Η επιστροφή των Λευκή Συμφωνία είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο ευχάριστα νέα για την ελληνική σκηνή. Μετά από 17 χρόνια αδράνειας, η μπάντα εμφανίζεται αυτό το Σάββατο στο Piraeus 117 Academy και με την αφορμή αυτή, ο Γιώργος Χούλλης συναντάει στο studio τους Θοδωρή Δημητρίου (φωνή), Διογένη Χατζηστεφανίδη (μπάσο) και Θοδωρή Φοινίδη (πλήκτρα) για μία χαλαρή συζήτηση.
Πρώτα απ’ολα, θα θέλαμε να μας πείς πως προέκυψε η επανασύνδεση.
Θοδωρής Δημητρίου: Προέκυψε γιατί θέλαμε να παίξουμε πάλι το υλικό που είχαμε στα 4 albums, ήρθε σαν μία ανάγκη να ξανακούσουμε οι ίδιοι τα κομμάτια ζωντανά. Αποφασίσαμε να ξαναμαζευτούμε και ν’ αρχίσουμε να παίζουμε για να δούμε αν βγαίνει αυτό και αν θα έχει κάποιο μέλλον, ώστε να συνεχίζουμε να παίζουμε.
Η επανασύνδεση γίνεται μόνο για το live ή δεν έχετε αποφασίσει ακόμα;
Θ.Δ.: Το δεύτερο, δεν έχει αποφασιστεί ακόμη. Σίγουρα είναι για το live σε πρώτη φάση και μετά αν δούμε ότι γουστάρουμε, συνεχίζουμε να το κάνουμε.
Ποιό ήταν το συναίσθημα από τις πρώτες πρόβες;
Θ.Δ.: Πολύ καλό! Να πω εδώ ότι έχουμε μαζί μας τον Θοδωρή Φοινίδη που είναι ο πληκτράς μας, στην πρώτη του συνέντευξη μαζί μας.
Θοδωρής Φοινίδης: Για μένα είναι πολύ μεγάλη εμπειρία με την έννοια ότι είμαι μικρότερος και είναι ένα ‘όνειρο’. Εκείνη την εποχή των Λευκή Συμφωνία εγώ ήμουν σχολείο, οπότε μόνο θετικά μπορώ να το δω αυτό και σαν μουσική εμπειρία.
Διογένης Χατζηστεφανίδης: Εγώ για το Θοδωρή έχω τις καλύτερες εντυπώσεις γιατί έχω ακούσει δουλειές του πριν από εμάς, έχω πάθει πλάκα και ελπίζω να συνεχίσει με τέτοιου είδους δουλειές και μαζί μας.
Τι κάνατε ολα αυτά τα χρόνια της αποχής σας είτε είχε σχέση με τη μουσική είτε οχι;
Θ.Δ.: Και μέσα και έξω από τη μουσική κάναμε πράγματα. Δουλειές διάφορες, δισκογραφία προσπαθούσαμε να ετοιμάσουμε με διάφορα σχήματα, συνεργασίες και τέτοια, αλλά τελικά δεν είχε αποδώσει κάτι σε αυτό. Μεταξύ μας, περισσότερο πράγματα σαν ιδέες. Δεν έγινε κάτι που θα συνέχιζε, ώστε να ολοκληρωθεί.
Δ.Χ.: Ταξίδια, πολλά ταξίδια. Μια χαρά ήταν.
Είσαστε μια μπάντα που επέμενε στον ελληνικό στίχο. Αυτό ήταν κάτι που αποφασίσατε από την αρχή ή υπήρχε δίλημμα μεταξύ αγγλικού-ελληνικού;
Θ.Δ.: Υπήρχε πάντα ένα δίλημμα με την έννοια ότι έπρεπε να γράψεις πολύ καλό ελληνικό στίχο για να σταθείς σ’ ένα καλό επίπεδο, ώστε πρώτα απ’ όλα να περνάει αυτό που λες στο ίδιο σου το συγκρότημα. Δηλαδή, αν δεν έγραφες κάτι το οποίο θα ήταν αξιόλογο και θα έδινε κάποιες ιδέες στα παιδιά, που θα τους ταξίδευε κάπου ή θα τους έφερνε κάποια πράγματα στο μυαλό ή κάποιες ιδέες που θα γινόντουσαν μουσική, δεν μπορούσες να το φέρεις. Οπότε ήταν μία πρόκληση για μένα αυτή, να γράψω κάτι τ’ οποίο πρώτα θα μου άρεσε εμένα, που θα εξέφραζε την ιδέα που είχα και μετά θα πέρναγε στα παιδιά.
Παρ’ όλα αυτά, καταφέρατε να βγείτε στο εξωτερικό. Τι πιστεύετε ότι ήταν αυτό που τράβηξε τους ακροατές εκεί;
Θ.Δ.: Νομίζω ήταν η μουσικότητα που είχε γενικότερα η γλώσσα και το πώς δένανε οι στίχοι με τη μουσική και γενικά αυτό το αποτέλεσμα, που ήταν ολοκληρωμένο και σαν πρόταση συγκεκριμένο. Είχαμε κάνει ήδη δύο δίσκους πριν φύγουμε για το εξωτερικό, οπότε είχαμε και μία εμπειρία να παίξουμε και τα κομμάτια που είχαμε στη δισκογραφία, αλλά και καινούργια, ενώ δοκιμάσαμε και κάποια άλλα με αγγλικό στίχο. Στην πορεία είδαμε ότι και ο ελληνικός στίχος τράβαγε πολύ τον κόσμο που ήθελε να ζήσει κάτι διαφορετικό σαν εμπειρία από ένα ελληνικό συγκρότημα και είχε επιτυχία.
Ήσασταν η πρώτη ελληνική μπάντα που προβλήθηκε στο MTV με video που εκείνο γύρισε. Πώς ήταν για σας τότε;
Θ.Δ: Σίγουρα ήταν μία εμπειρία πολύ σημαντική, γιατί έβλεπες ότι ξεκινάει κάτι καινούργιο. Όταν έχεις ήδη δύο δίσκους και έχεις κάνει πολλές συναυλίες στην Ελλάδα, πιστεύαμε ότι θα μας ανοίξει ένας καινούργιος δρόμος για το εξωτερικό.
Στο video του “Θα Είμαι Εκεί” συνεργαστήκατε με το γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Νικολαΐδη. Τι σας έμεινε από αυτή τη συνεργασία;
Θ.Δ.: Ήταν ο Νικολαΐδης στη σκηνοθεσία με τον Ντίνο Κατσουρίδη, που ήταν σκηνοθέτης στα 60’s και στα 70’s, όπου είχε αναλάβει το κομμάτι του φωτισμού. Εκείνο που μας έμεινε ήταν μία εμπειρία που είχε να κάνει με το πώς ο Νικολαΐδης συνέλαβε την ιδέα να κάνει ένα video, ενώ ήταν κινηματογραφιστής και δεν είχε κάνει κάτι άλλο σχετικό με τη μουσική. Αλλά, ήταν ένας άνθρωπος μέσα στο Rock ‘n’ Roll, τόσο σαν ακροατής και ένα παιδί που μεγάλωσε στα 50’s όσο και σαν άνθρωπος που είχε αρχίσει να κάνει εικόνες στην ελληνική πραγματικότητα αυτά που ζούσε στο Rock ‘n’ Roll. Όταν ήρθαμε κι εμείς, η ελληνική πραγματικότητα μετουσιώθηκε σ’ ένα πράγμα που για εκείνον ήταν κάτι καινούργιο. Εκεί τότε στα 90’s ένας άνθρωπος, που είχε ξεκινήσει στα 50’s να καλύπτει Rock ‘n’ Roll ιδέες, συναισθήματα κ.λ.π., βρήκε μία μπάντα όπως εμείς.
Bienniale 1987: Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας;
Δ.Χ.: Θυμάμαι είχαμε πιει πολύ, κάναμε βόλτες στη La Ramblas, ψωνίζαμε από εκεί, περνούσαμε πολύ ωραία και κάποια στιγμή, έτσι όπως ήμασταν σ’ ένα trip, όλοι μαζί βρεθήκαμε σε μία συνοικία που νομίζαμε ότι ήμασταν χαμένοι στο διάστημα. Και ήμασταν μέσα στη συνοικία που ήταν τα κτίρια του Gaudi. Είχαμε ξεφύγει, είχαμε trip-άρει, γαμώ ήταν. Και μετά στις συναυλίες, επίσης γαμώ!
Σχετικά με την εταιρεία “Έκλειψη” που είχατε ξεκινήσει τότε, ποιος είχε την ιδέα και ποια ήταν τα θετικά και τα αρνητικά του όλου εγχειρήματος;
Θ.Δ.: Ουσιαστικά είχε μόνο θετικά, αλλά το μόνο αρνητικό ήταν ότι ζούμε σ’ ένα κράτος που είναι εντελώς ενάντια σε οτιδήποτε δημιουργικό, οπότε θα σου θέσει κάποια εμπόδια κι αυτά τα εμπόδια για εμάς στην ηλικία που ήμασταν τότε τα είχαμε δει σε ζωντανή μετάδοση και διαρκούν, άλλωστε, από τα 90’s μέχρι τώρα. Σε ό,τι ήθελες να κάνεις, είτε για να διαχειριστείς υλικό δικό σου είτε να μπορέσεις να ξεφύγεις, υπήρχαν μεγάλη φορολογία και τα ίδια αντικειμενικά κριτήρια για μία μπάντα σαν εμάς μ’ έναν τραγουδιστή του σκυλάδικου σαν τον Πανταζή τότε. Δηλαδή, έλεγε: “Εσύ βγάζεις τα τάδε χρήματα, οπότε σε φορολογώ γι’ αυτά”! Δεν μπορούσες να συνεχίσεις χαλαρά και βάζανε όλη τη μουσική παραγωγή και όλη την κατάσταση στην Ελλάδα σ’ ένα τσουβάλι, οπότε αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί τόσο εύκολα. Αλλά φυσικά είναι πολύ ωραίο να μπορείς να διαχειριστείς το υλικό σου, είναι το ιδανικό, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει αυτό παγκοσμίως, γιατί έξω έχεις ν’ αντιμετωπίσεις δισκογραφικές, συμφέροντα που θα σου βάλουν εμπόδια στην πορεία, ενώ στην Ελλάδα έχεις ν’ αντιμετωπίσεις και το κράτος, που είναι εκτός rock πραγματικότητας και δεν το ενδιαφέρει οποιαδήποτε μουσική ξεφεύγει από τα καθιερωμένα ελληνικά δεδομένα, οπότε προσπαθείς να το ξεπεράσεις.
Πόσο δύσκολο σας ήταν να συνεχίσετε ως Λευκή Συμφωνία μετά τον θάνατο του drummer σας, Σπύρου Χαρίση;
Θ.Δ.: Ήταν δύσκολο, γιατί η μπάντα είναι ένας οργανισμός και έχεις κάποιες υποχρεώσεις, πρέπει ν’ ανταποκριθείς, να κάνεις κάτι και πρέπει να σταματήσεις ή να συνεχίσεις. Εμείς διαλέξαμε να συνεχίσουμε, πράγμα που θα το ήθελε και ο Σπύρος, γιατί και εκείνος είχε παλέψει για οτιδήποτε είχαμε κάνει εκείνη την εποχή, οπότε αν σταματάγαμε θα ήταν μία ήττα συνολική. Προσπαθήσαμε να συνεχίσουμε με όλο τον πόνο και όλη αυτή την κατάσταση, που ήταν δύσκολο για εμάς ν’ αντιμετωπίσουμε, γιατί είναι ένα κομμάτι του οργανισμού, είναι ένα κομμάτι της παρέας, πέραν του ότι παίζαμε μαζί μουσική, διασκεδάζαμε μαζί, βγαίναμε μαζί, είχαμε μία παρέα κι αυτό ακόμα δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Είμαστε πιο μεγάλοι και όσο μεγαλώνεις γίνεσαι πιο πραγματιστής, περιμένεις ότι κάποια στιγμή κι εσύ θα φύγεις, οπότε προετοιμάζεσαι γενικά κι αυτό έχει να κάνει και με την ηλικία, αλλά και με την εμπειρία.
Μία μεγάλη συναυλιακή σας στιγμή ήταν το 1993 που ανοίξατε την συναυλία των Metallica με τους Cult. Θα ‘θελα να μας κάνετε μία περίληψη των εμπειριών σας και να μας πείτε αν ήταν το μεγαλύτερο κοινό που είχατε παίξει μέχρι τότε.
Θ.Δ.: Σίγουρα ήταν το μεγαλύτερο κοινό που είχαμε μέχρι τότε, είχε 17.000 εισιτήρια και περιμένουμε να το ξεπεράσουμε αυτό το ρεκόρ στην επόμενη συναυλία (γέλια). Είχαμε πολύ θετική ανταπόκριση από τον κόσμο, ήμασταν ίσως το πιο γνωστό grοup στην Ελλάδα, εκείνο το τρίμηνο-τετράμηνο ήταν πολύ καυτό για εμάς. Υπήρχε μία εταιρεία που μας έσπρωχνε με αγάπη και συναίσθημα, με άτομα που γουστάρανε το Rock και καταλαβαίνανε τι ρόλο παίζαμε, είχαμε μία συγκυρία όπου ακουγόταν πολύ το Rock με τις μπάντες του Grunge και γενικά σκάγανε μεγάλα ονόματα, όπως οι Metallica που επίσης ήταν σε καλή συγκυρία. Είχανε βγάλει καλά albums και μπορούσαν να τα παρουσιάσουν και επίσης οι Cult ήταν σε καλό σημείο στην καριέρα τους, όπως κι εμείς. Ήταν μία πολύ θετική εμπειρία με την έννοια ότι ήσουν σε μία διεθνή σκηνή, στην οποία πάντα επιδιώκαμε να λειτουργήσουμε, έχοντας στο μυαλό μας να σταθούμε σε αυτό το επίπεδο τόσο ηχητικά όσο και δημιουργικά. Είχαμε καλά κομμάτια και μπορούσαμε να τα ερμηνεύσουμε πολύ καλά πάνω στη σκηνή σε εκείνη τη συναυλία.
Πιστεύεις ότι οι Λευκή Συμφωνία σταμάτησαν ενώ είχαν να δώσουν ή ότι είχε τελματώσει η κατάσταση;
Δ.Χ: Είχαμε να δώσουμε και πολλά, μάλιστα. Και είχαμε ετοιμάσει και καινούργια δουλειά, αλλά οι καταστάσεις που μπορεί να μπλέξεις εδώ πέρα είναι περίεργες και είχαμε μπλέξει με μία τέτοια κατάσταση, με μία εταιρεία που βγάλαμε τον τελευταίο μας δίσκο όπου, πώς μου τη γλίτωσε αυτός δεν μπορώ να καταλάβω. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα!
Ως Λευκή Συμφωνία ζήσατε δύο σημαντικές δεκαετίες για την Rock μουσική, αυτή των 80’s και των 90’s. Ποια πιστεύετε ότι ήταν η σημαντικότερη για την μπάντα και γιατί;
Θ.Δ.: Και οι δύο δεκαετίες ήταν πολύ σημαντικές, γιατί όταν κάναμε το ’86 τον πρώτο μας δίσκο, αμέσως τοποθετηθήκαμε στην ελληνική σκηνή σε πολύ καλό επίπεδο και στα 90’s, όταν γυρίσαμε από τη Γερμανία, πάλι με τον τρίτο δίσκο μπήκαμε σ’ ένα κορυφαίο επίπεδο, οπότε είχαμε και στις δύο δεκαετίες μία πολύ καλή εμπειρία. Και καλές, αλλά και κακές εμπειρίες είχαμε πάντα σε ό,τι κάναμε.
Υπάρχει κάτι που σας έχει μείνει έντονα από εκείνες τις εποχές, όσον αφορά τη μουσική;
Θ.Δ.: Ηταν μία ευκαιρία για το Rock να γίνει No.1 στον πλανήτη και έγινε για ένα μεγάλο διάστημα μέχρι το ’95, οπότε ήταν ένα πολύ ωραίο συναίσθημα ν’ ακούς μπάντες σαν τους Nirvana, Pearl Jam, Metallica, RHCP σ’ ένα πιο καθημερινό επίπεδο και να παίζουν σε περισσότερα clubs, που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι θα έπαιζαν παλιότερα.
Η διάλυση σας ήρθε λίγο πριν την έλευση του Internet και των Social Media στη μουσική. Αν βρισκόσασταν στη σημερινή εποχή, πως θα φανταζόσουν ότι θα ήταν τα πράγματα για εσάς;
Θ.Δ.: Να διευκρινίσω ότι δε διαλυθήκαμε επίσημα, ποτέ δεν είπαμε ότι σταματάμε, απλώς αυτό σταμάτησε από εμάς. Δε δίναμε σήματα προς τα έξω ότι μπορεί να γίνει κάτι, για να δει ο κόσμος ότι συνεχίζουμε. Είχαμε σταματήσει να δίνουμε σήμα, αλλά δεν είχαμε σταματήσει να υπάρχουμε σαν μπάντα. Σίγουρα τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για εμάς, γιατί μεγαλώσαμε σε μία κατάσταση η οποία είχε να κάνει με το εμπορικό κομμάτι της μουσικής, ότι τα πράγματα ήταν πιο αυστηρά όσων αφορά τα δικαιώματα, την υπογραφή συμβολαίων και το αν μπορούσες να κυκλοφορήσεις κάποια πράγματα χωρίς την άδεια κάποιου (είτε δική σου είτε της εταιρείας). Υπήρχε πάντα ένα βιομηχανοποιημένο πράγμα, όπου έτσι και ήθελες να κάνεις κάτι πάντα θα δυσκόλευε από κάπου και από κάποιον αυτή η κατάσταση ώστε να τσουλήσει. Τώρα για μένα, μπορώ να σου πω ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα να βγαίνουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή ελεύθερα και να τα δουλεύει όποιος θέλει. Μπορείς ν’ αναφέρεις την πηγή, ν’ αναφέρεις την έμπνευση σου (να αναφέρεις π.χ. έναν πίνακα, μία ταινία ή κάτι άλλο), μέχρι εκεί ας πούμε. Τώρα από δω και πέρα, πιστεύω αυτό που λέει και ο Διογένης, που έχει μία ιδέα για το τι θα γίνει στο μέλλον του Internet.
Δ.Χ.: Εγώ πιστεύω ότι ποτέ δε δόθηκε στην ανθρωπότητα κάτι free. Όλη αυτή η κατάσταση, ας πούμε, εξυπηρετεί μία μελλοντική, η οποία είναι απίστευτα ζοφερή. Σχεδόν όλος ο κόσμος έχει μπει στο trip του Internet και ζει και αναπνέει μ’ αυτό. Μόλις κάποια στιγμή καταλάβουν ορισμένοι ότι έχει φτάσει η στιγμή, θα κόψουν αυτήν την ελεύθερη αναπνοή του κόσμου, όσο αφορά την επικοινωνία και μετά θ’ αρχίσει να γίνεται πληρωτέο. Τα έχουμε ξαναζήσει αυτά, όπως τότε με τις τράπεζες και τα ελεύθερα δάνεια, που έπαιρνε όλος ο κόσμος, με σκοπό ότι “A, τι ωραία! Μας δίνουν ελεύθερα φράγκα και δε θα τα επιστρέψουμε ποτέ”. Και ξαφνικά, ζορίζουν τα πράγματα και βρίσκεσαι κάτω από τη γέφυρα. Κάπως έτσι, φαντάζομαι και τη χρήση του Internet από την παγκόσμια κοινότητα και αυτούς που το κινούν.
Υπάρχει περίπτωση να δούμε να επανακυκλοφορούν οι παλιότερες δουλειές σας τώρα που το βινύλιο έχει πάρει ξανά τα πάνω του;
Θ.Δ.: Ναι, υπάρχει περίπτωση γιατί υπάρχουν κάποια άτομα που έχουν πλησιάσει τη μουσική και έχουν μπει στην παραγωγή με αγάπη για τη μουσική (κάποιες ανεξάρτητες εταιρείες). Είναι θέμα δικαιωμάτων πάντα, είναι θέμα διάθεσης, είναι θέμα του ότι εμείς θέλουμε να προχωρήσουμε. Αν τελικά δούμε ότι θα συνεχίσουμε να παίζουμε μελλοντικά, σίγουρα θα στραφούμε σε κάτι καινούργιο και, αφού κάνουμε κάτι καινούργιο, μετά θα στραφούμε σε κάτι πιο παλιό. Γιατί ήδη αυτόν τον καιρό έχουμε ετοιμάσει το site, το οποίο πήρε πολλή δουλειά με αρχειακό υλικό, έχουμε ετοιμάσει διάφορα πράγματα που ζητούσαν κάποια παιδιά όλα αυτά τα χρόνια, ώστε να τα έχουνε και να τα βλέπουνε. Νομίζω ότι αν κάνουμε κάτι μελλοντικά, δε θα γυρίσουμε πάλι σε κάτι τόσο παρελθοντολογικό, θα πάμε σε κάτι καινούργιο και, αν τα πράγματα πάνε καλά και δούμε ότι έχουμε τον χρόνο, ίσως κάνουμε και κάποια επανέκδοση στις παλιότερες δουλειές μας.
Εκτός από το κοινό που σας ακολουθεί πιστά από παλιά, υπάρχει και το νεότερο που θα παρευρεθεί στη συναυλία σας το Σάββατο και δε σας έχει δει, όπως καλή ώρα, εγώ. Τι έχετε να πείτε για να το προετοιμάσετε για την εμφάνιση σας;
Δ.Χ.: Καταρχήν, κακώς δεν είχες γεννηθεί νωρίτερα (τρελά γέλια απ’ όλους). Όλοι θα βρουν ένα κομμάτι του εαυτού τους μέσα σε αυτά που λέμε κι ας είμαστε πλέον μεγαλύτεροι σε ηλικία κι ας έχουμε παίξει παλιότερα πράγματα.
Αυτά από μένα παιδιά, ευχαριστώ για το χρόνο σας και εύχομαι τα καλύτερα!
Κι εμείς!