Μικρό throwback περίπου πέντε χρόνια πίσω. Τότε ο δεκαοχτάχρονος εαυτός μου, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την κατάσταση στις πανελλήνιες, αποφασίζει να κάτσει να «διαβάσει», αντί να πάει στο τελευταίο live των Architects στη χώρα μας, ένα live για το οποίο από τη στιγμή που έγινε και μετά ανέκαθεν άκουγα τα καλύτερα λόγια. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει. Η μπάντα έχει φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, παρά τις όποιες δυσκολίες και βλέποντας ότι η χώρα μας για άλλο ένα tour είναι εκτός λίστας, πήρα την απόφαση να ταξιδέψω για να τους δω επιτέλους ζωντανά. Ο συνδυασμός ενός ακόμα live μαζί με το γεγονός ότι οι Architects θα έκαναν το μεγαλύτερο headline της ιστορίας τους στο Λονδίνο έκαναν την απόφαση της πόλης αρκετά εύκολη.
Ανταπόκριση / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης
Μετά από δύο ώρες αναμονής έξω από το SSE Wembley Arena, μπαίνοντας μέσα καταλαβαίνω αμέσως ότι ο κόσμος ζει γι αυτές τις συναυλίες και έρχεται από νωρίς να στηρίξει όλα τα συγκροτήματα. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο στην προσέλευση του κόσμου από νωρίς και τα δύο εξαιρετικά support που είχαν επιλέξει οι Architects.
Πρώτοι λοιπόν στη σκηνή οι ταλαντούχοι Polaris, με έναν πολύ καλό πρώτο δίσκο να έχει κυκλοφορήσει τη χρονιά που μας πέρασε. Θα χαρακτήριζα τον ήχο των Αυστραλών ως metalcore με μερικά djent στοιχεία. Από τη στιγμή που ανέβηκαν στη σκηνή με το «The Remedy» έδειχναν να απολαμβάνουν το γεγονός ότι παίζουν σε μια τόσο μεγάλη σκηνή και με τόσο κόσμο από κάτω. Τεχνικά riff, εξαιρετικά leads από τον Ryan Siew, μαζί με σωστές εναλλαγές μεταξύ brutal και καθαρών φωνητικών, σου δίνουν ακριβώς ότι θες ξεκίνημα σε ένα τέτοιο live. Highlights της εμφάνισης τους όταν ο άκρως επικοινωνιακός Jamie Hails κατάφερε να κάνει περίπου έξι-εφτά χιλιάδες άτομα που ήταν εκείνη τη στιγμή στο χώρο να ανάψουν τους φακούς τους στο «Dusk To Day», όπως και όταν άνοιξε ένα από τα μεγαλύτερα pit της βραδιάς στο προσωπικά αγαπημένο μου «Consume». Μετά από μισή ώρα περίπου οι Polaris κατέβηκαν από τη σκηνή με το «Lucid» , έχοντας κερδίσει το κοινό και ξεπερνώντας κατά πολύ τις προσδοκίες μου, δείχνοντας ότι το μέλλον τους ανήκει.
Επόμενοι στη σκηνή ήταν οι Αμερικανοί Beartooth. Έχοντας κυκλοφορήσει τον τρίτο τους δίσκο «Disease» τον Σεπτέμβριο, ένα δίσκο λιγότερο heavy σε σχέση με τα δύο πρώτα album τους, φαίνεται να έχουν δημιουργήσει ένα αρκετά μεγάλο fan base. Η αρχή έγινε με το «Bad Listener» για να επακολουθήσουν τα «Aggresive» και «Hated», με breakdown που άνοιξαν αρκετά pit και θα ζήλευαν πολλές μπάντες του χώρου. Ένα πραγματικά άσκοπο drum solo ήρθε να ρίξει τους τόνους μετά το «The Lines» σε μια κίνηση που δεν μου φάνηκε και τόσο λογική όταν έχεις την ευκαιρία να παίξεις μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο κοινό και έχεις μόλις σαράντα λεπτά. Παρ’όλα αυτά η ένταση επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα χάρη στα «Manipulation» και «You Never Know», με το κοινό να επιδίδεται σε απανωτά sing along κάτι που δείχνει πως οι Beartooth ξέρουν να γράφουν catchy ρεφρέν. Άλλο ένα throwback στον πρώτο δίσκο με τα «In Between» και «Body Bag» για να έρθει το κλείσιμο με το ομώνυμο «Disease» από τον τελευταίο δίσκο και τον Caleb Shomo να απευθύνεται στο κοινό λέγοντας πως σε μια εποχή που πολλοί αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας (όπως και ο ίδιος), η πόρτα για τα show των Beartooth θα είναι πάντα ανοιχτή για αυτούς που χρειάζονται βοήθεια.
Μετά από ένα σχετικά γρήγορο change over είχε έρθει η στιγμή που περίμενα εδώ και πέντε χρόνια. Το intro με τα έγχορδα του «Death Is Not Defeat» ξεσηκώνει το κοινό και μια αψεγάδιαστη εκτέλεση έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που πίστευα, πως είναι ένα anthemic κομμάτι που θα δείξει την αξία του στις αρένες που παίζουν οι Architects. Οι πεντάδα από το Brighton δεν είχε καμία πρόθεση να δείξει έλεος με τα «Modern Misery», «Nihilist» και «Broken Cross» να με κάνουν να αναρωτηθώ αν θα ζω μετά το πέρας του live. Για πρώτη φορά ο Sam Carter θα απευθυνθεί στο κοινό λέγοντας πως ήδη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη βραδιά ως την καλύτερη στην πορεία της μπάντας. Άλλο ένα προσωπικό αγαπημένο θα ακολουθήσει με το ομώνυμο του τελευταίου δίσκου «Holy Hell» και το εξαιρετικό artwork του Dan Hilier να εμφανίζεται στο background.
Τα «Royal Beggars» και «Gravedigger» έρχονται να ξεκολλήσουν όποιο σβέρκο είχε μείνει στη θέση του, ενώ στο «Mortal After All» θα εμφανιστούν για πρώτη φορά τα άκρως εντυπωσιακά pyro, που έχουν μαζί τους σε αυτή την περιοδεία. Φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το setlist τα «Downfall», «Naysayer» και «These Colours Don’t Run» με τον Sam να κάνει χαρακτηριστική κίνηση για να ανοίξει ο κόσμος στο πιο heavy breakdown της μπάντας και με περίπου δώδεκα χιλιάδες άτομα να φωνάζουν «You had it all, you fucking pigs». Τα «A Match Made In Heaven», «Hereafter» και «A Wasted Hymn» θα κλείσουν το κανονικό set με τον Sam να εμφανίζεται μετά στο πάνω μέρος της σκηνής για να ακολουθήσει το middle part του «Memento Mori». Το «Gone With The Wind» πλέον αποτελεί καθιερωμένο μέρος του encore ως φόρος τιμής στον Tom Searle, με την μπάντα να κοιτάει τα αρχικά του μέσα σε μια καρδιά που βρίσκονταν στο background, σε μια ιδιαίτερη στιγμή. Κάπου εκεί ο Sam θα αρχίσει να τσιμπάει τον εαυτό του για να καταλάβει ότι όλο αυτό είναι αλήθεια, ενώ θα πει ότι του φαίνεται τρελό για άλλη μια φορά πρώτου ευχαριστήσει το κοινό για την υποστήριξη όλα αυτά τα χρόνια. Κάπου εκεί θα βγει και η καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία με το κοινό (Sam σ’ αγαπάω παρόλο που με κρύβεις). Τέλος η βραδιά θα κλείσει με το «Doomsday», κατ’ εμέ το πιο ολοκληρωμένο τραγούδι τους, που είχε αποτελέσει και την πρώτη κυκλοφορία μετά το θάνατο του Tom.
Προσωπικά είχα ξεχάσει τα πέντε χρόνια αναμονής μετά απ’ ότι είχε μόλις συμβεί και σίγουρα ήταν μια βραδιά που θα μείνει αξέχαστη, τόσο για τους ίδιους τους Architects, όσο και για το κοινό. Οι ίδιοι απέδειξαν ότι είναι η καλύτερη μπάντα στο metalcore με ένα μοναδικό show από οποία πλευρά και αν το έβλεπες, καταφέρνοντας να κάνουν σχεδόν sold out ένα ιστορικό χώρο που οι περισσότερες μπάντες του είδους δεν έχουν παίξει καν.
Υ.Γ. Καιρός είναι να τους ξαναφέρει κάποιος στα μέρη μας έστω και ως δεύτερο όνομα σε φεστιβάλ.