Η προσέλευση του κόσμου από νωρίς φανερώνει πως ο χώρος θα γεμίσει αφού ο Tricky μας είναι αρκετά αγαπητός και συμπαθής. Το opening act σχεδιάζει ένα DJ set σε κλίμακες ήπια χορευτικές από soul, jazz, electro μουσικές που μπερδεύονται με τη hip – hop σκηνή αλλά και τη διάθεση για disco.
Aνταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (περισσότερες εδώ)
Παρότι μεγάλος αλήτης, ο Tricky εμφανίστηκε ακριβώς στις 22:30 με την πλέον κλασική του ένδυση. Την άσπρη αυτή φανέλα του που τόσο πολύ αρέσκεται να τραβάει, να ξεχειλώνει, να σηκώνει ώστε να φανούν οι υπέροχοι κοιλιακοί του και να αφήνει ελεύθερη να πέφτει τέλος πάνω του καθώς αυτός παλεύει με τα μικρόφωνα. Η μουσική του ανάλογη των κινήσεών του, πότε πιο μινιμαλιστικά απλή και έξυπνη, άλλοτε πιο ελεύθερη να ξεχειλώσει και να πειραματιστεί ενώ σε στιγμές εκκεντρικά δυναμική και έντονη. Εν αρχή όμως ην τα όργανα… ένα set τούμπανο drums και μια κιθάρα θα τον συνοδεύσουν σε αυτή του την performance. Και θα επιτύχουν τα καλύτερα αποτελέσματα.
Η εισαγωγή μου θυμίζει πειραγμένο “Sweet Dreams”. Για τη συνέχεια η επιλογή των κομματιών βρίσκει κυρίως πάτημα στο νέο του δίσκο κι έτσι η παρουσίαση περιλαμβάνει τα “New Stole”, “Armor”, “When We Die”, “Running Wild”, “Dark Days” και “Doll” κατά το encore. Στα ενδιάμεσα εντόπισα το πανέμορφο “I’m Not Going”, το περίπλοκο “Parenthesis”, το ιδιότροπο “Nothing’s Changed”, το παράτολμο “My Palestine Girl” και το μελαγχολικό “Sun Down”. Αυτό όμως που με συγκλόνισε ήταν το καληνύχτα του με το όπως έπειτα έμαθα ονόματι “Vent”. Εκεί είχε πια ξυπνήσει για τα καλά και είχε έρθει η σειρά του να σταθεί ως frontman, γεγονός που τον και μας γοητεύει. Και αναμφίβολα είναι παθιασμένος με αυτό που καλείται να παρουσιάσει και έτσι σου μεταδίδει όλη την ενέργεια που τον διακατέχει. Η φωνή του δεν είναι από τις καλύτερες που παίζουν εκεί έξω αλλά σίγουρα σε αγγίζει (όταν ακούγεται). Η παρουσία του δε, σε ψαρώνει. Παρά τα προηχογραφημένα μέρη του set, ισχυρή κρίθηκε και η παρεύρεση της συνεσταλμένης φιλενάδας του που με τα φωνητικά της βοήθησε πολύ τη διαδικασία. Η ύπαρξή της σταθερά τρυφερή. Και ανάλογα καθαρή και ερωτική. Θαρρείς γαλήνια. Κατ’ ουσία όμως ένιωθες πως ήταν μάχιμη.
Συνοπτικά, αν και απογοητεύτηκα λίγο από τις φωνητικές του ικανότητες, εισέπραξα πως αν δεν υπήρχε ο Andrian Nicholas Matthews Thaws, δεν θα υπήρχε και η μουσική πίσω από το όνομά του. Στα σίγουρα φαίνεται να το ζει το ότι κάνει και αυτό είναι τουλάχιστον cool λίγο πριν τα ταλαιπωρημένα πενήντα του χρόνια.