Δυσκολεύτηκα ειλικρινά να γράψω για το album αυτό. Η αντικειμενικότητα είναι εύκολα αναλώσιμη, όταν αγαπάς πολύ μια μπάντα. Γι’ αυτό και λίγοι κράζουν τους Iron Maiden που έχουν κάνει μηδέν καινούρια πράγματα εδώ και άπειρα χρόνια πχ. Γιατί τους αγαπούν. Εριστική άποψη no.43 by the way.
Οι Nightstalker έχουν -κατ’ εμέ- ένα γνώρισμα που λίγες μπάντες έχουν: ταυτότητα. Με το που θα ακούσεις κομμάτι τους, ξέρεις ότι “αυτό είναι stalker”. Πριν καν μπει η χαρακτηριστική – όλο και πιο απόκοσμα γήινη- φωνή του Αργύρη. Το κάθε όργανο έχει τη δική του ταυτότητα. Το rythm section συνολικά είναι “υπογραφή” και οι μπασογραμμές του Αντρέα Λάγιου, σου δίνουν μόνιμα την αίσθηση ότι ακούς από κάπου μακριά μηχανές.
Ο κίνδυνος για τους Nightstalker να επαναληφθούν- και αυτό ισχύει για οποιαδήποτε μπάντα κινείται στο stoner- μεγάλος, λόγω αρμονικών μονοπατιών του ήχου αυτού και μόνο. Τί σημαίνει αυτό για τον ακροατή όμως; Για να “κρίνεις” αντικειμενικά πρέπει να ακούσεις ΠΟΛΛΕΣ φορές. ΠΟΛΛΕΣ όμως.
Το “Great Hallucinations” είναι ένα album που σε γυρνάει πίσω κατά κάποιο τρόπο. Όχι, δεν έχει την επιθετικότητα του “Use” ούτε ακριβώς τα γκάζια του “Side FX”. Εννοώ πίσω στους ίδιους και στον πυρήνα της μουσικής τους. Είναι για’ μένα το πιο εσωστρεφές album των Nightstalker, μέσα από το οποίο φανερώνονται μουσικές εξελικτικές ανησυχίες, συνειδητές ή μη. Δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις στο σύνολο του δίσκου τη διάχυτη ψυχεδέλεια, ιδιαίτερα στην μουσική τους “επόμενη μέρα”, το “Hole in the mirror”, τον λιτό παραδομένο ρομαντισμό του “Sad Side of the City”, την doom -νοηματικά- αισθητική του “Sweet Knife”. Μίλησα νωρίτερα για την απόκοσμα γήινη φωνή του Αργύρη. Σε αυτόν τον δίσκο έχει κάνει το εξής περίεργο και αξιοπρόσεκτο. Μπορείς σχεδόν να ακούσεις μια παραίτηση, μια κούραση, μια νωθρότητα που μετουσιώνονται σε φωνητικά “ακατέργαστα”, οριακά punk σαν νοοτροπία, αναφορικά με την τονικότητα, που αποδίδουν στο 100% τους στίχους των τραγουδιών τους, με πολύ -κι εδώ είναι το οξύμωρο- δυναμικό τρόπο. Υπάρχει το νεύρο, υπάρχει το ζόρι, υπάρχει το γρέζι, υπάρχει, όμως και πολλή μελωδικότητα. Ταυτόχρονα.
Πέραν της διάχυτης ψυχεδέλειας, που μικρά hints της έχουμε δει και παλιότερα σε τραγούδια, όπως το “Shadows” για παράδειγμα ή το “Missing Link”, αισθητά πιο παρούσα είναι και η κιθάρα του Τόλη Μότσιου, που… «πού ήταν τόσο καιρό;». Χωρίς ποτέ να μου έλειψαν τα καλά κιθαριστικά riff από τους Nightstalker, ειλικρινά δεν έχω διακρίνει άλλη φορά την κιθάρα σε τέτοιο βαθμό όσο εδώ.
Από την αρχή του “Black Cloud” με τα ρυθμικά/εμβατηριακά τύμπανα, έχεις εισέλθει στο σύμπαν τoυς. Αν προσπαθήσω να περιγράψω το feeling, μάλλον θα πάθω Σάκη Ρουβά προσπαθώντας να βάλω στην ίδια πρόταση και με νοηματική σύνδεση λέξεις όπως ελευθερία, αλητεία, αέρας, γκάζι. Αν πω «Nightstalker are a state of mind» καταλαβαίνεις μήπως τί θέλω να πω; Κολλητικός ρυθμός, εξαιρετικά catchy refrain, κραυγές και άναρθρα φωνητικά σηματοδοτούν την αρχή του μουσικού αυτού ταξιδιού.
Έρχεται το “Sweet Knife”, πιο ήρεμο και μελωδικό, για να σε ηρεμήσει ή ίσως όχι. Προβληματισμός και ενδοσκόπηση είναι το κυρίως θέμα του και μάλλον εδώ είναι που πραγματικά έχουν έρθει τα μαύρα σύννεφα.
Στο “Sad Side of the City” υπάρχει ένα διάχυτο 80s feeling. Ξαφνιάζουν τα αρχικά φωνητικά, που ας αφήσουμε να πλανηθεί ένα μυστήριο γύρω από το σε ποιον ανήκουν, αφού ξεκάθαρα η φωνή αυτή δεν ανήκει στον Argy! Είναι ένα κομμάτι με έντονη κλιμάκωση. Ο τρόπος που μπαίνει το soft part θυμίζει κάτι από Red Hot Chili Peppers, η ένταση του τραγουδιού αυξάνεται σταδιακά, για να καταλήξει σε ένα ιδανικά προσφερόμενο για sing along σημείο, που δίνει στο “Sad Site..” το potential να γίνει το επόμενό τους «hit».
Το “Seven Out of Ten” μας επαναφέρει σε ένα αμιγώς raw state με την heavy εισαγωγή του, με τη σκληρή απαγγελία των στίχων και με περισσότερο stoner στοιχείο, που παραπέμπει στον πιο κλασσικό ήχο της μπάντας. Στην ίδια λογική ακουλουθούν τα “Cursed” και “Half Crazy”, αρκετά πιο μελωδικά ωστόσο.
Και τώρα “Hole in the Mirror”: ο έρωτάς μου. Από την εισαγωγή ήξερα ότι εδώ κάτι έχουμε. Μην ακούσω κουβέντα. Είναι το κομμάτι που κερδίζει το στοίχημα για το δίσκο ολόκληρο. Αισιόδοξα απαισιόδοξο, σου δημιουργεί μια αίσθηση ασφυξίας, από την οποία σε ανακουφίζει ταυτόχρονα με την απίστευτη μελωδία του. Θα κοπανηθείς; Ναι, αλλά όχι για αυχενικό. Έχει περισσότερο αυτή την αίσθηση του να θες να πάρεις του δρόμους, να τρέξεις ή να τραγουδήσεις μέχρι να μην έχεις ανάσα. Συνθετικά είναι η νέα σελίδα, είναι το κάτι παραπέρα για τους Nightstalker και είναι πραγματικά ένα υ-πέ-ρο-χο τραγούδι. Δεν ξέρω πόσες φορές έχει παίξει στο repeat!
Σε συνέχεια της τραγουδάρας, έρχεται άλλη μία τραγουδάρα. “Great Hallucinations” για τον επίλογο.Ποιος είπε ότι ένα slow κομμάτι δεν μπορεί να είναι βαρύ; Γιατί η ένταση το μόνο σίγουρο είναι πως δεν απουσιάζει. Παντρεμένο με stoner, είναι ό,τι δεν κατάφεραν να γράψουν όλες οι indie μπάντες της σκηνής μαζί. Γρήγορο drumming, spaced-out εφέ, το μπάσσο ο συνδετικός σου κρίκος με την πραγματικότητα, το outro μία υπόσχεση για ένα ηχητικό ταξίδι που πρέπει να συνεχιστεί.
Το τέλος μας βρίσκει να έχουμε ακούσει back to back δύο από τα καλύτερα τραγούδια της δισκογραφίας τους συνολικά. Δύο τραγούδια που συνδυάζουν τα παλιά και τα καινούρια στοιχεία τους, με τα τελευταία μάλιστα να επικρατούν και να ανοίγουν την πόρτα σε μία νέα εποχή για το συγκρότημα. Αυθόρμητη ή ηθελημένη, η στροφή στην ψυχεδέλεια είναι αυτή που κάνει την έκπληξη και δίνει όλη την ταξιδιάρικη αίσθηση που υπόσχεται το όνομα του δίσκου.
Για τον γενικό αντίκτυπο, τώρα. Το λάθος που θα κάνουν πολλοί – και που γενικότερα κάνουμε για κάποιο λόγο που πραγματικά είναι άξιος συζήτησης- είναι ότι θα συγκρίνουν με προηγούμενα album. Είναι ένας δίσκος που οι φανατικοί είτε θα δεχτούν αμάσητο, πράγμα κακό για την υπαρκτή εξέλιξη του συγκροτήματος, είτε θα κράξουν ανελέητα, πράγμα αναμενόμενο από φανατικούς και στο οποίο οι Nightstalker δεν θα (πρέπει να) δώσουν καμία σημασία. Σαφώς υπάρχει η αίσθηση ότι αυτό που ακούς το έχεις ξανακούσει. Πώς, όμως, ξεχωρίζεις την επανάληψη από την ταυτότητα στον ήχο; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα και ίσως η απάντηση να είναι υποκειμενική. Μου αρέσει; Ναι, καλώς. Δε μου αρέσει; Κρίμα και βαρέθηκα. Ίσως όμως και όχι. Το θέμα είναι εδώ πως δεδομένου ότι υπάρχει το καινούριο ψυχεδελικό στοιχείο και ο περισσότερος “χώρος” της κιθάρας, δε νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για επανάληψη. Υπάρχουν θέματα που επαναλαμβάνονται; Αναντίρρητα. Υπάρχουν καινούρια στοιχεία; Αναντίρρητα ομοίως. Οπότε; Οπότε περιμένουμε.
Το στοίχημα για τους ‘Stalker δεν ήταν εν τέλει αυτός ο δίσκος, αλλά ο επόμενος. Για να δούμε αν το psych θα βρει περισσότερο χώρο στις συνθέσεις τους και σε τί βαθμό και με ποιον τρόπο θα παντρευτεί με τον heavy ήχο. Όπως και να’χει το “Great Hallucinations” είναι ένα album με πολύ δυνατά κομμάτια, αυθεντικό feeling και προοπτικές. Κι όταν αυτό στο δίνει μια μπάντα 30 χρόνων, ε, αν μη τι άλλο, τους υποκλίνεσαι.