«Κατάθλιψη είναι να τρέχεις από τον εαυτό σου αλλά παντού αυτός να σου ορθώνεται θεριό». Με αυτή τη φράση, ο Παύλος Λιάγκας, υπό την καλλιτεχνική ταυτότητα του Paul Bion, μας συστήνει το single, «Στους δρόμους της Αθήνας», το οποίο αποτελεί το πρώτο δείγμα της επερχόμενης κυκλοφορίας του ντεμπούτου του και θεματικού album, Δεν Υπάρχω.
Στον πυρήνα της ελληνόφωνης, βιωματικής κι «αυτοβιογραφικής» δημιουργίας του, που στοχεύει παράλληλα στην καθολίκευση της ατομικής εμπειρίας και την ευαισθητοποίηση του κοινού, βρίσκεται η κατάθλιψη. Μέσα σε μία δυτική κοινωνία, που ακόμη μοχθεί να αποκοπεί από τα ταμπού και την προκατάληψη η οποία επιμένει να «απογυμνώνει» τη ψυχή, όταν εκείνη έρχεται αντιμέτωπη με τη ψυχική διαταραχή, το προσωπικό βίωμα αλλά και η καλλιτεχνική δημιουργία, τρέφονται από τη νοσηρότητα του κόσμου, για να τη μετασχηματίσουν σε ένα μέσο αφύπνισης, ικανό να απομακρύνει το στίγμα και να αγκαλιάσει τις νευρώσεις του ανθρώπου.
Είτε χρόνια, είτε επεισοδιακή, η κατάθλιψη αφορά ένα μεγάλο μερίδιο του παγκόσμιου πληθυσμού, παραπάνω από το 10% αυτού, και σίγουρα μεγαλύτερο απ’ ότι φανταζόμαστε κι απ’ όσο μας επιτρέπει να αντιληφθούμε η ελλιπής και περιορισμένη ενημέρωση αναφορικά με αυτή. Καταφέρνοντας να αποπροσανατολίσει το άτομο για ένα μικρό, ή μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του, από τη διεκπεραίωση των καθημερινών του υποχρεώσεων και την κοινωνική συναναστροφή, η κατάθλιψη, είναι ικανή να προκαλέσει διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες του ατόμου, στον ύπνο, στο βαθμό συγκέντρωσης και επιδίωξης νέων στόχων, να καλλιεργήσει ένα ποικίλης έντασης αίσθημα ματαιότητας και παραίτησης από τη ζωή, αλλά και να προσδεθεί γερά στο άγχος, οξύνοντας την ακανθώδη και σύνθετη αυτή εμπειρία με την οποία έρχεται σε επαφή το άτομο.
Η συμφιλίωση με τη ψυχική ασθένεια, σχεδόν ακατόρθωτη, μολονότι σωτήρια. Η απομάκρυνση από τα δεσμά της κατάθλιψης, φαντάζει εξίσου ανέφικτη, δημιουργώντας ένα αχανές κι αέναο αίσθημα ανελευθερίας, όπως αποτυπώνουν οι στίχοι του κομματιού «Πες μου πώς να αφεθώ ελεύθερος/ Πες μου τι είναι αυτό που κυνηγώ και τελειωμό δεν έχει».
Η κατάθλιψη, φαντάζει προορισμένη να μολύνει τα όνειρα και την επιθυμία για εξέλιξη, με την υπολειτουργία και την ατροφία της ψυχής και του νου, αντικαθιστώντας τη χαρά με τη νοσηρή θλίψη. Η κατάθλιψη, δε λογαριάζει το εισόδημα, δε λογαριάζει το κοινωνικό στάτους, ούτε το μορφωτικό επίπεδο του ατόμου. Ακολουθεί τον δικό της μοναχικό, απροσκάλεστο δρόμο, αποπροσανατολίζοντας τον άνθρωπο από το να παραμείνει κύριος του εαυτού του, όπως εκφράζεται και μέσα από τους στίχους «Μπορείς να πάρεις ό,τι θες, μα μη ξεχνάς πως εγώ είμαι το αφεντικό, εγώ ορίζω τη ζωή σου».
Παρά την επίμονη προσπάθειά της να ατονήσει τη λειτουργία της ψυχής, το άτομο που βιώνει έστω για μία περίοδο της ζωής του καταθλιπτική διαταραχή, μπορεί να εναποθέσει την ελπίδα του και αντλήσει δύναμη από το συλλογικό βίωμα, εκείνο που τον ωθεί να μην αισθάνεται μόνο του στην εσωτερική μάχη που πραγματοποιεί, όπως αποτυπώνει ο στίχος «Ακούω μες τη νύχτα κάποιους να υποφέρουν και κάποιους να γλεντούν», που έρχεται να μας υπενθυμίσει πως σε όλο αυτό, είμαστε πολλοί, πως η ψυχή θεραπεύεται, πως η ζωή τρέφεται από τα δίπολα, από την εναλλαγή των ακραίων στοιχείων της και την ανατροπή της στατικότητας.
Μέσα από την επτάλεπτης διάρκειας, ελληνόφωνο, μελωδικό και πολυεπίπεδο rock κομμάτι «Στους δρόμους της Αθήνας», που αναμένεται να οπτικοποιηθεί σύντομα, ο Paul Bion, ο οποίος έχει αναλάβει πέραν της σύνθεσης, την παραγωγή του κομματιού και του δίσκου, επιχειρεί με γνώμονα την προσωπική εμπειρία της κατάθλιψης, να δημιουργήσει τη δική του «καμπάνια ενημέρωσης», για ένα ζήτημα που δυστυχώς επιμένει να αντιμετωπίζεται ως «οριακό», ακόμη και «επικίνδυνο».