Λίγο πριν φτάσουμε στο Δεκέμβρη, τον μήνα των μουσικών απολογισμών, οι Dead Can Dance στις αρχές Νοεμβρίου εισέφεραν στην μουσική, αν όχι τον καλύτερο, τότε σίγουρα τον πιο μουσικά ενδιαφέροντα δίσκο του 2018. Πολλές θα είναι οι ενστάσεις σε αυτό, ειδικά από όσους μεγάλωσαν με αυτήν την μπάντα και την αγάπησαν λόγω της πιο goth αύρας που ανέδυε, ωστόσο, δεν μπορεί κανείς εύκολα να παραβλέψει το γεγονός, ότι το ντουέτο από την Αυστραλία στο album αυτό κυριολεκτικά κατακτά μέσα σε λιγότερο από 40 λεπτά όλον το μουσικό πολιτισμό και μας παραδίδει το απόσταγμά του.
Χωρίζεται σε 2 acts και ήδη από το εισαγωγικό “Sea Borne” ο Brendan Perry μας βυθίζει σε αυτό το μυσταγωγικό ταξίδι με τη χρήση οργάνων, όπως ο ζουρνάς και η στοιχειωμένη γκαντούλκα, με την υφέρπουσα συνοδεία του ψαλτηριού.
Όλος ο δίσκος αποτελεί ένα μωσαϊκό παγκόσμιας μουσικής επιρροής και η μπάντα επιστρατεύει όλα τα όργανα, από γκονγκ μέχρι γκάιντα, για να πλέξει αυτόν τον πλούσιο ήχο, γεγονός που υπαινίσσεται και το πάντρεμα του τίτλου “Dionysus” από την αρχαία ελληνική μυθολογία με την εικόνα του εξωφύλλου, που απεικονίζει μια μάσκα αρχαίου πολιτισμού από το Μεξικό.
Σε αντίθεση με προηγούμενα albums όπως το “Anastasis”, δε θα αξιοποιηθεί εδώ η ταλαντούχα φωνή του Perry. Το album είναι ως επί το πλείστον instrumental και τα διασκορπισμένα φωνητικά αναδεικνύουν περισσότερο την πρωτόγονη άρρητη και tribal ατμόσφαιρα που επικρατεί.
Ωστόσο, δεν θα λέγαμε ότι από το αποτέλεσμα σπαταλιέται η φωνή του Perry, από τη στιγμή που η έλλειψη αυτή αντισταθμίζεται από μια πανύψηλη μουσική σύνθεση, που συνδυάζει το βραζιλιάνικο berimbau με τη ρωσική μπαλαλάικα (“Dance of the Bacchantes”) ή τη βουλγαρική gadulka με φλάουτα των Αζτέκων (“Liberator of Minds”) και τις «φωνές» πουλιών από το Μεξικό.
Εδώ μάλιστα, τα λίγα διασκορπισμένα φωνητικά και η επιλογή κατανομής τους ανάμεσα στον Perry και τη Gerrard επιτελεί την ανάδειξη της ανδρόγυνης φύσης του Έλληνα θεού και περιορίζονται στο σκοπό αυτό.
Από το “Sea Borne”, λοιπόν, με την «γέννηση» του Διονύσου μέσα από τα κύματα (η πιο εκλεπτυσμένη στιγμή του δίσκου), παρακολουθούμε τη διαδρομή του θεού μέσα από το υπέροχο “The Mountain”, που ακροβατεί μελωδικά ανάμεσα στην καλοσύνη και την απειλή, όπως κάθε θεϊκή φύση και καταλήγουμε στο “Psychopomp”, όπου απεικονίζεται με την ιδιότητά του ως ψυχοπομπού των νεκρών στον Κάτω Κόσμο. Ξεχωρίζει αν μη τι άλλο και το “Dance of the Bacchantes”, όπου ο εορταστικός τόνος φτάνει σε μια από τις πιο υπνωτικές στιγμές του album.
Πρόκειται για ένα έργο που δε χωρά μέσα σε δύο μικρά ακουστικά ή ηχεία ενός laptop και προορίζεται για χώρους τελετουργίας και μεγαλοπρεπή αμφιθέατρα, ένα δίσκο ακαδημαϊκής φιλοδοξίας και μουσικού βάθους, που διερευνά σε βάθος τις ευρωπαϊκές λαϊκές παραδόσεις και τα όρια της γλώσσας.