Η Κυριακή ήταν ανέκαθεν από τις αγαπημένες μου μέρες για live. Η προσέλευση του κόσμου δεν είναι ποτέ ασφυκτική (κακό για τον διοργανωτή αυτό) και έχεις πάντα την άνεση να παρακολουθήσεις την συναυλία σου απολαμβάνοντας ταυτόχρονα καμιά μπίρα. Η εμφάνιση της Myrkur στην χώρα μας ήταν από αυτές που είχα σημαδέψει από καιρό, κάτι η ιδιαίτερη αγάπη μου για τον δεύτερο δίσκο της, βάλτε και τον σάλο που είχε προκληθεί από τις θεωρίες συνωμοσίας, όλα μαζί ήρθαν να δέσουν μεταξύ τους και να μου δημιουργήσουν μία μεγάλη προσμονή για το εν λόγω show.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Με μισή ώρα καθυστέρηση άνοιξαν οι πόρτες του Fuzz και μπαίνοντας μέσα το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το τεράστιο μαύρο πανό με τον ρούνο σήμα κατατεθέν της Δανής τραγουδίστριας. Πρώτη όμως βγήκε στην σκηνή η δικιά μας Λαμπρινή Γιώτη (aka Labri Giotto) για να ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Ερμηνεύοντας folk τραγούδια σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, με μοναδικά της όπλα δύο όργανα άλλης εποχής, κατάφερε να κερδίσει το κοινό που της ανταπέδωσε την χορταστική της εμφάνιση με πολλά ζεστό χειροκρότημα. Επέλεξε να τραγουδήσει αλλά και να παίξει κομμάτια από την βόρεια και βορειοδυτική Ευρώπη, ταξιδεύοντας μας σε σε τοπία άγνωστα για μας και πηγαίνοντας αιώνες πίσω. Απέδειξε με τον πλέον πειστικό τρόπο ότι πρόκειται για μία πολύ ταλαντούχα μουσικό η οποία κακώς μέχρι τώρα διέφευγε της προσοχής μου. Πλέον, νομίζω ότι η 15η του Δεκέμβρη θα είναι μία από τις συναυλίες που θα σημαδέψω, καθώς επίκειται άλλη μία εμφάνιση της, αυτήν την φορά με όλη την μπάντα της.
Καθώς η ώρα είχε φτάσει πλέον τις δέκα, όλα ήταν έτοιμα για την πρώτη εν Ελλάδι παράσταση της Myrkur. Πρώτοι βγήκαν στην σκηνή οι μουσικοί της, μαυροντυμένοι και με κουκούλες συμπλήρωναν ιδανικά την μυστηριακή ατμόσφαιρα που είχε κατακλύσει το venue. Το ξεκίνημα ήταν άκρως εντυπωσιακό, καθώς το στήσιμο του setlist ήταν πανέξυπνο, και έδειξε να κερδίζει τους 400 οπαδούς της που βρέθηκαν την Κυριακή το βράδυ στο Fuzz. Ειδικά μετά το τρίτο κομμάτι του set την είδαμε να πιάνει και κιθάρα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, άρχιζαν να λάμπουν δια της απουσίας τους τα ακραία φωνητικά που υπάρχουν στον δίσκο. Θα μου πείτε βέβαια “μα καλά ρε, με τέτοια φωνάρα που άκουγες στάθηκες στα ακραία φωνητικά;” και εν μέρει θα έχετε δίκιο, αλλά μόνο εν μέρει. Όταν θες να πλασάρεις κάτι πιο ακραίο και για αυτό τον λόγο κάνεις χρήση brutal φωνητικών, έχω την απαίτηση να τα αποδόσεις και ζωντανά. Και όχι τέσσερις κραυγές και μία πρόταση δεν είναι αρκετά. Στην τελική αν δεν μπορείς να τα “βγάλεις” live, μην βάζεις και στο studio, γιατί με αυτήν την λογική δεν τρέχει και τίποτα να μην παιχτούν σ’ένα live και τα κιθαριστικά solos. Οι μουσικοί της δε, ήταν άρτιοι εκτελεστικά, αλλά αδυνατούσαν να πλησιάσουν σε επίπεδο την Amalie Bruun, η οποία τους είχε “εξαφανίσει” χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Μία από τις εξαιρετικές στιγμές της βραδιάς ήταν όταν έπαιξε για πρώτη live το “Crown”, το οποίο αν δεν κάνω λάθος οι στίχοι του είναι στα Αγγλικά. Εκεί λοιπόν που έλεγες ότι η βραδιά πλησιάζει στην κορύφωση της, αποφασίζει να κατέβει από την σκηνή. Διευκρίνηση, δεν κατέβηκε για να αλλάξει φόρεμα ας πούμε ή για να αλλάξει make up, αλλά για να ολοκληρώσει το live. Μέχρι εκείνη την στιγμή είχε παίξει σκάρτη μία ώρα και τελικά μετά από παρότρυνση του κοινού ξανανέβηκε για ένα ακόμα τραγούδι, μόνη της αυτήν την φορά, για το παραδοσιακό Σουηδικό “I Riden Så”. Όταν ένα show ξεκινάει με 23 ευρώ εισιτήριο και φτάνει μέχρι τα 29, τα οποία φαντάζομαι ορίστηκαν με γνώμονα την αμοιβή της, η σκάρτη μία ώρα στα μάτια μου είναι ανεπίτρεπτη.
Πόσο σοφότεροι γίναμε λοιπόν μετά το βράδυ της Κυριακής; Η Amalie ξεχειλίζει από ταλέντο, αλλά σίγουρα συμπεριφέρεται σαν ξένη απέναντι στην σκηνή της οποίας προσπαθεί να αποδείξει ότι αποτελεί μέλος της. Σίγουρα ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση, η οποία όμως σου αφήνει την αίσθηση ότι έμεινε στην μέση.