Λίγες ημέρες πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία τους στο πλευρό της Λευκής Συμφωνίας, τα Αρνάκια συνομιλούν με το Γιώργο Χούλλη, για λογαριασμό του Rockin’Athens.
***
Σε τι φάση βρίσκονται τώρα τα Αρνάκια;
Διανύουμε την δεύτερη νεότητά μας, με καλύτερες συνθήκες, όμως, όσον αφορά στον μουσικό εξοπλισμό, το ενδιαφέρον του κόσμου και τις προτάσεις για ζωντανές εμφανίσεις. Ελπίζουμε η καλή φυσική και πνευματική μας κατάσταση να διατηρηθεί, ώστε να συνεχίσουμε στην επόμενη φάση. Επιθυμούμε να ηχογραφήσουμε καινούργια τραγούδια.
Στις 30 του μήνα παίζετε με τη Λευκή Συμφωνία, που σας συνδέει μια φιλία από τo ’80. Μπορείτε να μας περιγράψετε λίγα σκηνικά που ζήσατε μαζί εκείνη τη δεκαετία;
Θα ερχόμασταν σε επαφή αναπόφευκτα λόγω του χαρακτήρα της μουσικής μας, που περιλάμβανε ελληνικούς στίχους στην σύνθεση και σκοτεινή θεματολογία. Στην πορεία, βέβαια, πέρα από τις κοινές καλλιτεχνικές ανησυχίες, ταίριαξαν και τα χνώτα μας. Προσπαθήσαμε στις αρχές του 1985 να διοργανώσουμε συναυλία στο Κύτταρο με όσα συγκροτήματα είχαν τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αθήνα δεν είχε ακόμα αναδείξει μπάντες αποτελούμενες από εικοσάρηδες, πέρα από το punk, που μιλούσαν ελληνικά και κατά το δυνατόν είχαν επηρεαστεί από μουσικά κινήματα της εποχής. Στο Χαϊδάρι ανεβαίναμε συχνά για να παίξουμε μουσική στο studio των παιδιών κοντά στο Δάσος και δίπλα στο σπίτι του Μπαρμπαγάλα. Επιπλέον κίνητρο αποτελούσε και η καταπληκτική σε εύρος και ποικιλία δισκοθήκη του Θοδωρή, αλλά και τα τουρνουά που διοργανώναμε μετά την πρόβα, χρησιμοποιώντας το πλαστικό ποδοσφαιράκι με τις βεντούζες στα πόδια των παικτών, που υπήρχε στον χώρο. Βγαίναμε στα μαγαζιά και παρακολουθούσαμε συναυλίες, πίναμε και αλητεύαμε. Ό,τι κάνουν οι καλοί φίλοι.
Μιας και ζήσατε την δεκαετία του ’80, που ήταν εχθρική απέναντι σε οτιδήποτε ήταν “ξένο”, θα ήθελα να σας ρωτήσω, πώς θα ήταν για εσάς, αν η κατάσταση ήταν διαφορετική;
Ήταν δύσκολα τα πράγματα ακόμα και για αυτούς του «χώρου»! Θυμάμαι ότι είχαμε δώσει ένα demo σε κασέτα που είχαμε κάνει τότε σε μεγάλο, -όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα- διοργανωτή συναυλιών στις μέρες μας, ο οποίος αναζητούσε μπάντες της ανεξάρτητης σκηνής για να χρηματοδοτήσει δίσκο συλλογή με ελληνικά συγκροτήματα. Τον συναντήσαμε μετά από μερικές μέρες στην πλατεία Εξαρχείων και μας είπε ότι τα τραγούδια μας του φαίνονταν λαϊκά και μας απέρριψε! Βέβαια, εκείνη την εποχή είχαν έρθει κάποιοι άνθρωποι από την επαρχία χωρίς μουσικό υπόβαθρο και αισθητική, που ζητούσαν να μπουν στην φάση για να κάνουν καριέρα με τις πλάτες των νέων παιδιών που δεν γνώριζαν, ούτε καν υποψιάζονταν τις πραγματικές προθέσεις τους, θεωρώντας πως αυτές ήταν αγνές. Αν είχαμε απογοητευτεί, δεν είχαμε πιστέψει σε αυτό που κάναμε και δεν δουλεύαμε μεροκάματα σε φάμπρικες για πρόβες, αλλά και για να ηχογραφήσουμε τα τραγούδια μας, θα είχαμε ξεχαστεί και εμείς όπως έγινε με αρκετά συγκροτήματα. Πάντως μέχρι και στις μέρες μας υπάρχει δυσκολία να μας κατατάξουν. Δεν έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά ενός punk συγκροτήματος, δεν μπορείς να πεις ότι παίζουμε κλασικό rock, έχουμε επιρροές από πολλά είδη και πιστεύω ότι με τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα των τραγουδιών μας μπερδεύουμε ακόμη τους κριτικούς και το κοινό, που αρέσκεται να κατατάσσει τις μπάντες σε είδη. Η εκφραστική ελευθερία και η ανατρεπτικότητα, που έχει από την φύση του το rock και που ξαναέφερε στο προσκήνιο το punk, θα είναι πάντοτε το ιδανικό μέσο για να απευθυνθεί κάποιος μουσικός σε ανήσυχους ανθρώπους με μεγάλη πιθανότητα να τον καταλάβουν. Νομίζω στο “Πιο Δυσάρεστο Νέο” κάτι τέτοιο λένε τα Αρνάκια.
Πως θυμάστε τα πρώτα σας live στον Πήγασο;
Όπως μπαίναμε στον στενό διάδρομο υπήρχε χώρος στον δεξί τοίχο για ανακοινώσεις εμφανίσεων των νέων συγκροτημάτων. Ήμαστε διψασμένοι για live και τελικά κανονίσαμε την πρώτη μας εμφάνιση εκεί με τους Χωρίς Περιδέραιο. Ο «Πήγασος» με τον Ντρενογιάννη εκτός των άλλων, σε ρόλο ηχολήπτη δίπλα στην σκηνή, με τον Κουτσούμπα στην πόρτα, τον Ντάνυ στο μπαρ και την υπόλοιπη παρέα, φιλοξενούσε τις μετά-τον-Σιδηρόπουλο αθηναϊκές μπάντες. Η πρώτη αφίσα που φτιάξαμε και αναρτήσαμε στον διάδρομο του club, με τον λύκο που ξεπρόβαλε μέσα από τείχος καθώς και το πρωτάκουστο όνομα που διαλέξαμε, είχε εξάψει την περιέργεια των θαμώνων αλλά και κάποιων δημοσιογράφων που είχαν υποψιαστεί ότι κάτι ενδιαφέρον θα παιζόταν. Μετά την εμφάνισή μας που εκτός των δικών μας συνθέσεων (“Καμία Ευκαιρία”, “Άσε Με Μόνο Μου”, “Ο Σκηνοθέτης”, “Παρακμή”, “Χαμένη Ζωή”, “Κανείς Δεν Μπορεί”), περιλάμβανε και δύο διασκευές (τα “New Dawn Fades” των Joy Division και “Little Rich Boy” των Sham 69), μπήκαμε και εμείς οι βενιαμίν στην μεγάλη οικογένεια του ελληνικού rock και έκτοτε μπαίναμε τακτικά στο πρόγραμμα του club μέχρι που έκλεισε.
Γενικά τι σας έμεινε από εκείνη την εποχή;
Ο νεανικός ιδρώτας, τα αυθόρμητα ταξίδια, η ακόρεστη διάθεση να αλλάξουμε τον κόσμο, οι συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους που λέει και ο Γκουρτζίεφ.
Δισκογραφικά υπάρχει περίπτωση να κάνετε κάτι;
Θέλουμε και ελπίζουμε να προλάβουμε να ηχογραφήσουμε τραγούδια που παραμένουν στο “συρτάρι” εδώ και χρόνια. Το πρώτο album μας εν τω μεταξύ, “φωνάζει” για επανακυκλοφορία.
Η διάλυση σας το 1999 ήταν κάτι για το οποίο μετανιώνετε ή νομίζετε πως έπρεπε να συμβεί;
Δεν υπήρξε διάλυση. Υπήρξε μάλλον μια μακρόχρονη παύση όπως αποδείχτηκε. Δεν είχαμε κάνει με κανέναν συμβόλαιο ώστε να τηρήσουμε κάποια συμφωνία. Και τώρα έτσι λειτουργούμε. Δεν κυνηγάμε πλέον τις εμφανίσεις μας όπως παλιά. Όταν έχουμε κέφι και νιώθουμε ότι πρέπει να παίξουμε ζωντανά, βγαίνουμε στην σκηνή. Ποτέ δεν πάψαμε να παίζουμε είτε μόνοι μας είτε με άλλους μουσικούς. Σεβόμαστε την δουλειά μας και θέλουμε ο κόσμος να εισπράττει αυτόν μας τον ενθουσιασμό. Δεν θα μπορούσαμε να παίζουμε τα ίδια τραγούδια δύο φορές την βδομάδα γιατί χρειάζονται για να αναδειχθούν περαιτέρω, το πάθος, την ενέργεια και τον ηλεκτρισμό που τους αξίζει. Θέλουν την στιγμή τους.
Μια απορία που είχα ανέκαθεν ως ακροατής είναι η έμπνευση γύρω από τους στίχους του “Ζεις για να πεθάνεις”.
Δημήτριος Ε. Παπαθεοφίλου: Την εποχή που γράφηκε το κομμάτι είχα σίγουρα επιρροές από την εργασία μου τότε ως πλήρωμα ασθενοφόρου, καθώς η καθημερινή τριβή με τον πόνο και τον θάνατο πότισε εν τέλει με κυνικότητα τα πάθη και την μοναχική πορεία προς την απώλεια του αισθητού ανθρώπινου σώματος που περιγράφει το τραγούδι. Ο Σπύρος Χαρίσης, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που άκουσε ηχογραφημένο το κομμάτι πριν κυκλοφορήσει, με είχε προειδοποιήσει για το ρεφρέν που θα ξένιζε κοινό που κατά πάσα πιθανότητα θα εντυπωσιαζόταν από την δομή (τις τρεις εναλλαγές ρυθμών και εντάσεων καθώς και των στοιχειωμένων ριφ που το απαρτίζουν). Μου εξήγησε πως μάλλον θα αποτελούσε τροχοπέδη για μια ενδεχόμενη καθολική αποδοχή που για μένα όμως δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο. Τελικά αποδείχτηκε ένα από τα πιο πετυχημένα τραγούδια που κυκλοφορήσαμε.
Πως αισθάνεστε κάθε φορά που βλέπετε στις συναυλίες σας κοινό που δεν είχε καν γεννηθεί όταν ξεκινάγατε;
Νιώθουμε ευτυχία που ο κατασκευασμένος από τους ανθρώπους χρόνος ακυρώνεται μπροστά στην διαχρονικότητα της κοινής μας επιθυμίας για εσωτερική και κοινωνική αλλαγή που φαίνεται να παραμένει αναλλοίωτη τόσα χρόνια και φέρνει διαφορετικές γενιές ανθρώπων τόσο κοντά. Ελπίζουμε η αλληλεγγύη αυτή να κρατήσει για πάντα.