Οι Γάλλοι σημαιοφόροι του blackgaze καταφέρνουν με την επιστροφή τους να πιστοποιήσουν πως το μουσικό υβρίδιο που ηγούνται όχι μόνο δεν είναι ένα πείραμα που απέτυχε, αλλά πως μπορεί να είναι ταυτόχρονα ρηξικέλευθο και νοσταλγικό, σε μια ιδανική μουσικο-χημική μοριακή σύνθεση ποτισμένη με συναίσθημα και δυναμισμό.
Δύο χρόνια μετά το “Shelter”, στο οποίο ξεστράτισαν επιτυχημένα και με σαφή πυξίδα από τις μεταλλικές, κατάμαυρες ρίζες τους, η άφιξη του “Kodama” αποτελεί μουσικό μάννα που πέφτει σαν βαρύ χαλάζι από τον σκοτεινό ουρανό. Εμπνευσμένο θεματικά και στιλιστικά από το anime αριστούργημα “Princess Mononoke” του Hayao Miyazaki, το νέο τους album υπερθεματίζει θετικά πάνω στις φόρμες που οι ίδιοι εφάρμοσαν πρώτοι, παραγκωνίζοντας τους σφετεριστές και προσελκύοντας νέους θαυμαστές της μουσικής τους ευφυίας. “Kodama” στα ιαπωνικά σημαίνει «ηχώ» και «πνεύμα του δέντρου» και τα έξι tracks του δίσκου (επτά, αν συμπεριλάβουμε και το “Notre Sang Et Nos Pensées” που κλείνει την “Luxus” έκδοση) αναζητούν επίμονα και συνειδητά μια επιστροφή στις ρίζες που λησμόνησε η ανθρωπότητα στην φρενιασμένη της κούρσα για τεχνητή εξέλιξη με κάθε κόστος. Καθ’ όλη τη διάρκειά του, ο black ρομαντισμός των Alcest υφαίνεται μεθοδικά και εναλλάσσεται σε ύφος περίτεχνα για να φέρει στο πρώτο λυτρωτικό φως της ημέρας ό,τι αγνότερο κρύβει στοργικά η ανθρώπινη φύση, μακριά από τους κινδύνους της σύγχρονης, αγχώδους και επίπλαστης, καθημερινής πραγματικότητας. Είναι μια παραμυθένια περιπλάνηση που άλλοτε λούζεται με το φως του ζωογόνου ήλιου ανθίζοντας μαύρα πέταλα και άλλοτε συστέλλεται εσωστρεφώς σαν ρίζες που διψούν για ζωτική ουσία κάτω από τη σκιά τεράστιων αιωνόβιων δέντρων.
Το πρώτο σάλπισμα δίνεται με το ομώνυμο “Kodama”, όπου αρχέγονες φωνές υμνούν την σωτήρια ενέργεια της φύσης, καθώς οι κιθάρες πότε σφυροκοπούν τα συρματοπλέγματα που περιορίζουν την απεραντοσύνη της και πότε αναπαριστούν ένα μελωδικό θρόισμα. Ένα μοναχικό στοιχειό του δάσους θρηνεί την καταστροφή που έφερε η λαίλαπα της ανθρώπινης απληστίας στο “Eclosion”, και τα νοσταλγικά black metal περάσματα του “Je Suis D’allieurs” περιγράφουν γλαφυρά την αλλόκοτη αυτή αίσθηση του να νιώθεις ξένος όπου κι αν σταθείς. Το “Untouched” θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στο “Shelter”, παρότι μιλά σαν τη πρωτόγονη γλώσσα φυλών ξεχασμένων από τον αδηφάγο τεχνολογικό «πολιτισμό» και το “Oiseaux De Prole” (που μας προϊδέασε πριν την κυκλοφορία), με την σιγουριά των blastbeats του, προειδοποιεί σαφέστατα πως η φύση θα εκδικηθεί και θα επανακτήσει όσα της ανήκουν. Τέλος, σαν ένα απόκοσμο και ακανθώδες haiku αρμονικών, το “Onyx” φτάνει στα αυτιά μας σα να φιλτράρεται μέσα από ένα πυκνό νεφέλωμα μικροσωματιδίων μόλυνσης, μεταφέροντας όμως καθάριο το μήνυμα για τη σωτηρία ό,τι αγνότερου υπάρχει σε αυτή τη Γη.
Μέσα από την σκοτεινή λυρική αφήγηση του “Kodama”, οι Alcest μας παραδίδουν ένα ατόφιο αριστούργημα του σκληρού ήχου, με σπάνια τεχνική και ομορφιά, ένα ανεξίτηλο σημάδι στο χρόνο για τους ίδιους και για όσους αφεθούν στη μαγεία του. Αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία μία πολυδιάστατη ακουστική εμπειρία και μία από τις κορυφαίες κυκλοφορίες της χρονιάς.