Ο Χρήστος Κατσίμπας, εντυπωσιασμένος από το ντεμπούτο album των ‘δικών μας’ Kevel, τους έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με αυτή τους την κυκλοφορία, τα όνειρά τους αλλά και τις μουσικές τους επιρρόες. Διαβάστε παρακάτω τι είχαν να του πουν…
Kαταρχάς, ευχαριστώ για τη συνέντευξη παιδιά! Πριν ξεκινήσουμε με το οτιδήποτε θα ήθελα λίγα λόγια για τους kevel, το που, το πώς, το πότε, το γιατί δημιουργήθηκε το συγκρότημα;
Εμείς ευχαριστούμε για την πρόσκληση και για τη θερμή υποδοχή που έχετε δείξει στο album. Το συγκρότημα με τη σημερινή του μορφή μετρά λιγότερο από ένα χρόνο ύπαρξης. Ως concept όμως ξεκίνησε 3-4 χρόνια πριν, σαν προσωπική μου συνθετική προσπάθεια, παράλληλα με την αναζήτηση μελών για την ολοκλήρωσή του. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει διάφορα στάδια μετάλλαξης, προσαρμογής και τελικά σταθεροποίησης, που οδήγησαν στην κυκλοφορία του album τον προηγούμενο μήνα. Με τον Αντώνη (μπάσο) παίζαμε μαζί σε προηγούμενες μπάντες. Μετά τη διάλυση της τελευταίας, συνεχίσαμε μαζί την αναζήτηση για νέα μέλη. Αναζήτηση που κράτησε 3 χρόνια, καθώς το νέο concept και οι απαιτήσεις του δεν άφηναν περιθώρια για επανάληψη παλαιότερων λαθών… Ο Θανάσης (τύμπανα) μπήκε στην μπάντα στα τέλη του 2012, μέσα από διαδικασία αγγελίας/audition. Το δέσιμο ήρθε πολύ γρήγορα, ώστε στους επόμενους μήνες χτίσαμε τα θεμέλια του σημερινού μας ήχου. Παράλληλα, αναζητούσαμε και τραγουδιστή, καθώς μεγάλο μέρος των κομματιών τότε, είχε χτιστεί με αυτή τη λογική. Έγιναν πολλές ανεπιτυχείς δοκιμές για φωνές και ακόμα πιο πολλές άκαρπες προτροπές φίλων να προχωρήσουμε χωρίς φωνητικά, μέχρι να αποφασίσουμε τελικά ότι το υλικό είναι ικανό από μόνο του, ως instrumental. Στα τέλη του 2013, συζητούσαμε την παραπάνω σκέψη με το Μάρκο (κιθάρα), φίλο και συνεργάτη της μπάντας, παλαιότερα με καθήκοντα ηχολήπτη, προκειμένου να μας βοηθήσει να βρούμε δεύτερο κιθαρίστα για το instrumental πλέον σχήμα. Όμως ο ίδιος έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για συμμετοχή στην μπάντα. Έγινε αμέσως δεκτός και αποδείχτηκε ο πιο καταλυτικός παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων στη συνέχεια. Σταδιακά μέσα στους επόμενους 6 μήνες είχαμε ολοκληρώσει τα κομμάτια, κάναμε τα πρώτα μας live, μετακομίσαμε σε δικό μας χώρο, ηχογραφήσαμε το πρώτο μας album. Και ήδη έχουμε ξεκινήσει την προετοιμασία για το δεύτερο.
Ο πρώτος σας δίσκος είναι ένα διαμάντι, οπότε το συγχαρητήρια μου για άλλη μια φορά! Ποιά τα “υλικά” κατασκευής του “Hz of the Unheard”;
Μας τιμά ο χαρακτηρισμός, αν και “βαρύς”! Θεμέλιος λίθος του album θα λέγαμε ότι είναι τα κιθαριστικά riff. Εν συνεχεία το rhythm section – μπάσο και τύμπανα – έρχεται να τα ενισχύσει, να τα εμπλουτίσει και να τα “δέσει”. Δώσαμε πολλή βαρύτητα στο να αποφύγουμε τις φλυαρίες. Σκοπός μας ήταν κάθε νότα και κάθε χτύπημα να υπάρχει για κάποιον λόγο και για να συμπληρώνει τα υπόλοιπα “υλικά”. Έτσι, κάθε σημείο του album είναι ένα μείγμα τεσσάρων οργάνων, ισόποσα απαραίτητων για τη σταθερότητα των κομματιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την ηχογράφηση του album, τα τύμπανα γράφτηκαν χωρίς μετρονόμο, με σκοπό να έχει ένα πιο live feeling το τελικό αποτέλεσμα και οι αυξομειώσεις σε tempo και ένταση να έρχονται πιο φυσικά. Γενικότερα προσπαθήσαμε να έχουμε όσο το δυνατόν πιο “οργανικό” ήχο, πάντα με τα μέσα που διαθέταμε τη δεδομένη περίοδο.
Πως καταφέρατε να συνδυάσετε το που θα μπει το τάδε ή το δείνα riff χωρίς να κουράσετε τον ακροατή;
Δεν έχει γίνει κάποια συνειδητή προσπάθεια για την τοποθέτηση των riffs. Στόχος μας ήταν να φτιάξουμε μουσική που να μην μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε στενά μουσικά πλαίσια, να προκαλεί σε εμάς τους ίδιους πρώτα το ενδιαφέρον όταν παίζουμε live και παράλληλα να μη μας κουράζει ως ακροατές. Αποφεύγουμε να “κολλάμε” riffs μεταξύ τους απλά και μόνο για να συνεχίσει το κομμάτι. Δε βιαζόμαστε να ολοκληρώσουμε κάθε καινούρια σύνθεση και προσπαθούμε να την αντιμετωπίζουμε σαν σύνολο και όχι σαν επιμέρους σημεία. Όπως αντίστοιχα αν σε ενδιαφέρει να ζωγραφίσεις, πιάνεις πινέλο, δεν κάνεις κολάζ. Επιπλέον, εφόσον δεν υπάρχουν φωνητικά, ο τρόπος μας για να διηγηθούμε την “ιστορία” είναι να αξιοποιήσουμε τη ροή της μουσικής και τον τίτλο του κομματιού ως πρόλογο. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει με το “Hz of the Unheard”, συνοδευόμενο βέβαια και από αντίστοιχη κατεύθυνση στο artwork.
Ακούγοντας για πολλοστή φορά το δίσκο δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην “άρρωστη” ατμόσφαιρα που βγάζει και με κάνει να αναρωτιέμαι αν τελικά τα μέλη των Κevel έχουν τόσο… “άρρωστα μυαλά” που αυτό αντικατοπτρίζεται στη μουσική τους.
Η δεινή θέση του “άρρωστου” είναι πως δεν ξέρει ότι νοσεί. Οπότε όταν του το λένε του φαίνεται περίεργο! Αυτή είναι η μουσική έκφραση που μας βγήκε την συγκεκριμένη περίοδο και όπως είναι φυσικό κουβαλάει και την τότε ψυχική μας κατάσταση, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Αν κρίνουμε πάντως από τα καινούρια κομμάτια που ετοιμάζουμε, δε φαίνεται να βρέθηκε κάποια “θεραπεία” για την κατάστασή μας…
Post, sludge, doom, progressive, συνδυάζονται εύκολα, νομίζω, αν το έχεις, ποιες οι επιρροές σας; Μέσα σε αυτές υπάρχουν οι Keelhaul;
Ξεκινώντας από γνωστές μπάντες που και οι 4 μας αγαπάμε θα αναφέρουμε Mastodon, ISIS, Gojira, Ocean. Από κει και πέρα οι προσωπικές προτιμήσεις του καθενός απλώνονται από prog rock μέχρι black. Οι Keelhaul φυσικά συμπεριλαμβάνονται στα ακούσματά μας.
Παραγωγή και artwork φωνάζουν ότι το έχετε ψάξει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για αυτούς τους δυο τομείς;
Ο Μάρκος, αν και ο νεότερος στην μπάντα, λόγω της επαγγελματικής εμπειρίας του ως ηχολήπτης/παραγωγός μπόρεσε πολύ σύντομα να μεταφράσει το ηχητικό όραμα που είχαμε για τους Κevel σε αποτέλεσμα. Αποφύγαμε την επιτηδευμένα “βρώμικη” παραγωγή, θέλαμε καθαρό ήχο στα όργανα ώστε αντίστοιχα και η βρωμιά να πηγάζει περισσότερο από το παίξιμο παρά από την μετέπειτα επεξεργασία. Το album ηχογραφήθηκε στο προσωπικό μας χώρο με το Mάρκο ως κύριο υπεύθυνο και το mixing/mastering έγινε στo Wudsound Studio, πάλι από το Μάρκο, με κάποιες κατευθύνσεις από εμένα. Το artwork από την άλλη, λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος της μουσικής του album. Τα 5 κομμάτια που περιλαμβάνει, δε συνδέονται με κάποιο συγκεκριμένο μουσικό concept, όμως γράφτηκαν στην πλειοψηφία τους μέσα στην ίδια – μεταβατική και γεμάτη ανάμικτα συναισθήματα περίοδο, με κοινό παρονομαστή τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε μέχρι την οριστικοποίηση της μπάντας, Αυτή τη “σύνδεση” θέλαμε να απεικονίσουμε στο artwork με την digipak μορφή, που αποτελείται από αυτόνομα και παράλληλα συνδεδεμένα στοιχεία της ιστορίας/τίτλου του κάθε κομματιού. Το δύσκολο αυτό έργο κλήθηκε να αναλάβει και τελικά να ολοκληρώσει με επιτυχία ο Δημήτρης Κυριαζής. Όπως ο Μάρκος στον ήχο, έτσι και ο Δημήτρης στον εικαστικό τομέα κατάφερε να οπτικοποιήσει πολύ γρήγορα τις αρχικές ιδέες που είχαμε, φιλτράροντας τες με το δικό του ιδιαίτερο πρίσμα. Το αποτέλεσμα είναι, για εμάς τουλάχιστον, τόσο καλό που η κάθε μια από τις 4 εξωτερικές πλευρές του digipak θα μπορούσε κάλλιστα να είναι από μόνη της εξώφυλλο.
Υπάρχει κάποιο είδος concept πίσω από τον τίτλο του album “Hz of the Unheard”;
Ξεκίνησε με αφορμή ενός άρθρου που είχε διαβάσει ο Θανάσης, σχετικά με ένα άγνωστο είδος φάλαινας, το οποίο εκπέμπει σε διαφορετική συχνότητα από όλες τις υπόλοιπες φάλαινες. Πρακτικά, περιπλανιέται μόνη της στους ωκεανούς και δε γνωρίζει την ύπαρξη άλλων φαλαινών. Η ιστορία της είναι πολύ ενδιαφέρουσα, επομένως αξίζει να την ψάξετε στο internet ως “the loneliest whale in the world”.Ταυτόχρονα, με αυτόν τον τίτλο-λογοπαίγνιο θέλαμε να απεικονίσουμε, χαριτολογώντας, τη δική μας απουσία φωνής/τραγουδιστή και το μεγάλο χρονικό διάστημα που περάσαμε στο προβάδικο, “unheard” από τον υπόλοιπο κόσμο.
Αν αλλάζατε κάτι στον δίσκο τι θα ήταν;
Θα ηχογραφούσαμε με καλύτερο drum set και θα αφιερώναμε περισσότερο χρόνο για πειραματισμό στον τελικό ήχο. Επιπλέον, για 1-2 κομμάτια θα βγάζαμε δεύτερη version με guest φωνητικά (αυτό βέβαια δεν είναι ποτέ αργά για να γίνει).
Όνειρα και φιλοδοξίες για το συγκρότημα;
Δεδομένου ότι η μπάντα με τη σημερινή της μορφή είναι πολύ νέα, στα άμεσα σχέδια μας είναι να κάνουμε περισσότερα live, να δεθούμε ακόμα πιο πολύ μεταξύ μας και να προωθήσουμε τη μουσική μας με οποιονδήποτε τρόπο μπορούμε. Αν όλα αυτά πάνε καλά και συνεχίσουν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον και το χρόνο μας, τότε σε κάποια μεταγενέστερη κουβέντα μας θα έχει νόημα να μιλήσουμε για πιο «μεγάλα» σχέδια. Είμαστε ρεαλιστές, γνωρίζουμε που βρισκόμαστε και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να πετύχουμε, αυτό όμως από την άλλη τροφοδοτεί και την αρρώστια που διέκρινες.
Ευχαριστώ για άλλη μια φορά για το χρόνο σας. Tα τελευταία λόγια δικά σας!
Εμείς ευχαριστούμε για την ευκαιρία που μας έδωσες να προβάλλουμε τη δουλειά μας – είναι πολύ σημαντικό να βλέπουμε την προσπάθεια που κάναμε τον τελευταίο χρόνο να βρίσκει θετική ανταπόκριση. Κλείνοντας, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε σε όποιον διαβάζει αυτήν τη συνέντευξη, πόσο σημαντικό είναι το support στις εγχώριες μπάντες. Έχουμε πολύ αξιόλογη σκηνή – τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει κορυφαίες παραγωγές από ελληνικές μπάντες και γίνονται συνέχεια πολύ δυνατά live, το μέλλον προμηνύεται εξαιρετικά ευοίωνο!