Σε περίπτωση που κάποιος δεν το είχε πάρει χαμπάρι, οι θρύλοι του Αμερικάνικου Thrash Dark Angel αποφάσισαν να κάνουν μια περιοδεία προς τιμήν του Jim Durkin, ιδρυτικού μέλους και κιθαρίστα, o οποίος πέθανε στα 58 του χρόνια αρχές Μαρτίου. Σε αυτή την περιοδεία, θα παίζουν το θρυλικό “Darkness Descends” ολόκληρο. Και αυτή η περιοδεία, ξεκίνησε την περασμένη Τρίτη στο Gagarin.
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης – Ηλίας Σταθόπουλος / Φωτογραφίες: Ηλίας Σταθόπουλος (πλήρες photo report εδώ)
Φτάνοντας στο γνωστό χώρο της Λιοσίων 15-20 λεπτά πριν ξεκινήσουν οι Άγγλοι Xentrix, βλέπω ότι υπάρχει κόσμος έξω από το μαγαζί, αλλά όχι χαμός. Μπαίνοντας, η ίδια εικόνα. Ναι μεν κόσμος, αλλά όχι γεμάτο μαγαζί. Είχε ακουστεί μια πληροφορία για μια σχετικά ικανοποιητική προπώληση, οπότε σε συνδυασμό με την καθημερινή, το λογικό ήταν να έρθουν και άλλοι αργότερα, και έτσι και έγινε. Xentrix λοιπόν στην σκηνή, Άγγλοι, στην ώρα τους. Με το γνωστό/άγνωστο thrash τους, αν και γερόλυκοι, τα έδωσαν όλα και δεν απογοήτευσαν.

Ξεκίνησαν με κάποια προβλήματα στον ήχο στη μια κιθάρα, τα οποία ευτυχώς λύθηκαν στο πρώτο κιόλας κομμάτι. Μέχρι ένα σημείο που ήμουν κάτω, οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν χλιαρές. Αλλά το περισσότερο set τους το είδα από το μπαλκόνι και δεν είχα καλή οπτική επαφή με το κοινό. Ξέκλεψα σε κάποιες φάσεις κάποια pit όμως, οπότε το έθιμο τιμήθηκε. 14 κομμάτια setlist! Τους fans τους (και όχι μόνο αυτούς είμαι σίγουρος) τους ικανοποίησαν. Το ασταμάτητο thrash κοπάνημα και τα groove-αριστά mid tempo σημεία τους, εύκολα κάνουν κεφάλια να πηγαίνουν πάνω κάτω. Προσωπικά του ευχαριστήθηκα, αν και δεν είμαι τεράστιος fan του thrash. Πέρασαν καλά αυτοί αλλά και εμείς. Τίμιοι!

Γύρω στις 22:15, το backdrop με το εμβληματικό logo των Dark Angel κατεβαίνει αργά – αργά, για να πάρει τη θέση του πίσω από τη σκηνή. Λίγο αργότερα, ο θεός Gene Hoglan βγαίνει και με απαράμιλλο στυλ παίρνει θέση με τη σειρά του πίσω από τα τύμπανα. Και μετά το “We Have Arrived” λειτουργεί σαν ιδανικό ξεκίνημα και ταυτόχρνα δήλωση προθέσεων. “We’re faster than ever, can you feel how tight?” ουρλιάζει ο Ron Rinehart – απίστευτο ότι κοντεύει τα 60, έτσι; – και αν κρίνω από τον χαμό που έχει ήδη ξεκινήσει από κάτω, η απάντηση ήταν ένα τεράστιο ΝΑΙ! Η μπάντα είναι σε τεράστια κέφια, ο Rineheart μας διαβεβαιώνει επανειλημμένα ότι παρά την κούραση και την ταλαιπωρία – και τις χαμένες του αποσκευές – δε θα ήθελε να είναι πουθενά αλλού και να κάνει τίποτα άλλο, και είναι ρε γαμώτο και από αυτές τις σπάνιες φορές που πραγματικά το εισπράττεις αυτό από όλους. Γιατί υπάρχει παίζω καλά, και υπάρχει παίζω με την ψυχή μου σα να μην υπάρχει αύριο, και οι Dark Angel το βράδυ της Τρίτης ήταν ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία.

Ο πιο-κουλ-πεθαίνεις Hoglan είναι ένα πραγματικό κτήνος πίσω από τα τύμπανα, ο Mike Gonzalez βοηθάει στην σύνθεση ενός τσιμεντένιου rhythm section, ο Eric Meyer είναι τεράστια μορφή – και το παίξιμο του αψεγάδιαστο – ενώ συνέχει λέει πράγματα που λίγο η βαριά του προφορά, λίγο η ένταση της στιγμής, οι περισσότεροι δεν πολυκαταλαβαίνουμε, και η Laura Christine που κλήθηκε τελευταία στιγμή να γεμίσει τα κάπως μεγάλα και βαριά άρβυλα του εκλιπόντος, τα πάει άψογα τόσο παικτικά, όσο και σαν χημεία με τους υπόλοιπους. Το κοινό εισπράττει αβίαστα την όρεξη της μπάντας, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, και από κάτω δε μένει κολυμπηθρόξυλο. “Time does not Heal”, “Never to Rise Again”, “No One Answers”, “The Promise of Agony”… Και μετά χάος.

Σύντροφοι, τόσα χρόνια που πηγαίνω σε συναυλίες, δε νομίζω ότι έχω δει συναυλία να ξεκινάει δεύτερη φορά. Ξέρω ότι αυτό δε βγάζει πολύ νόημα, αλλά ακριβώς έτσι το έχω στο μυαλό μου. Τα φώτα χαμήλωσαν λίγο, η μπάντα πήρε θέση, όλοι πήραν μια συλλογική ανάσα, και μετά η απόλυτη καταστροφή. Το απόλυτο χάος. Το απόλυτο thrash party. Πείτε το όπως θέλετε. Αυτό που έγινε ενόσω οι Dark Angel έπαιξαν στην ολότητά του το μνημειώδες “Darkness Descends” ακροβατούσε ανάμεσα στην έκσταση και στον τρόμο, με έναν κόσμο σε αλλοφροσύνη να ζει κάθε λεπτό, και μια μπάντα να τα δίνει όλα. Δε ξέρω πού να πρωτοσταθώ, στο ρεφραίν του ομώνυμου, στη σφαγή του “Merciless Death”, στην ανατριχίλα του “Hunger of the Undead”, στο blastbeat-οδοστρωτήρα που έμπασε το “Death is Certain”, στο σπασοσβέρκικο mid tempo του “Black Prophecies”… Όταν και οι τελευταίες νότες του “Perish in Flames” είχαν σβήσει – εννοείται χωρίς encore και λοιπές κορδέλες – το μόνο που είχε μείνει ήταν πραγματικά συντρίμμια. Έφτανε όμως μια ματιά μόνο, τόσο κάτω όσο και πάνω στη σκηνή, για να δεις τεράστια χαμόγελα, ακόμα και αν φοριούνταν σε κατάκοπα πρόσωπα που πραγματικά είχαν στερέψει από δυνάμεις. Και αν σκεφτεί κανείς ότι όλο αυτό όπως είπαμε αποτελούσε έναν φόρο τιμής στον σπουδαίο Jim Durkin, δε θα μου έκανε καμία εντύπωση αν ο μακαρίτης είχε τελικά το μεγαλύτερο χαμόγελο από όλους μας.
