Συνηθίζεται όταν γράφουμε μία κριτική να χρησιμοποιούμε διάφορες υπερβολές. Στην προκειμένη περίπτωση θα προσπαθήσω να τις αποφύγω, ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία, αλλά σίγουρα θα το προσπαθήσω. Ωστόσο οι Archgoat είναι μία μπάντα που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι η καλύτερη σε αυτό που κάνει στην «γειτονιά» της (Φινλανδία). Oι Σκανδιναβοί μόλις κυκλοφόρησαν την τέταρτη δουλειά τους, “The Luciferian Crown”. Στο τελευταίο τους πόνημα συναντούμε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μουσική αισθητική των Lord Angelslayer και Ritual Butcherer, ταυτόχρονα όμως ακούμε και κάποια σημάδια πειρασμού αλλά και εξέλιξης από μεριάς τους.
Αν ένα πράγμα ακούμε για πρώτη φορά από τους Archgoat, αυτό είναι οι πινελιές ελληνικού old school Black Metal που έχουν προσθέσει. Τα χαρακτηριστικά mid/slow tempo που διέπουν τις συνθέσεις των Φινλανδών, αυτή τη φορά είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια και αυτό σαν γεγονός επιτρέπει στον ακροατή να πιάσει καλύτερα την ατμόσφαιρα του album. Πρόκειται για ένα album που έχει την υπογραφή του bestial (war) black metal, με την θεματολογία του να περιστρέφεται γύρω από την αποστροφή (σικ) για τον Χριστιανισμό και ό,τι αυτός πρεσβεύει.
Προσωπικά μου αρέσουν πολύ τα doom σημεία που μπορεί να βρεις κάποιος στα κομμάτια των Archgoat και αυτός ο δίσκος λοιπόν, μπορώ να πω ότι είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου. Οι συνθέσεις, τα φωνητικά, οι κιθάρες δεν ξεφεύγουν από το black/death ύφος της μπάντας (και σε ό,τι μας είχαν συνηθίσει μέχρι τώρα), όπως ούτε και η παραγωγή του δίσκου, η οποία όμως παρουσιάζει σημαντικά σημάδια βελτίωσης. Στον δίσκο συναντούμε κομμάτια όπως το “Darkness Has Returned”, το οποίο προσφέρει έντονες συγκινήσεις και ιδίως στους λάτρεις της ελληνικής old school black metal σχολής, αλλά εμπεριέχει και μία essence Bolt Thrower. Άλλο ένα στοιχείο που «βγάζει μάτι» στο album είναι ότι κάθε κομμάτι έχει λόγο ύπαρξης, ακόμα και το intro, που παρά τη μικρή του διάρκεια, μόλις είκοσι δευτερόλεπτα, μοιάζει με τα χαλάκια πόρτας στα σπίτια, εννοώ ότι αν υπάρχουν τα αγνοείς, αλλά την απουσία τους την προσέχεις. Εν αντιθέσει με το “Great Apocalyptic Triumphator”, όπου τα κομμάτια του δίσκου έμοιαζαν να έχουν τοποθετηθεί κλιμακωτά, αλλά αυτή η άναρχη δομή του δίσκου, δείχνει να απελευθερώνει το συγκρότημα και εκπέμπει μία μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους. Μέσα σε αυτό τον δίσκο συναντάμε την κομματάρα “Star of Darkness and Abyss”, η οποία εκτός από το έντονο άρωμα πρώιμης ελληνικής σκηνής, έχει μία πρωτόγνωρη αίσθηση θεατρικότητας στον τρόπο ανάπτυξης του. Άλλα κομμάτια που ξεχωρίζουν, είναι τα “Jesus Christ Father of Lies” και “Jezebels Black Mass Orgy”, τα οποία έχουν πάνω κάτω τα ίδια στοιχεία, οργή και μπόλικη βλασφημία στον στίχο, γρήγορα θέματα που διακόπτονται βίαια από mid–tempo breaks.
Όπως προείπα είναι ο πρώτος τόσο πειραματικός δίσκος των Archgoat. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ισχυρισμού μου αποτελεί “The Obsidian Flame”, που φεύγει από την black/death νόρμα που τους χαρακτηρίζει και βαδίζει σε πιο black/doom μονοπάτια. Ή ας πούμε το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, ξεκινάει με τέτοιο groove που περιμένεις να ακούσεις τον Chad Gray να αρχίσει να τραγουδάει κάποιο κομμάτι Hellyeah. Σε κομμάτια όπως το “Sorcery and Doom” ακούμε όλα αυτά τα στοιχεία να συνυπάρχουν αρμονικά (ως προς την σύνθεση εννοώ), ενώ στο “Messiah of Pigs” πέφτουμε πάνε σε μία ανήλεη επίθεση.
Εν κατακλείδι, το “The Luciferian Crown” είναι ένας δίσκος που απαρτίζεται από δέκα κομμάτια, συνολικής διάρκειας μισής ώρας και κάτι, ο οποίος δείχνει ότι οι Archgoat έχουν κάνει σημαντικά βήματα από το “The Apocalyptic Triumphator”. Σίγουρα είναι δύσκολος δίσκος ως προς την ακρόαση, όπως και το στυλ γενικότερα των Archgoat, δεν παύει όμως να είναι μία άκρως ενδιαφέρουσα δουλειά. Αν λοιπόν με το “Apocalyptic Triumphator” άναψε η φλόγα, τότε το “The Luciferian Crown” είναι ο δίσκος που κρατά τα κάρβουνα να σιγοκαίγονται και εμείς οι μερακλήδες, ξέρουμε ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να ψήσουμε. Αν λοιπόν ψάχνετε έναν δίσκο διαφορετικό, ακραίο και συνάμα καλό, σταματήστε, βρήκατε αυτό που ψάχνατε.