Ας αρχίσουμε με κάτι βασικό, το “Hall of Mirrors”, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 2015, ήταν ένας δίσκος που μου άρεσε ιδιαίτερα, όμως ωχριά μπροστά στον διάδοχο του, “Primal Energies”. Δεν θα πω ότι είναι η καλύτερη στιγμή της μπάντας, καθώς αυτή είναι η επανένωση της το 2011, όμως είναι σίγουρα η πιο ολοκληρωμένη δουλειά της και αναμφίβολα μία κυκλοφορία θα οδηγήσει το συγκρότημα σε μία νέα, άκρως ενδιαφέρουσα εποχή.
Πριν καταπιαστούμε με τα κομμάτια του album, ας σταθούμε λίγο στα της παραγωγής. Η ηχογράφηση του δίσκου έγινε από τον frontman της μπάντας, Σάββα Μπετίνη, στo S.I.A. Recordings studio, εκτός από τα τύμπανα, τα οποία ηχογραφήθηκαν στα Devasounz από τον Fotis Benardo. To πραγματικά εξαιρετικό εξώφυλλο επιμελείται ο Γιάννης Νάκος και ένα χρήσιμο συμπέρασμα, που μπορούμε να αντλήσουμε από τα παραπάνω, είναι το πόσο καλή δουλειά έχει κάνει στο εγχώριο staff του δίσκου. Την μίξη και το mastering ανέλαβε ο τεχνικός των Coroner, Martin Zeller. Τέλος, στην παραγωγή δεσπόζει η μορφή του Ελβετού κιθαρίστα των Coroner (και πρώην των Kreator), Tommy Vetterli.
Βάζοντας κάποιος να ακούσει το “Primal Energies”, του αρκεί κυριολεκτικά ένα λεπτό, για να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για μία αρκετά διαφορετική μουσική προσέγγιση, απ’ ό,τι μας έχουν συνηθίσει. Η ethnic εισαγωγή με τα γυναικεία φωνητικά της Nadja V., που απολαμβάνουμε στο εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, “My Bloody Crown”, είναι μία από τις πολλές καινοτομίες, που βρίσκουμε στον δίσκο. Στον ίδιο δίσκο έχουμε και το σαξόφωνο, που όσο παράταιρο και αν σας ακούγεται τώρα, έρχεται και δένει εντυπωσιακά μέσα στο κομμάτι. Ακόμα και τα κομμάτια που είναι πιο κοντά στον κλασικό ήχο των Acid Death, όπως τα “Inner Demons”, “Godless Shrines” και το ομώνυμο “Primal Energies”, ακούμε έντονες διαφορές σε σχέση με προηγούμενες δουλειές τους. Είναι φανερό ότι η μπάντα δεν έχει αλλάξει τον ήχο της, αλλά τον έχει εξελίξει κατά πολύ. Ενώ, λοιπόν, θα μπορούσαν να επαναπαυθούν στις δάφνες, που δικαίως τους χάρισε το “Hall of Mirrors”, αποφάσισαν να παραμείνουν πιστοί στις αρχές τους και να κρατήσουν το έντονο στοιχείο πειραματισμού, που τους διέπει ως σχήμα.
Με το αποτέλεσμα να τους δικαιώνει, οι φρέσκες ιδέες δεν αρκούνται σε ένα κομμάτι. Στο “Reality and Fear”, ακούμε το σαντούρι να κλέβει την παράσταση. Όπως και στην περίπτωση του σαξοφώνου, έτσι και τώρα η επιλογή του οργάνου δεν έχει γίνει στην τύχη, αλλά είναι ταιριαστή με την σύνθεση και την ατμόσφαιρα του κομματιού. Με αυτόν τον τρόπο, οι Acid Death μας δίνουν να καταλάβουμε πως τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη του. Υπάρχουν σημεία όπου ο δίσκος γίνεται άκρως μελωδικός, όπως στο “The Rope” και το προσωπικά αγαπημένο μου “Regret/Reprent”. Το εν λόγω τραγούδι δύσκολα το περιγράφεις χωρίς να το αδικήσεις. Να πεις για τις υπέροχες κιθάρες του, να σταθείς στο απίστευτο groove του; Μπορείς, βέβαια, να γράφεις εγκωμιαστικά σχόλια και για το απίθανο refrain του, στο οποίο ακούμε τον Ντένη να συνοδεύει με καθαρά φωνητικά και να μας χαρίζει ένα πρωτόγνωρο αποτέλεσμα αλα Simon Garfunkel.
Με τo “Primal Energies” η πρώτη αίσθηση που σου μένει, είναι ότι τα πάντα έχουν γίνει σωστά. Δίνοντας του κάποιος τον χρόνο που του αξίζει για να ξεδιπλώσει τις αρετές του, η παραπάνω αίσθηση μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ο δίσκος που δικαιώσει τους κόπους του συγκροτήματος, σίγουρα όμως θα δικαιώσει όποιον επιλέξει να το εντάξει στην δισκοθήκη του.
Υ.Γ.: Οι Acid Death είναι η μπάντα, που θα έπρεπε να διδάσκεται στην σχολή «Νέων μπαντών», αφού η επιμονή τους, η εργατικότητα και η ομαδικότητα τους, πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για όλα τα νεότερα σχήματα.