Συγκροτήματα που έρχονται στο προσκήνιο και αλλάζουν ριζικά την πορεία ενός είδους, αν και όχι αρκετά, υπάρχουν. Τα συγκροτήματα όμως που συνεχίζουν να το κάνουν σε όλη τη σταδιοδρομία τους και με κάθε κυκλοφορία τους, όπως οι Agalloch είναι σπάνιο φαινόμενο. Το live των Agalloch στις 23 Αυγούστου δεν ήταν τίποτα άλλο από την πραγματοποίηση ενός τεράστιου απωθημένου προσωπικού αλλά και πολλών ακόμα ανθρώπων, που παράβλεψαν το γεγονός ότι είμαστε στα μέσα του Αυγούστου και έσπευσαν από νωρίς να βυθιστούν στον βαρύ χειμώνα μέσα στο Κύτταρο. Παρά το γεγονός ότι επικρατούσαν ασφυκτικά υψηλές θερμοκρασίες τόσο έξω όσο και μέσα στο Κύτταρο, ο χώρος γέμισε αμέσως και ο κόσμος όντας ανυπόμονος, βρέθηκε εκεί πολύ πριν ξεκινήσει η συναυλία.
Aνταπόκριση: Ελένη Αποστολάκου / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Η πρώτη μπάντα που βγήκε στη σκηνή ήταν οι γαλλο-ελβετικής καταγωγής C R O W N, που ομολογώ δεν ήμουν εξοικειωμένη με τον ήχο τους πριν από το live, αλλά κέρδισαν την εντύπωσή μου από το πρώτο λεπτό με τον ιδιαίτερο ήχο τους, κυρίως όταν αντιλήφθηκα ότι στη σκηνή υπήρχαν δύο κιθάρες και ένα μπάσο αλλά όχι drummer. Ο ήχος τους κυμαινόταν γύρω από ένα ευρύτερο doom/sludge/drone πλαίσιο, με κάποια μελωδικά σημεία και απότομα ξεσπάσματα drums, η απουσία των οποίων αποκαταστάθηκε ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα να δίνει σε κάθε ήχο industrial αισθητική. Πολύ ενδιαφέρον πειραματισμός και ξεχωριστή σύνδεση ήχων που όμως λίγο πριν το τέλος κατέληξε επαναλαμβανόμενο και λίγο μονότονο και δεν κατάφερε να «ζεστάνει» το ευρύτερο κοινό παρά την ανταπόκρισή του αρχικά.
Λίγα λεπτά πριν βγουν στη σκηνή οι Agalloch και σχεδόν κανένας δεν είχε μετακινηθεί από τη θέση του, όλοι περιμένοντας ευλαβικά τη στιγμή που θα τους έβλεπαν μπροστά τους. Τα φώτα σβήνουν, καπνός κατακλύζει τη σκηνή και ξεκινάει να αντηχεί σε όλο το χώρο η στοιχειωτική [sic.] μελωδία του “Serpens Caput”. Στη σκηνή βγαίνει αρχικά ο τραγουδιστής John Haughm και με ευλαβικό τρόπο ανάβει θυμίαμα και το τοποθετεί σε δύο βωμούς, έναν στη μια άκρη της σκηνής και έναν στην άλλη, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού και κάλεσμα των αισθήσεων. Το σύμβολο του Ουροβόρου όφεως που “ντύνει” το τελευταίο τους album εμφανίζεται σε πολλές μεριές πάνω στη σκηνή. Η ατμόσφαιρα έχει αποκτήσει μυσταγωγικό και τελετουργικό χαρακτήρα και τώρα τα υπόλοιπα μέλη ανεβαίνουν στη σκηνή και με ένα δυναμικό ξέσπασμα το ταξίδι ξεκινάει αρχικά με τα κομμάτια “The Astral Dialoge” και “Veils Beyond Dimention”, δυο κομμάτια από τον δίσκο των Agalloch “The Serpent & The Sphere”.
Στη συνέχεια, οι Αμερικάνοι κινήθηκαν σε γνωστά μονοπάτια με το “Limbs” από το “Ashes Against the Grain”, μια από τις πιο έντονες στιγμές της βραδιάς, ξεσηκώνοντας τον κόσμο και αργότερα με το “Ghosts of the Midwinter Fires”. Στροφή και πάλι στο καινούριο album με το “Dark Matter Gods” και αμέσως μετά ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη της βραδιάς για εμένα ήρθε με τις πρώτες νότες από το “Of Stone, Wind, and Pillor” από το ομώνυμο EP, το οποίο ο John Haughm θέλησε να αφιερώσει στην ελληνική underground black metal σκηνή, της οποίας οι Agalloch δηλώνουν οπαδοί. Δεν θα μπορούσε να λείψει αναφορά και στο νατουραλιστικό και εσωτερικό Pale Folklore με τα “Hallways of Enchanted Ebony” και “The Melancholy Spirit”.
Αποχαιρέτησαν (προσωρινά) τη σκηνή βυθίζοντάς μας στη μελαγχολία του “…And The Great Cold Death Of The Erth” το οποίο είχε μια φανταστική κλιμάκωση που οδήγησε στο “Into The Painted Grey” με τον John Haughm να συμμετέχει με κρουστά αυτή τη φορά. Κατεβαίνοντας από τη σκηνή, η παγανιστική ατμόσφαιρα δεν έχασε καθόλου από την αίγλη της. Ο κόσμος περίμενε εκστασιασμένος και ανυπόμονος να ξαναβγούν οι Agalloch στη σκηνή και να μοιράσουν λίγη ακόμα από τη μαγεία τους ενώ στο background ακούγονταν στιγμιότυπα από το “The Wicker Man”. Όταν βέβαια ανέβηκαν και πάλι στη σκηνή ερμηνεύοντας ένα από τα καλύτερά τους κομμάτια, το “Falling Snow”, ο κόσμος τους αποθέωσε και η βραδιά έκλεισε με ένα από τα πιο αιθέρια και έντονα κομμάτια του καινούριου δίσκου, το “Plateau Of The Ages” φέρνοντας έτσι τη λύτρωση και ένα υπέροχο κλείσιμο.
Οι Agalloch απέδειξαν στον κόσμο πόσο παθιασμένοι είναι πάνω στη σκηνή και παρά τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπισε ο μπασίστας Jason William Walton, κατάφεραν να μεταδώσουν την ενέργειά τους και να μας χαρίσουν μια φανταστική βραδιά. Ο κιθαρίστας Don Anderson δε, έδινε ένα ξεχωριστό show από μόνος του, κινούνταν διαρκώς, χοροπηδούσε στον αέρα, ξάπλωνε στη σκηνή και συνεχώς προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο. Το μοναδικό παράπονό μου ήταν το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου δεν ανταποκρίνονταν όπως θα περίμενε κανείς και έμεινε «παγωμένος» καθ’όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Οι Agalloch είναι σίγουρα μια αξιοθαύμαστη μπάντα που αφήνει τον εαυτό της να εξελιχθεί και η μουσική τους μπορεί να σταθεί μόνη της πέρα από οποιαδήποτε κλισέ “kvlt” εικόνα.