Οι Αμερικανοί Deerhunter, μετρώντας 18 χρόνια πορείας στο χώρο της διεθνούς μουσικής σκηνής, στα πλαίσια του φθινοπωρινού τους tour, έκαναν μια στάση και στη χώρα μας, προσφέροντάς μας μια βραδιά γεμάτη indie και garage, art rock μελωδίες, ιδανικά αναμεμειγμένες με pop και lo-fi elements και έχοντας ως απαραίτητο συστατικό του ήχου τους, αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν “ambient punk”.
Ανταπόκριση: Ευτυχία Διαμαντή / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Πρωτεργάτης της φάσης ήταν, ο ντράμερ της μπάντας, Moses John Archuleta ή αλλιώς ο αυτοαποκαλούμενος Moon Diagrams, στα πλαίσια δημιουργίας ενός δικού του προσωπικού μουσικού πρότζεκτ, το “Lifetime Of Love”. Οι μελωδίες που ακούμε με την έναρξη αυτού του show και την έλευσή του στη σκηνή, στοιχειοθετούνται από μια μίξη pop και ηλεκτρονικής ambient μουσικής. Σε άλλα νέα, ο κατά τα άλλα γνωστός σε εμάς, Archuleta ως ντράμερ ενός γνήσιου στραμμένο κατά κύριο λόγο στη rock σκηνή, συγκροτήματος, εδώ παρουσιάζει, έναν εαυτό αλλιώτικο, ο οποίος πειραματίζεται με pop κομμάτια, τα συναρμολογεί αφηρημένα, δημιουργώντας έτσι ένα φαντασιακό, νεφελώδες pop-noise hash πόνημα. Λίγο πιο αργόσυρτο και αισθαντικό στην αρχή, ενώ στη συνέχεια επιθετικότερο και πιο δυναμικό. Μετά το πέρας του πρώτου εναρκτήριου μέρους, ο ταπεινός αλλά ταυτόχρονα εκρηκτικός frontman του συγκροτήματος, Βradford Cox, μας υποδέχεται θερμά, και μας ωθεί πολύ γρήγορα να εισαχθούμε, στο ατίθασο και παιχνιδιάρικο attitude που εκπέμπει η μπάντα.
Οι Deerhunter, σε αυτό το live επέλεξαν να κινηθούν σε μια παρουσίαση της γενικής τους ηχητικής ταυτότητας, όπως αυτή δημιουργήθηκε, μεταστράφηκε και εξελίχθηκε από την κυκλοφορία του album τους, “Halcyon Digest” κι έπειτα, παραλείποντας προγενέστερες αναφορές. Το “Death In Midsummer” ξεπροβάλλει γλυκό, μέσα από ένα ήπιο συγκερασμό πλήκτρων, αργόσυρτων drums και ενός κιθαριστικού solo, και η φωνή του Cox, ηχεί έντονα αλλά ταυτόχρονα με μια αίσθηση πιο μακρινή, σαν να ακούγεται ίσως μέσα από κάποιο χάρτινο κουτί, στην εξέλιξη του κομματιού. Ο ίδιος εμφανίζεται επί σκηνής, αρχικά με ένα σκούρο ταμπά σακάκι, μαντήλι στο λαιμό και άσπρα τετράγωνα ρετρό γυαλιά, ενώ στην πορεία παραμένει με ένα μαύρο τιραντάκι, το οποίο χαρακτηριστικά αναγράφει “Χωρίς Τη Θέληση Δεν Υπάρχεις”. Γνωρίζοντας και έχοντας επιλέξει το τι φοράει, το παρουσιάζει ίσως σε εμάς ως ένα έμμεσο ηθικό δίδαγμα. Το “Dims”, διαδέχονται τα “Noone’s Sleeping” και το “What Happens To People”, το πρώτο με την ανεβαστική, catchy, μελωδία του μας υπενθυμίζει ότι κανείς δεν “κοιμάται” και το δεύτερο, πιο μελαγχολικό, ένα κομμάτι μέσα απ΄το οποίο, ο Cox απευθυνόμενος στους ανθρώπους διερωτάται τι παθαίνουν και σταματούν να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Εδώ τα keyboards και η κιθάρα “σπαράζουν” αργόσυρτα, εξομολογούμενα τις βαθιές απορίες του καλλιτέχνη για την ανθρώπινη υπόσταση.
Στη συνέχεια, ο πομπώδης χαρακτήρας, του “Halcyon Digest”, ξεπροβάλλει μπροστά μας μέσα από μια σειρά κομματιών του album. Ερχόμενοι σε επαφή με το “Helicopter”, το “Revival” και το “Desire Lines”, που ακολουθούν μεταπηδούμε πλέον σε έναν ηλεκτροακουστικό ηχόχρωμα, που απαρτίζεται, από ακουστικές κιθάρες, μπάσο, μελωδικά πλήκτρα και πληθωρικά τύμπανα, τα οποία οδηγούν σε μια διαφορετική ηχητική προσέγγιση από μέρους του συγκροτήματος, στραμμένη περισσότερο στο instrumental στοιχείο. Τα αρμονικά φωνητικά του “Helicopter” σε συνδυασμό με το watery ηχητικό του μοτίβο, το χαλαρό electro-pop, folk rock mixed “Revival” και το διαπνεόμενο από garage χρωματισμούς “Desire Lines”, σηματοδοτούν τη στροφή αυτή των Deerhunter προς μονοπάτια ηχητικά πιο ώριμα και παραλλαγμένα. Οι ουρές που αφήνονται επιτηδευμένα μετά το τέλος κάθε κομματιού έως ότου ξεκινήσει το επόμενο, δημιουργούν ένα αρμονικό σύμπλεγμα, σε όλο το setlist που έχει επιλεχθεί. Το “Take Care” που ακούγεται στη συνέχεια αντιπροσωπεύει την synth-melodic pop μπαλάντα της μπάντας, ενώ ο συνδυασμός του με το νοσταλγικό και αργόσυρτα μελωδικό “Futurism”, ίσως εν τέλει να μην αποδεικνύεται η ιδανική επιλογή, καθώς παρουσιάζει μια κάπως υποτονική και αδρανή αίσθηση λίγο μετά τη μέση του set, γεγονός που αποκαθίσταται με το ατμοσφαιρικό “Plains”, οπού εδώ δεσπόζει η ένταση και οι εναλλαγές στη φωνή του Cox, καθιστώντας την ως το κεντρικό σημείο αναφοράς του κομματιού.
Αμέσως μετά, ακούμε ένα κομμάτι φημισμένο για την ιδιαιτερότητα του, καθώς σιγά σιγά ερχόμαστε σε επαφή με την ύπαρξη του σαξοφώνου να το συνοδεύει αναπόφευκτα κατάλληλα και με έναν τρόπο ταιριαστό καθ’όλη τη διάρκεια του παιξίματός του. Ο ίδιος ο Cox, έχοντας μιλήσει για το “Coronado”, αναφέρει πως επέλεξε να εντάξει το σαξόφωνο, στο εν λόγω κομμάτι μετά την επαφή του με το άλμπουμ “Exile On Main St.” των Rolling Stones, δηλώνοντας πως το συγκεκριμένο μουσικό όργανο είναι κάτι τόσο cool που σίγουρα θα υιοθετούνταν κι από άλλα συγκροτήματα. Καθώς προχωρούμε προς το τέλος, της εμφάνισής τους, οι Deerhunter μας αποχαιρετούν με το αργόσυρτο, μελωδικό “Nocturne”. Κατεβαίνουν από τη σκηνή καθώς ο Cox με μια ευγένεια ψυχής μας καληνυχτίζει ταπεινά για να επιστρέψουν λίγο μετά με ένα σχετικά μακροσκελές encore, που ξεκινά με το “Cover me”, το αισθαντικό “Agoraphobia” και έπειτα, το “He Would Have Laughed”, ένα τραγούδι αφιερωμένο στον Aμερικάνο μουσικό της garage rock Jay Reatard, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε ηλικία 29 ετών εξαιτίας των ναρκωτικών. Ακουστικά κιθαριστικά riffs, μεστές φωνητικές γραμμές, ηλεκτρονικοί τόνοι και μια ολοκληρωμένη στιχουργική σε μορφή προτάσεων, από μέρους του Cox συμπληρώνουν το συγκεκριμένο κομμάτι, το οποίο αποτελεί και το κλείσιμο της εμφάνισής τους. Οι Deerhunter, μας ευχαριστούν και μας αποχαιρετούν αφήνοντάς μας με ένα συναίσθημα αμφιθυμίας αναφορικά με την υλοποίηση μιας ικανοποιητικής ναι μεν συναυλίας, παρουσιάζοντας δε όμως, κάποια μικρά μουσικά κενά και χρειαζόμενη ενδεχομένως σε ορισμένα σημεία λίγο περισσότερο δυναμισμό και πρωτοτυπία.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ