Και πάλι στο Temple θα βρεθώ, αυτήν τη φορά για να παρακολουθήσω ένα εγχώριο σχήμα που γνωρίζω, αλλά και τους The Liminanas επί σκηνής. Ο κόσμος είναι μπόλικος από νωρίς, όχι ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας και μοιρασμένος ισάξια ως προς το φύλο.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος (περισσότερες εδώ)
Οι Blame Canada ξεμυτίζουν στη σκηνή στις 22:00, ακολουθώντας το πρόγραμμα. Η έντονα σοβαρή στάση – ματιά του νέου τους τραγουδιστή, που στέκεται απέναντί μας, με το εξεζητημένο παίξιμο των δαχτύλων του να τη συνοδεύει, όσο ακόμα οι υπόλοιποι μουσικοί ετοιμάζονται, με αγχώνει. Από την πρώτη νότα, αλλάζει εντελώς συμπεριφορά και χτυπιέται ασταμάτητα στο δικό του ύφος, που δεν παύει να είναι περίεργο οπτικά. Τεχνικά, ενώ διαθέτει φωνητικές ικανότητες και δεν δυσκολεύεται να εντάσσει τσαχπινιές και ψιθύρους ενώ αλλάζει κλίμακες, χάνει σε εντάσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάποια φωνητικά κενά. Ο ήχος από την άλλη είναι μουντός και συμπυκνωμένος, ενώ στην ουσία δεν παίζουν άσχημα. Από την ηρεμία στο ξέσπασμα του “Now You Want To”, το κλίμα καλυτερεύει, το “Crazy Joe” βγαίνει από την post στην ψυχεδέλεια και το “Venus In Furs” κολλάει άψογα στο ύφος τους. Τα δύο ορχηστρικά τραγούδια που διαθέτουν (“Be” και “Disguise”), αποδεικνύουν τη δυναμική τους, παρ’ όλο που ο ήχος δεν έφτιαξε ποτέ πραγματικά. Περίμενα περισσότερα και με πείραξε που δεν τα έλαβα.
Κατόπιν των απαραίτητων αλλαγών για το στήσιμο των μουσικών οργάνων στο χώρο της σκηνής, οι The Liminanas πολύ γρήγορα αναλαμβάνουν να διορθώσουν τον ήχο, έχοντας στην παρέα τους πέντε ακόμη έμπειρους παίκτες, εκ των οποίων οι τέσσερις εκτελούν διπλό ρόλο, αφού είτε παίζουν από δύο μουσικά όργανα, είτε έχουν αναλάβει τα χρέη της φωνής και των στίχων. Οπότε έχουμε και λέμε: Μπάσο, τρεις έξτρα κιθάρες (από τη βασική του Lionel), με τη μία να κουμπώνει σε παιδικό πολύχρωμο πουά ενισχυτή – ασορτί με την κιθάρα, αλλά και το αρμονιάκι, που σε φάσεις την πέταγε εκτός τραγουδιού, πλήκτρα (που αντικαθιστούσαν τη δεύτερη κιθάρα), ντέφι και φυσικά, τα χωρίς πιατίνια τύμπανα της Marie. Eίναι υπεραρκετά, νομίζω, ώστε να χα(ω)θούν, αν δεν διατηρήσουν το μέτρο και τον απόλυτο ρυθμό στις κινήσεις τους. Την ευθύνη στα φωνητικά έχουν η δεύτερη γυναίκα της παρέας με το ντέφι και ο τρίτος έξτρα στις κιθάρες, αυτός της κλασικής.
Από το “Je M’en Vais” στο “Malamore” για το ξεκίνημα και από το “Instanbul Is Sleepy” μέχρι το “One Blood Circle”, έχουν διανύσει ήδη αρκετά μπρος – πίσω μουσικής πορείας, οπότε αυτομάτως ακυρώνεται η προώθηση ενός συγκεκριμένου τους album. Σίγουρα πάντως ψυχεδελιάζουν την pop – garage σκηνή, που τους απασχολεί και καταφέρνουν να της αποδώσουν μία ονειρική κινηματογραφική υφή, ενώ παράλληλα προδιαγράφουν χορευτική την αλληλεπίδραση, εμπλέκοντας ερωτική διάθεση και γαλλικό ταμπεραμέντο. Είναι πράγματι full συγχρονισμένοι και ιδιαίτεροι. Επόμενές μου αναφορές τα “Tigre Du Bengale” και “Dimanche”, σαν την επίτευξη ενός μελωδικού noise – garage επιπέδου. Η συνέχεια με το “The Gift” να συστήνει παλιότερα και πιο άγνωστα κομμάτια, που κρύβουν στοιχεία από την punk – garage, μέχρι την τελική εναλλαγή σε μεγαλύτερα ορχηστρικά μέρη, με την κορύφωση στο extended psych φινάλε του “Betty And Johnny”.
Χωρίς καθυστερήσεις το “Russian Roulette” αποτελεί την έναρξη ενός απλόχερου encore, που δε διστάζει να συμπεριλάβει το “Gloria” για “τυράκι”. Οι τύποι έπαιξαν ίσως και λίγο περισσότερο από μιάμιση ώρα, γεμάτοι ένταση και παλμό, γούστο και κέφι. Μας καληνύχτισαν, μας ευχαρίστησαν, μας χειροκρότησαν παρομοίως και υποκλίθηκαν.