Οι Soen, ήδη από το πρώτο κομμάτι του τρίτου κατά σειρά full-length album τους “Lykaia” που κυκλοφόρησε την 1η του μήνος, καθιστούν σαφείς τις προθέσεις τους και μας φανερώνουν από τις εισαγωγικές νότες την αναπτυγμένη ανάμεσα στα παλαιά και νέα μέλη χημεία (όπου παλαιά βλέπε ex-drummer των Opeth Martin Lopez και vocalist Joel Ekelöf και όπου νέα τον μπασίστα Stefan Stenberg, τον κιθαρίστα Marcus Jidell και τον Lars Åhlund στα πλήκτρα).
Σε αντίθεση με το πρώτο album των Soen, “Cognitive”, όπου χτίστηκε το σταθερό heavy, progressive metal μονοπάτι πάνω στο οποίο επρόκειτο να βαδίσουν και στα υπόλοιπα, καθώς και με το δεύτερο “Tellurian” όπου το group, ακολουθώντας με περισσότερη αυτοπεποίθηση την πορεία που είχε χαράξει, αφέθηκε σε μια πιο δημιουργική ηχητική αυτοεξερεύνηση, στον καινούριο τους δίσκο ενώ παραμένουν πιστοί στον heavy progressive ήχο με τις δυναμικές και περίτεχνες μελωδίες καταφέρνουν να γίνουν “θερμότεροι” για το αυτί και να “στρογγυλέψουν” τον ήχο τους με τους εξής τρόπους:
Καταρχάς, αφαιρούν τις death metal πινελιές που ήταν παρούσες στον πρώτο δίσκο, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν ξέρουν πώς να μας αποπλανήσουν σε ασυνείδητα head-bangings κατά την ακρόαση του “Lykaia” (σε αυτό είναι μάστορες!). Κατά δεύτερον, εναλλάσσουν τα πιο “επιθετικά” κομμάτια, όπως είναι το “Opal και το “Sister” με τα πιο μελαγχολικά prog κομμάτια όπως το “Lucidity” και το “Jinn”.
Γενικά αυτό που εκτίμησα ακούγοντας για πρώτη φορά τους Soen είναι ότι δεν επιδίδονται σε κραυγαλέες και επιδεικτικές παρορμήσεις αλλά μένουν προσηλωμένοι σε ένα στέρεο μουσικό έδαφος και σκορπούν διακριτικά τις περίτεχνες δεξιοτεχνίες τους, που ναι μεν ο ανυποψίαστος δε θα τις αντιληφθεί με ένα πρώτο άκουσμα, αλλά για την μουσική της μπάντας είναι παραπάνω από ζωτικές, καθότι είναι το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει στον ήχο της να εξελιχθεί σταδιακά σε μια συνεκτική ολότητα. Και ενώ ίσως, περιστασιακά, εκτρέπονται σε πιο στοχαστικές στιγμές που θα έχαναν γρήγορα τη δυναμική τους, η επιλογή των Soen να κρατήσουν κάθε κομμάτι κάτω από επτά λεπτά, καταφέρνει να κρατήσει ψηλά την ένταση.
Έτσι, κάθε κομμάτι αποτελεί έναν αυτοτελή κόσμο, με απώτερο σκοπό να ξεδιπλώσει σταδιακά την δημιουργική του πνοή, και ενώ αρχικά δίνεται η εντύπωση ότι άπαξ και ακουστεί το πρώτο τραγούδι, γίνεται αντιληπτός συνολικότερα ο ήχος του album, μονάχα με επαναληπτικές προσεκτικές ακροάσεις αποκαλύπτονται οι μοναδικές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες πίσω από κάθε τραγούδι.
Θεματολογικά, το album εστιάζει στην ανάδειξη των “σκοτεινών” -και πιο γοητευτικών- πλευρών της θρησκείας σε ένα μάλλον καταγγελτικό ύφος, εξ’ ού και ο τίτλος του “Lykaia”, που παραπέμπει στις τελετουργικές θυσίες προς τιμήν του Λυκαίου Διός για τον εξορκισμό του φόβου του κανιβαλισμού.
Σε αυτό το κλίμα κινείται στιχουργικά και ο ύμνος – θρησκευτικό κατηγορώ “Sectarian” (=σεχταριστής) με τα γοητευτικά του riffs, ακολουθούμενο από το εξίσου φλογερό “Orison”. Η ατμόσφαιρα γλυκαίνει με τη μελωδικότητα του“Lucidity”· επανέρχεται η δυναμική με το “Opal”, και ακολουθεί το personal favorite “Jinn”, με τις υπέροχες ψυχικές του φωτοσκιάσεις και πολύχρωμες τονικότητες που καταλήγει σε μια ονειρική ανατολίτικη ψυχεδέλεια. Με το κατοπινό “Sister” απολαμβάνουμε τον Martin Lopez σε ένα από τα καλύτερα drumming του, και τέλος, μετά το ηχηρό “Stray”, κλείνουμε με το ευλαβικό Pink Floyd-ικό “Paragon”.