Το ανοιξιάτικο ψιλόβροχο του Σαββάτου δεν μπόρεσε να κρυώσει το λιωμένο ατσάλι που ετοιμαζόταν να τρέξει στη σκηνή του Gagarin, στο πλαίσιο της δεύτερης μέρας του Up the Hammers Festival. Οπαδοί του παραδοσιακού metal, γηγενείς αλλά και από την Ευρώπη είχαν συρρεύσει από νωρίς για να προλάβουν τα signing sessions αλλά και να ρίξουν μια ματιά στο παζάρι που είχε στηθεί στον εξώστη.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Η αρχή έγινε γύρω στις 4 το απόγευμα με τους Γερμανούς Lord Vigo οι οποίοι παρουσίασαν το περίεργο heavy doom metal τους μπροστά σε λιγοστό κοινό. Η μπάντα έβγαλε ενέργεια και ενθουσιασμό και εντυπωσίασε, κυρίως με την δύναμη των φωνητικών του Vinz Clortho. Θεωρώ όμως ότι υπονομεύουν την μουσική τους με το ατελείωτο εμφανισιακό troll-αρισμα στο οποίο επιδίδονται. Ο τραγουδιστής εμφανίστηκε με ένα μαύρο γάντι και μαύρο κράνος με καρφιά, ο drummer φορούσε μια μάσκα που θύμιζε kendo αλλά και μελισσοκόμο κ.ο.κ. Έκλεισαν με διασκευή στο “Witchfinder General” στο οποίο ο μπασίστας διένυσε κάποια χιλιόμετρα μέσα σε όλο το venue.
Συνέχεια με τους νεαρούς, επίσης εκ Γερμανίας, Blizzen οι οποίοι παρουσίασαν ένα εντυπωσιακό speed metal βασισμένο πότε στους Judas Priest και πότε στους Diamond Head. Με τον νεανικό τους ενθουσιασμό και τις πολύ καλές εκτελέσεις του υλικού τους μετέδωσαν την ενέργεια τους στο κοινό το οποίο φάνηκε να περνάει καλά. Ακούσαμε και μία ωραία διασκευή στο “Metal Gods” (τι θα πει ποιων;).
Ακολούθησαν οι Ιταλοί epic metallers Holy Martyr, με την αρχαιοελληνική θεματολογία τους, οι οποίοι φάνηκε ότι έχουν το δικό τους αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα. Στην μία ώρα του show τους παρουσίασαν υλικό τόσο από το τελευταίο τους album “Darkness Shall Prevail” όσο και από όλη την προγενέστερη δισκογραφία τους. Αν και ο Alex Mereu εξέφρασε τον προβληματισμό του για την ηλικία του εμένα η απόδοσή τους μου φάνηκε επαρκέστατη και το επικό συναίσθημα που εξέπεμπαν βρήκε το στόχο του. Στα παραλειπόμενα, στην εισαγωγή του “Heroic Deeds” ακούσαμε από τον αστειευόμενο frontman και λίγους στίχους από Χατζηγιάννη!
Σκυτάλη στους Thrust από το Chicago που έρχονται από το μακρινό 1981 και παίζουν NWOBHM με έντονη επιρροή από Judas Priest. To set τους βασίστηκε στο πιο πετυχημένο τους album “Fist Held High” αλλά δεν έλειψαν και καινούργια τραγούδια όπως το πολύ καλό “The Sorceress”. Το κοινό που είχε πλέον πληθήνει άρχισε να προθερμαίνεται για το προσφιλές σπορ του ανελέητου headbanging που θα ακολουθούσε.
Η ώρα κυλούσε σαν νερό και μετά από μια σύντομη αλλαγή εξοπλισμού ανέβηκαν στη σκηνή οι παλαίμαχοι Mythra οι οποίοι έκανα ουσιαστικά όνομα στη σκηνή του NWOBHM με το EP “Death and Destiny” (1979) και ενώ φαίνονταν εξαιρετικά φερέλπιδες δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν καριέρα ανάλογη των συγκροτημάτων της ίδιας περιόδου. Παρά το εμφανώς προχωρημένο της ηλικίας τους οι παππούδες έβγαλαν τέτοιο τσαμπουκά που έκαναν τους περισσότερους παρευρισκόμενους να τους θεωρούν ότι καλύτερο είδαν στα πλαίσια της διοργάνωσης έως εκείνη τη στιγμή.
Είχε έρθει πια η ώρα για την Ελληνική συμμετοχή της βραδιάς με τους InnerWish. Η μπάντα έχει αποκτήσει πλέον τέτοια συναυλιακή εμπειρία που κάνει το σανίδι να φαίνεται σαν το σπίτι της. Είτε σου αρέσει η μουσική τους είτε όχι δεν μπορείς παρά να εκτιμήσεις την δουλειά που έχουν ρίξει όλα αυτά τα χρόνια για να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο. Το setlist τους βασίστηκε κυρίως στο τελευταίο ομότιτλο album τους με αναφορές όμως στην προγενέστερη δισκογραφία τους όπως τα “Silent Faces” και ”Inner Strength”. Μας έδωσαν δε και μία όμορφη διασκευή στο “Lonely Lady” των Q5.
Στο σημείο αυτό μπορείτε να ξεχάσετε ότι διαβάσατε πριν όπως και εμείς ξεχάσαμε ότι προηγήθηκε στη σκηνή. Η ανυπομονησία για την μοναδική εμφάνιση των θρυλικών Cirith Ungol στην χώρα μας ήταν τόσο απτή που νόμιζες ότι μπορούσες να την αισθανθείς στην ατμόσφαιρα. Το κοινό που είχε κατακλίσει τον χώρο φάνηκε ότι είχε έρθει για αυτή ακριβώς τη στιγμή. Κάποια τεχνικά προβλήματα με το backdrop και το soundcheck παρέτειναν τη γλυκιά αναμονή. Με τις πρώτες νότες τους “I’m alive” όλο το ακροατήριο μεταφέρθηκε στον μεταλλικό παράδεισο. Τι και αν ο ήχος ήταν χαμηλά και ακούγαμε μόνο τη μία κιθάρα στην αρχή. Αυτά αποδείχθηκαν παιδικές ασθένειες και ξεπεράστηκαν γρήγορα. Πως μπορείς να μην παρασυρθείς από ένα setlist που περιέχει μοιραία μόνο ύμνους; “Join the Legion” και “Atom Smasher” και όλοι οι παρευρισκόμενοι γίνονται ένα με τα αγέραστα ουρλιαχτά του Tim Baker. “Black Machine” και “Frost and Fire” και ο κόσμος παρακολουθεί εκστασιασμένος τα απίστευτα lead του Jim Barraza που έκανε την κιθάρα κόμπο.
Η ηγετική μορφή του Robert Garven βομβάρδιζε τα τύμπανα δίνοντας τον ρυθμό της γιορτής. Στα “Finger of Scorn” και “Chaos Descents” το crowd surfing έδωσε και πήρε, ενώ οι φωνές μας πρέπει να ακούστηκαν μέχρι την California στο “Chaos Rising”. O “νέος” της παρέας Jarvis Leatherby στο μπάσο όχι μόνο αποδείχτηκε παιχταράς και μεγάλος οπαδός της μπάντας αλλά και αεικίνητος αλωνίζοντας τη σκηνή και παρακινώντας το πλήθος σε ακόμη πιο φρενήρεις αντιδράσεις. Όλα τα μέλη του συγκροτήματος δεν μπορούσαν να πιστέψουν τις αντιδράσεις που εισέπρατταν από τον κόσμο. Ειδικά ο Baker έπιανε συνέχεια το κεφάλι του απορημένος και υποκλινόταν ασταμάτητα. Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε με τα “Fallen Idols” και “Paradise Lost” και η μπάντα αποχώρησε για πολύ λίγο από τη σκηνή για μερικές ανάσες. Με την επιστροφή όμως τα χτυπήματα ήταν ανελέητα με τα αθάνατα “Master of the Pit”, “King of the Dead” και “Cirith Ungol” να δονούν τα τρίσβαθα της μεταλλικής ψυχής μας. Για το κλείσιμο της βραδιάς μας περίμενε μια ακόμα πιο έντονη επανεκτέλεση του “Black Machine” και στη συνέχεια η αποχώρηση εν μέσω ασταμάτητων χειροκροτημάτων.
Όταν ένα metal live αγγίζει αυτά τα επίπεδα οδηγεί σε μια μέθεξη που όμοια της δεν υπάρχει σε άλλα μουσικά ήδη. Τέτοιο ήταν το στίγμα και αυτής της εμφάνισης η οποία θα μνημονεύεται στο μέλλον ως μια σημαντική στιγμή στη μεταλλική ιστορία της χώρας μας. Ανανεώνοντας το ραντεβού για το επόμενο Up the Hammers φύγαμε με μια γλυκιά κούραση και αίσθηση ικανοποίησης.