Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι αν δεν σας άρεσαν οι τελευταίες τους δουλειές, πιθανότατα δε θα σας αρέσει ούτε και αυτή αν και θα έλεγα να του δώσετε μια ακρόαση (τζάμπα είναι έτσι κι αλλιώς). Ο Tobias έκανε και πάλι το θαύμα του με το project των Avantasia, αν και είχε πει ότι δε θα ασχοληθεί για μεγάλο διάστημα, αλλά πρόδωσε τα λεγόμενά του, μαζεύοντας μάλιστα έναν κανονικό στρατό από πολύ άξιους μουσικούς, όπως είναι οι Sascha Paeth, Michael Kiske, Bob Catley αλλά και Joe Lynn Turner, Ronnie Atkins, Arjen Lucassen, Eric Martin, Biff Byford (ω τι καλά!) και όλα αυτά τα συνοδεύει η German Film Orchestra Babelsberg. Δεν μπορείτε να πείτε, έβαλε τα δυνατά του για να μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Στο δια ταύτα τώρα.
Προσωπικά άργησα να το χωνέψω, ίσως γιατί αυτή η μουσική έχει προχωρήσει μερικά βήματα και μου φαίνεται αρκετά πίσω το συγκεκριμένο album, είτε γιατί φέτος είναι μια εξαιρετική χρονιά από νέες κυκλοφορίες ακόμα και στο χώρο του power αλλά και σε metal operas και δυστυχώς περνάει λίγο απαρατήρητο το “The Mystery Of Time”.
Αν δούμε μερικές μεμονωμένες στιγμές του δίσκου, το “Black Orchid” είναι σίγουρα αυτό που ξεχωρίζει, και ήταν αναμενόμενο καθώς έχει την συμμετοχή του Biff Byford και έχει ένα πιο επικό, επιβλητικό ύφος με τη συμβολή της ορχήστρας να του δίνει πολλούς πόντους!
Το “Invoke The Machine” είναι επίσης μια power ανάσα μέσα στο… μπέρδεμα που επικρατεί, από μουσικής άποψης, με τη συμμετοχή του Ronnie Atkins, το οποίο είναι χαλαρά η καλύτερη στιγμή του δίσκου.
Η αλήθεια είναι πως από το πρώτο videoclip “Sleepwalking” δεν είχα πολλές ελπίδες, καθώς ειδικά το συγκεκριμένο, είναι πιο απελπιστικό και από τις δακρύβρεχτες μπαλάντες της Eurovision. Ύστερα από πολλές ακροάσεις, δυστυχώς η διαίσθησή μου επιβεβαιώθηκε, αφού, ναι μεν η απόδοση των μουσικών ήταν η μέγιστη δυνατή και υπήρξε πραγματικά μεγάλη προσπάθεια, αλλά όλος αυτός ο αποπροσανατολισμός του Tobias Sammet με μπέρδεψε αρκετά. Επιπλέον, ναι, αυτή η έντονη παρουσία του pop είναι κάτι παραπάνω από ενοχλητική. Είναι κατανοητό πως ποντάρει σε κοινό πέρα από το φανατικό metal, αλλά το μόνο που κατάφερε τελικά είναι να κάνει μια πατάτα, και πολύ μεγάλη μάλιστα.
Ανέμπνευστο, πρόχειρο, παιδικό, σίγουρα μας έχει χαρίσει πολύ καλύτερες στιγμές. Έτσι για το κλείσιμο. Ίσως τελικά ένα διαλειμματάκι να το χρειαζόταν.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Ποικιλία σε ρυθμούς, πολλές επιρροές, εξαίσιες συμμετοχές
The Bad: Αυτή η ποικιλία είναι παράλληλα κάτι πολύ αρνητικό για το σύνολο του δίσκου.
Βαθμολογία: 2 / 5
[/stextbox]