Μια βραδιά με progressive ήχους μας υποσχέθηκαν τα τρία αθηναϊκά μουσικά σχήματα στις 16 Φεβρουαρίου, τα οποία μας προσέφεραν τελικά και μια αρκετά μεγαλύτερη γκάμα μουσικών ακουσμάτων εκείνη την ημέρα στο 7sins.
Ανταπόκριση: Silvia Eos & Μανώλης Ροδοκανάκης
*[Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει φωτογραφικό υλικό από την συγκεκριμένη βραδιά.]
Οι πόρτες άνοιξαν και το μαγαζί άρχισε ήδη να γεμίζει. Μέσα σε ένα πολύ φιλικό και ζεστό κλίμα οι πρωτοεμφανιζόμενοι Nibiru προλόγισαν τα άλλα δύο συγκροτήματα με ένα δυνατό προσωπικό setlist αλλά και ένα πολύ πετυχημένο cover στο κομμάτι “Carry” των ISIS. Ο ήχος τους ταλαντευόταν ανάμεσα σε experimental νότες αλλά και δυνατούς post και progressive μουσικούς χειμάρους. Τιμώντας το όνομα τους, το οποίο παρατηρείται και στο Βαβυλωνιακό έπος Enϋma Eliš και χαρακτηρίζει το άστρο του Θεού Marduk, έλαμψαν για πρώτη φορά στην σκηνή του 7sins. Χωρίς το άγχος της πρώτης εμφάνισής τους, να τους επηρεάζει μας έβαλαν όλους πολύ καλά στο κλίμα της βραδιάς όπως θα έπρεπε. Παρ’ όλη την δυνατή τους εμφάνιση για πρώτη φορά και τον αρκετά καθαρό ήχο τους κρατώ τις επιφυλάξεις μου και περιμένω πολλά περισσότερα από τους Nibiru! [Ι-Μ. Κ.]
Με ένα μικρό διάλειμμα πολύ γρήγορα και οργανωμένα οι Sivylla ανέβηκαν πάνω στην σκηνή και με την πρώτη νότα ξεσήκωσαν το κοινό, το οποίο όλο και μαζευόταν πιο κοντά στην σκηνή και πάλι. Εκείνο το οποίο ξεχώρισα ήταν ένα cover των Pink Floyd από το Dark Side of the Moon, το οποίο τεχνικά ήταν πάρα πολύ καλό όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια που μας παρουσίασαν αλλά αυτό που προβλημάτισε το μυαλό μου ήταν ο συνδυασμός των πολύ δυνατών φωνητικών και της λίγο πιο “σκληρής” μουσικής για το αντίστοιχο cover, χωρίς την απαραίτητη μειλίχια χροιά του David Gilmour. Εν τέλει αυτό μονάχα δεν ήταν αρκετό για να μην εκτιμήσω την γενική τους εικόνα και την θαυμάσια μουσική τεχνική τους. [Ι-Μ. Κ.]
Οι Whatever End δεν είναι άγνωστοι σε όποιον παρακολουθεί την εγχώρια underground σκηνή. Ενεργοί από το ’07, έχουν αποκτήσει πιο σταθερή παρουσία τα τελευταία χρόνια, ενώ έχουν και τον πρώτο τους δίσκο στα σκαριά. Τα live τους λιτά και απέριττα. Έτσι και εκείνο το βράδυ Κυριακής, σιωπή, σκοτάδι, μια απόκοσμη εισαγωγή στο πλήκτρα, διπλό μέτρημα στα τύμπανα και οι αποπνικτικές μελωδίες της κιθάρας γέμισαν το 7 sins… Το ξέρω ότι δε σας έχω συνηθίσει σε τόση λυρικότητα – ναι, και τους 5 που διαβάζετε τα άρθρα μου – αλλά η αλήθεια είναι ότι δύσκολα αντιστέκεσαι στις ερμηνείες των Whatever End. Άριστοι παίκτες όλοι τους, από τον μακρυμάλλη κιθαρίστα που γεμίζει για δύο μέχρι τον άταστο μπασίστα και τον ισοπεδωτικό drummer , αποδίδουν το υλικό τους με τσαμπουκά και συναίσθημα. Αλλά ο πραγματικός άσσος στο μανίκι αυτής της μπάντας είναι η φωνή. Ένας frontman ογκόλιθος σε όλα τα επίπεδα, από την αμετακίνητη σκηνική παρουσία μέχρι την βαθειά, ζεστή χροιά, πραγματικά κάνει τα τραγούδια να ηχούν επικά κι εμένα να γράφω για απόκοσμες εισαγωγές και αποπνικτικές μελωδίες. Εγώ θα τους ήθελα σε ένα μεγαλύτερο set, πιο ορεξάτους – ναι, τους έχουμε δει και καλύτερα – και με κάπως καλύτερο ήχο – ο πληκτράς πρέπει να έσπερνε, και το λέω επειδή έβλεπα τα χέρια του, όχι επειδή τον άκουγα – αλλά η Κυριακή ήταν μια αξιοπρεπής δόση. Με τέτοια live, αυτή η μπάντα μόνο μπροστά μπορεί να πάει. [Μ.Ρ.]