Κυριακή βράδυ, και η μουσική των Adolf Plays The Jazz δεν λες κι ότι απευθύνεται σε ευρύ κοινό, κι ας κυκλοφόρησαν νωρίτερα μέσα στη χρονιά ένα άλμπουμ – ολοκληρωμένη καλλιτεχνική κατάθεση, εξεπλάγην από την προσέλευση καθώς δεν περίμενα ότι μέχρι την ώρα που θα ξεκινούσαν να παίζουν οι King Garcia η Death Disco θα είχε γεμίσει πλήρως.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Χριστίνα Θάλεια-Παππά (πλήρες photo report εδώ)
Τους King Garcia ομολογώ δεν τους γνώριζα ούτε κατ’ όνομα, ήξερα μονάχα ότι θα άνοιγε μια post-rock μπάντα, το οποίο για μένα μάλλον αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, γιατί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μια αμιγώς instrumental μπάντα να γίνει κουραστική. Από τα πρώτα λεπτά όμως που ξεκίνησαν με την τρομπέτα του Αλέξη Ορφανού και την κιθάρα του Κώστα Κωνσταντινίδη την smooth και jazzy εισαγωγή του “Magnolia”, είχαν κερδίσει την αμέριστη προσοχή μου.
Όταν μπήκαν πλέον τα κολοσσιαία ντραμς του Kamil Kamienecki και το σεισμικό μπάσο του Κορνήλιου Κυριακίδη και σιγά σιγά άρχισαν να οδηγούν σε κρεσέντο, είχα πειστεί πλήρως: jazz, spaghetti πινελιές, ατμόσφαιρα, μέχρι και post-hardcore στο “We Echo”, και όταν του έδιναν να καταλάβει μου θύμισαν την εμπειρία πριν πάνω μια από δεκαετία στις συναυλίες των Mogwai και Godspeed! you Black Emperor με το τσουνάμι του ήχου πάνω στο οποίο σέρφαρε αγέρωχα η τρομπέτα και το κλαρινέτο (αν δεν αναγνώρισα λάθος). Μια μουσική εμπειρία που όσο καλά κι ας ακούγονται στις στουντιακές εκτελέσεις τα κομμάτια τους, θα αποτύχουν να αποδώσουν οποιαδήποτε σπιτικά ηχεία.
Αφού χωρίς καθυστερήσεις ανέβηκαν στη σκηνή γεμίζοντάς τη οι οκταμελείς Adolf Plays The Jazz, ήταν ώρα να ακούσω για πρώτη φορά πως αποδίδεται και ζωντανά η πολύπλευρη πειραματική μουσική τους που με είχε εντυπωσιάσει στο τελευταίο άλμπουμ τους “Low Life – We Can’t Lose. We Have Already Lost”. Πρώτη, και νομίζω μοναδική ουσιαστικά, αισθητή διαφορά ήταν η αντικατάσταση της Νεφέλης στη φωνή από τον Πάνο (Wormhog) ο οποίος άλλοτε τραγουδώντας παθιασμένα κι άλλοτε απαγγέλλοντας διακριτικός ανταπεξήλθε πλήρως στον ρόλο των φωνητικών, όσο περιορισμένος κι ας είναι αυτός στη μουσική της μπάντας για τις δικές μου προτιμήσεις.
Η μουσική των Adolf Plays The Jazz μπορεί να κατατάσσεται κάτω από την ταμπέλα της post-rock, όμως πέρα από την κινηματογραφική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα keyboards του Πέτρου ή και οι μελωδίες από τις κιθάρες όταν χαμηλώνουν οι τόνοι, υπάρχει η jazz χροιά που προσδίδει το σαξόφωνο του Άγγελου, shoegaze και noise rock όταν οι κιθάρες του Βασίλη και Νίκου χτίζουν επίπεδο-επίπεδο τοίχους θορύβου προτού αναπόφευκτα ξεσπάσουν σαν ηλεκτρικές καταιγίδες, ακόμη και επαναλαμβανόμενοι μετρονομικοί post-punk (ο φόρος τιμής στους Joy Division με το “Heart and Soul” σαφής απόδειξη της επιρροής) ή groovy post-hardcore ρυθμοί από τον Πάνο στα τύμπανα και Νίκο στο Μπάσο, που αναρωτιέμαι πως καταφέρνει να οργώνει εξίσου επιβλητικό ζωντανά όσο και στουντιακά.
Είναι αυτή η υπνωτιστική επαναληπτικότητα της μουσικής τους που δημιουργεί την αίσθηση ψυχεδελικού μάντρα που σταδιακά σε βυθίζει στον κόσμο των Adolf Plays The Jazz, μια ηχητική εμπειρία που μου θύμισε όταν είχα βγει άφωνος από εκείνη την αξέχαστη συναυλία των Sonic Youth στο Ρόδον στην τουρνέ του “A Thousand Leaves”. Δε θέτω φυσικά κανένα ζήτημα σύγκρισης των δύο σχημάτων, θα ήταν το λιγότερο ιεροσυλία, όμως είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που υπάρχουν και σήμερα μπάντες-μαθητές αυτής της σχολής κιθαριστικού θορύβου.