Είναι απορίας άξιο το πώς 4-5 γιάνκηδες με γυρισμένα μπατζάκια και στιλιζαρισμένες χωρίστρες καταφέρνουν με ακόμα ένα έργο να ανανεώσουν τον ήχο τους, φορτώνοντας στο δισάκι τους χρώματα από μια ντουζίνα μουσικά είδη.
Εν έτει 2018, είναι οξύμωρο να συνεχίζει κάποιος οπαδός του ακραίου ήχου να συμμετέχει σε λαϊκά δικαστήρια κρίσης μιας μπάντας, ως “trve” ή ως αμόλυντης από νεωτερισμούς και πολυσχιδών επιρροών. Ειδικά, όταν γίνεται λόγος για τους Deafheaven.
Οι Καλιφορνέζοι με το “Ordinary Corrupt Human Love”, το τέταρτο full length τους καταφέρνουν, παρά τη σχιζότυπη αντιμετώπισή τους από μια μεγάλη μερίδα ακροατών, να συνδυάσουν ήχους φαινομενικά ασυμβίβαστους, παράγοντας ένα διαμάντι του σύγχρονου σκληρού ήχου. Οι post δομές μπλέκονται με φρενήρεις black ρυθμούς ενώ ορχηστρικά ιντερλούδια αποτελούν το ορεκτικό κάθε σύνθεσης στο παρόν album. Ανεξάρτητα από τις αστοχίες στο κομμάτι της ομοιογένειας και της συνοχής των συνθέσεων, οι Deafheaven αδιαφορούν για την πολεμική που στήνεται γύρω από το όνομα και το έργο τους, γράφοντας τραγούδια, τα οποία κουμπώνουν πάνω τους το κοστούμι του μουσικού χαμαιλέοντα. Ορίστε; Ναι, καλά διαβάσατε. Πώς αλλιώς θα χαρακτηριζόταν ένας καλλιτέχνης, ο οποίος ενσωματώνει περάσματα από Neutral Milk Hotel, tremolo picking σαν να βγήκαν από το προβάδικο του Insahn, οutro’s για τα οποία ο Thom Yorke θα έδινε λίγο από το καλό του βλέφαρο (sorry, not sorry) και τον μαγικό ρυθμό που δίνει το τέρας πίσω από τα τύμπανα, ονόματι Daniel Tracy;
Στη μία ώρα, όπου εκτυλίσσεται το “Ordinary Corrupt Human Love”, μπορεί να γίνει κανείς μάρτυρας επτά τρομερών θαυμάτων όσες και οι συνθέσεις του δίσκου. Η εισαγωγή του “You Without End” άνετα θα μπορούσε να αποτελεί το soundtrack σε μια πιο edgy εκδοχή της Amelie, με τον Clarke να επικαλύπτει με τις τσιρίδες του τον μαγικό γάμο του πιάνου και των τυμπάνων με κουμπάρο την αφήγηση για τα σκοτεινά μυστικά της πόλης του Oakland. Το “Honeycomb” στα 11 λεπτά του θα γλυκάνει, όποιον kvlt μεταλλά το άκουσε κατά λάθος, ενώ παράλληλα δείχνει την μαεστρία του McCoy στο να δένει διαφορετικές μελωδίες (οι οποίες αμερικανίζουν επικίνδυνα), πάνω στις συνεχείς εναλλαγές ρυθμού του Tracy. Το “Canary Yellow” αποτελεί τον πιο εναργή σύνδεσμο παρόντος και παρελθόντος των Deafheaven. Λίγο “New Bermuda”, λίγο “Roads to Judah” με Portishead στο κλείσιμο και η ατελείωτη μπάνκα από μελωδίες καθιστούν το κομμάτι αυτό μια από τις πιο ώριμες δουλειές της μπάντας, ενώ οι στίχοι κινούνται σε γνωστά μονοπάτια με τον καταιγισμό θανατερών συναισθητικών τοπίων να κυριαρχεί.
Το “Near” αποτελεί το φυσικό φράγμα στο λίγο πιο επιθετικό πρώτο μισό του album και τη συνέχειά του. Ήχοι που παραπέμπουν σε ένα κρύο πρωινό και στους Cure (κλαψ εις την νιοστή). Περνώντας στο “Glint” μπορεί κανείς να απολαύσει την πιο άρτια συνθετικά και προσβάσιμη δουλειά της μπάντας από την εποχή του “Language Games”. Η ήπια κλιμάκωση, που οικοδομείται από τις κιθάρες και τα τύμπανα, σε μοτίβα που μπορούν να θυμίσουν Mono μέχρι και το τρίτο λεπτό του τραγουδιού, δίνει τη θέση της σε εξαιρετικά εκτελεσμένα blast beats και σε φωνητικά, τα οποία ακούγοντάς τα ο ακροατής νιώθει το γδάρσιμο στον λάρυγγα του George Clarke. Στο δεύτερο μέρος του κομματιού οι κιθάρες είναι αυτές που συναρπάσουν, με τα Smashing Pumpkins δάνεια να είναι περισσότερο εμφανή από ποτέ. Στο “Night People” η γλυκύτατη Chelsea Wolfe δίνει μια πιο φεγγαρογητεμένη χροιά στην κυκλοφορία με τη φωνή της να ταιριάζει απόλυτα στο story-telling, που ήθελαν να φτιάξουν οι Deafheaven. Το “Worthless Animal” είναι το τελευταίο μέρος του “Οrdinary Corrupt Human Love”, όπου το μπάσο αποκτά πιο ενεργό ρόλο, όντας πολύ ψηλά στη μίξη, αποτελώντας παράλληλα το καλωσόρισμα στον νέο μπασίστα του σχήματος, Chris Johnson (Summoner, Doomriders).
O διάδοχος του “Νew Bermuda”, αν και περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες ιδέες κυρίως στο κομμάτι της δομής των συνθέσεων και των ρυθμικών μοτίβων, με τις πολυποίκιλες μελωδίες καταφέρνει να δώσει μια νέα διάσταση στην αμερικάνικη εκδοχή του «κάτι-σαν-black-metal» και λειτουργεί σαν κάθαρση των παρελθοντικών εσωστρεφών συνθέσεων, απλώνοντας το χέρι πιο πολύ στον οπτιμισμό.