δολοφόνος του, ο διαβόητος Vikernes, δεν βλέπουμε όμως ξεκάθαρα το θρίαμβο του νιχιλισμού που συνορεύει με τα προστάγματα του ναζισμού; Στη λατρεία του θανάτου και την επακόλουθη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής ως κάτι αναλώσιμο δεν αντηχεί ο μακάβριος αντίλαλος από τα «μεσάνυχτα του (εικοστού) αιώνα»;

Νομίζω πως ένα από τα πιο βασανιστικά ερωτήματα στη τέχνη είναι για το αν πρέπει η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη να διαχωρίζεται από το δημιούργημά του.
Πριν κάποια χρόνια το Facebook έκρινε πως οι αναρτήσεις σχετικά με τους Burzum αντίκεινται στους κανόνες του. Μουσική, φωτογραφίες, βίντεο. Μια τέτοια απαγόρευση προωθεί την απόκρουση των ιδεών που πρεσβεύει ο συγκεκριμένος άνθρωπος ή ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί τελικά κάτι σαν μάρτυρας για το ακροατήριό του; Η μουσική του μπορεί στη τελική να θεωρηθεί ως επέκταση των σαθρών του ιδεωδών;
Η στάση του αποδέκτη ακροατή δεν μπορεί να μείνει ατάραχη απο τα προβληματικά πιστεύω και πράξεις ενός μουσικού οπως ο Vikernes. Ένας νεοναζιστής με αταλάντευτη πίστη στην λευκή ανωτερότητα, αμετανόητος δολοφόνος, εμπρηστής εκκλησιών. Η εξιστόρηση της ζωής του εύλογα προκαλει δυσφορία αλλα στον αντίποδα κάποιος θα αντιτείνει πως είναι καλός μουσικος και γιατί να μην κρίνεται αποκλειστικά με αυτήν την ιδιότητα; Στα πλαίσια του black metal η περίπτωση του δεν είναι μοναδική, είναι όμως η πιο χαρακτηριστική.

Η πολιτική και το black metal είναι μια σχέση προβληματική από πολύ παλιά, γεμάτη ενοχές αναμνήσεις και βολικές αποσιωποιήσεις. Από τα πρώτα του βήματα, το λεγόμενο δεύτερο κύμα του black metal, που έφερε την Νορβηγία (κατά κύριο λόγο) σε ρόλο ηγέτιδας χώρας, πολλά ερωτηματικά περιστρέφονται γύρω από τον βίο των σημαινόντων σχημάτων της σκηνής. Γίνεται να τους δικαιολογήσεις, αποδεχόμενος δηλώσεις αλλά και ειδεχθείς πράξεις εκ μέρους τους, για χάρη της μουσικής που υπέγραψαν; Γίνεται να κλείσεις τα αυτιά στην εθνικιστική ρητορική που πολλές φορές μετατρέπεται σε ναζιστικό παραλήρημα; Μπορεί να γίνει ανεκτός ο λόγος που καυτηριάζει τον αδύναμο, τον ομοφυλόφιλο, ως ελαττωματικό πλάσμα; Είναι ένα μεγάλο μέρος του παραδοσιακού black metal ένας είδος μουσικής που μπορεί να απομονωθεί από τα ενοχλητικά του συμφραζόμενα;
Ακόμα και με την πάροδο των χρόνων, όταν ο πόθος για πρόκληση κατασίγασε την ανάγκη για ακρότητες, ο φασισμός δεν σταμάτησε να παρεισφρέει σε πολλές εκδοχές του σύγχρονου black metal. Αποκρυσταλλωμένος ως σαφής ιδεολογική προτίμηση εδράζεται σε μια συνειδητή αποδοχή των αρχών του. Πολλές μπάντες του χώρου συνεχίζουν να ενδύουν την μουσική τους, άλλοτε κραυγαλέα και άλλοτε με αλληγορίες, τα μηνύματα της πιο σαθρής ιδεολογίας που γέννησε ο 20ος αιώνας. Και είναι η δεύτερη εκδοχή, αυτή που δεν είναι ρητά εκπεφρασμένη, που λειτουργεί στο παρασκήνιο για τους μυημένους η οποία νομίζω είναι η πιο επικίνδυνη.
Μια άλλη σχολή, πιο ελιτίστικη, θεωρητικά μακριά από τα κραυγαλέα ναζιστικά σύμβολα που γνωρίζει εσχάτως μεγάλη απήχηση. Εκείνη που επηρεασμένη από τα γραφόμενα του Julius Evola αναπολεί μια χαμένη Ευρωπαϊκή ταυτότητα, θύμα της παγκοσμιοποίησης, που κάποια επίλεκτη ομάδα ατόμων μπορεί να επαναφέρει πάλι πίσω.

Υπάρχει επίσης και η περίπτωση των Πολωνών Mgla, οι οποίοι ανακοινώνοντας την έλευση τους στην Ελλαδα για συναυλίες, προξένησαν ένα κύμα αγανάκτησης. Χωρίς αμφιβολία, δεν υπάρχει νύξη ναζισμού στους δίσκους τους, ένα σύνολο μηδενιστικών τραγουδιών τα οποία δίνουν μουσικά στο black metal μια άλλη πνοή. Οι αποκαλύψεις όμως γύρω από το ποιόν των μελών τους είναι που γεννούν ερωτηματικά για το ποια σχέση μπορούμε να κρατήσουμε σε σχέση με την μουσική τους.
Ποιος μπορεί να είναι ο τρόπος να αντιμετωπίσεις τέτοιου είδους μουσική; Γραμμένη από ναζιστές των οποίων τα τραγούδια δεν αποτυπώνουν τις ιδέες τους; Στη φάση που τους ακούει κάποιος μόνος του σπίτι, εκεί που είναι μονάχα υπόλογος στον εαυτό του και στις αρχές του.
Υπάρχει ένας βασιλικός δρόμος για αυτή και παρόμοιες περιπτώσεις; Η απόλυτη άρνηση της μουσικής τους που οδηγεί σε μια σταυροφορία ενάντια σε αυτούς και τα πιστεύω τους; Ο βολικός- χωρίς όμως να συμπορεύεται με την υποκρισία- διαχωρισμoς καλλιτέχνη και έργου του;
Μπορεί να αντιπροτείνει κάποιος πως η αμφιταλάντευση συνιστά μια νίκη του φασισμού γιατί δημιουργεί ρωγμές στη βεβαιότητα μας για την αχρειότητα που τον χαρακτηρίζει. Η ελευθερία του λόγου γίνεται να συνεπάγεται πως ακόμα και το χαμερπές πρέπει να εκφραστεί για να λάβει εκ των υστέρων τις κατάλληλες απαντήσεις;
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα ρεύμα που θέλει να κλονίσει την ιδέα πως το metal και ειδικότερα το κομμάτι του black metal συνδέεται αναπόφευκτα με τον μισανθρωπισμό του Ναζισμού και να αντιπροτείνει μια άλλη εκδοχή, ίσως ελάχιστα πιθανή στις απαρχές του, που συνομιλεί με τον αντιφασισμό ακόμα και με τις προοδευτικές ιδέες (όπως φέτος η περίπτωση Ashenspire του Hostile Architecture οι οποίοι δηλώνουν θαυμαστές του Mark Fisher).
Το νεότευκτο κίνημα επιθυμεί να δώσει ένα χτύπημα σε όσους βλέπουν τη metal μουσική ως όχημα για να προαγάγουν τη μισαλλοδοξία τους, να συντρίψουν τη no politica επιταγή του να ακούμε δίσκους χωρίς να εμβαθύνουμε στο υπόβαθρο των δημιουργών τους. Το ίδιο νομίζω πως πρέπει να συμβεί και με τους ακροατές του…εκτός πια αν η σβάστικα είναι ανώδυνη όταν συνοδεύεται με μουσική…
