Αν και τα garage, lo-fi, kraut rock μπορούμε να πούμε ότι είναι από τα όχι και τόσο διαδεδομένα η εδραιωμένα μουσικά ρεύματα (για τα ελληνικά πάντα πλαίσια), φαίνεται να ανέρχεται όλο και περισσότερο και να αναδεικνύει όλο και πιο πολύ και τους ταλαντούχους αντιπροσώπους του, αλλά και τους θερμούς υποστηρικτές του είδους. Το show το βράδυ του Σαββάτου αποτέλεσε σίγουρα μια χρονομηχανή ικανή να ρουφήξει τους πάντες και τα πάντα από το παρόν και να τους φτύσει στην άλλη άκρη της, σε ένα παρελθόν παραμορφωμένο θορυβώδες και ανεξερεύνητο για πολλούς. Ταυτόχρονα όμως ήταν και μια τρανή απόδειξη ότι αυτό το κομμάτι της underground σκηνής, έχει σίγουρα πολλά ακόμα να δώσει καθώς και πολλά να κερδίσει από το όλο και μεγαλύτερο σε πλήθος νεαρό κοινό του.
Ανταπόκριση: Γιάννης Πατρώνας / Φωτογραφίες: Έλενα Πατσουράκου (περισσότερες εδώ)
Η ώρα ήταν μόλις 21:30 και παρόλο που ο κόσμος δεν ήταν πολύς, επικρατούσε μια ευχάριστη αίσθηση και ένα θερμό “μεταξύ μας είμαστε” κλίμα, το οποίο συμπλήρωναν ένα καλοδιαλεγμένο warm-up playlist και μια ύπουλα αναπτυσσόμενη ένταση της μικρής οχλοβοής εντός του χώρου. Όλα έτοιμα λοιπόν, εν αναμονή της έναρξης, την οποία ανέλαβαν οι Τhe Velvoids, μετά τριαντάλεπτης αναμονής. Ένα αθηναϊκό σχήμα με μια καλή εξελικτική πορεία αρκετών ετών, βασισμένο στις αρχές των 60’s με χαρακτηριστικότατα τα lo-fi και early 60’s punk στοιχεία και με το garage rock ως βασικό πυρήνα αυτής της κατά κύριο λόγο DIY δραστηριότητας τους. Το πλήθος που ενώ στην αρχή ήταν λίγο, ξαφνικά διπλασιάστηκε και τα μικρά πηγαδάκια έδωσαν τη θέση τους σε μαγνητισμένα οριακά αποχαυνωμένα βλέμματα από τη βρώμα και τα fuzz των Velvoids που όσο έπαιζαν, αισθανόσουν ένα άυλο ρεύμα έντασης να σε διαχέει και να σε γεμίζει, ικανό να τερματίσει κάθε σου αίσθηση πιθανόν και να σε κουφάνει. Από την άλλη, οι πιστά στα 60’s συνθέσεις της μπάντας και ο vintage προσανατολισμός στον ήχο τους, ικανοποιούσαν κάθε νοσταλγό της εποχής και δεν άφηναν περιθώρια για δυσαρέσκειες, αφού τα μέτριας ή και μικρής δυσκολίας riff-άκια (όπως συνηθίζουν να είναι οι garage/early 60’s punk συνθέσεις) γιγαντώνονταν και αποκτούσαν όγκο και βάθος, θυμίζοντας σχήματα της αμερικάνικης garage rock σκηνής όπως οι Night Beats, καθιστώντας σε ανήμπορο να προσδιορίσεις που ακριβώς βρίσκεσαι και πόσος χρόνος πέρασε από την τελευταία φορά που ήσουν “νηφάλιος”, ανέγγιχτος από αυτό το χαοτικό άκουσμα.
Σειρά είχαν οι Τhe Callas, ένα επίσης αθηναϊκό σχήμα που θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν περισσότερο ένα καλλιτεχνικό-μουσικό θίασο παρά ένα απλό μουσικό συγκρότημα, του οποίου η χάρη έχει φτάσει αρκετά έξω και από τα εγχώρια αλλά και τα Ευρωπαϊκά σύνορα, μέχρι τη Νέα Υόρκη. Πολυάριθμες δε, είναι και οι αναφορές που έχουν γίνει στους Callas με κορυφαία εκείνη του NOISEY (Vice Music) αποδεικνύοντας έτσι πως αποτελούν ένα από τα πιο ανερχόμενα κι πολυσυζητημένα σχήματα της ευρύτερης kraut-garage σκηνής. Έτσι λοιπόν, μετά από μια μικρή αλλά αισθητή αναμονή, οι Callas εμφανίστηκαν και έδωσαν συνέχεια στον ηχητικό οχετό που λίγο έλειψε να μας τρελάνει. Ανοίγοντας το set τους με το “The Girl and The Gun”, αμέσως έγινε αντιληπτό γιατί τέτοιος ντόρος γύρω απ τ’ όνομά τους. Φάνηκε ότι πρόκειται για μια μπάντα με πείρα στις live εμφανίσεις τους ένταση και δέσιμο. Με διαφορετικό συνθετικό και ηχητικό προσανατολισμό από εκείνο των Velvoids, οι Callas υπάκουαν σε ένα πιο βρετανικό ύφος με πιο “ψυχαναγκαστικές” μελωδίες και συνθέσεις και πιο “γυαλισμένο” -αν μπορεί κανείς να πει- ήχο, κάνοντάς τους έτσι να παραμένουν πιστοί στις αρχές τις εποχής των 60’s και της βραδιάς αλλά ταυτόχρονα δίνοντάς τους και ένα πιο ξεχωριστό ύφος και στυλ μέσα στα πλαίσια της αναβίωσης παλιών μουσικών ειδών. Ο ήχος τους ήταν πολύ καλός, όπως και των Velvoids, με κάποια μικροπροβλήματα, τα οποία όμως είχαν λυθεί από τα πρώτα 2-3 κομμάτια κιόλας, επιτρέποντας έτσι στους καλλιτέχνες να παρουσιάσουν όμορφα και καλοπαιγμένα τα set τους. Αφήνοντας τις επιτυχίες “Disaster” και το ομώνυμο του album τους “Am I Vertical” για το τέλος, οι The Callas έκλεισαν με επιτυχία μια ακόμα τους εμφάνιση αποχαιρετίζοντας προς το παρόν το μικρό, αλλά θερμότατο κοινό τους, το οποίο κάθε άλλο παρά έλεγε να ξεκολλήσει μετά το πέρας αυτού του μουσικού ταξιδιού πίσω στα 60’s.