Όταν οι Youth Valley πρωτoεμφανίστηκαν μετά απ;o εκείνο το πρώτο καλοκαίρι της καραντίνας με το ομώνυμο EP τους, είναι βέβαιο πως συντάραξαν το, ομολογουμένως περιορισμένο εδώ που τα λέμε, εγχώριο indie ακροατήριο με την ολοκληρωμένη μουσική και αισθητική τους πρόταση, με απόλυτη συνοχή μεταξύ του ήχου τους, των παστέλ visuals και του μουσικού video που το συνόδευαν, τέτοια που θα ζήλευαν ακόμη και διεθνώς αναγνωρισμένα σχήματα με πολύ πιο μακρόχρονη εμπειρία. Δράττοντας την ευκαιρία που τους έδωσε αυτή η υποδοχή, προχώρησαν σε κάτι ασυνήθιστο και μάλλον τολμηρό για τα εγχώρια δεδομένα, να την εξαργυρώσουν ζητώντας από το κοινό να χρηματοδοτήσει μέσω crowdfunding τη δημιουργία του επερχόμενου τότε ακόμη debut album τους.
Από τη στιγμή που συχνά παρεξηγούνται οι καλύτερες των προθέσεων, κι ακόμη περισσότερο η επίδειξη αυτοπεποίθησης, δεν υπήρχαν εχέγγυα ότι μια τέτοια καμπάνια θα απέβαινε επιτυχής, όμως η χρηματοδότηση έφτασε εντός χρονικού ορίου στον στόχο που είχε τεθεί, και περίπου ένα χρόνο αργότερα, περιχαρείς, έχουμε το “Lullabies For Adults”, ένα από τα καλύτερα ποτέ εγχώρια indie εγχειρήματα, στα χέρια μας.
Οι Youth Valley το οραματίστηκαν ως μία ωδή στην παιδική ηλικία και την διαδικασία της ενηλικίωσης, διερευνώντας παράλληλα πως αυτές μας διαμόρφωσαν, ώστε να συμφιλιωθούμε μαζί τους, και με τους εαυτούς μας, ως ενήλικες. Έτσι, όπως τα νανουρίσματα λειτουργούν καθησυχαστικά για τα παιδιά όταν εκείνα καλούνται να αντιμετωπίσουν το σκοτάδι της νύχτας, τα “νανουρίσματα δι’ ενηλίκους” έρχονται να καθησυχάσουν εμάς προτάσσοντας την ευαισθησία και αθωότητα με την οποία ονειρεύονται κι αντιμετωπίζουν την ύπαρξη τα παιδιά ως καταφύγιο απέναντι στο σκοτάδι και τον παραλογισμό μιας ενήλικης ζωής στην οποία βρεθήκαμε ολοκληρώνοντας την τραυματική εμπειρία της ενηλικίωσης.
Η αισθητική συνοχή που επιδεικνύουν κατά την πορεία τους οι Youth Valley βρίσκει το ανάλογό της και μουσικά, καθώς μπορεί με το πλήρες άλμπουμ να διευρύνεται το πλαίσιο εν συγκρίσει με το πρώτο EP, όμως η ηχητική τους ταυτότητα βρίσκεται σταθερά στη συνεύρεση της shoegaze, είτε όπως τη γνωρίσαμε αρχές των 90’s με σχήματα σαν τους Slowdive ή στην πιο σύγχρονη έκφανσή της από μπάντες σαν τους DIIV, με την post-punk των Cure του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80, την jangle-pop των Chills, και την νεορομαντική, ή καλύτερα νέο-εστέτ indie των Smiths, που ελάχιστη σχέση είχαν με τον τευτονικό ρομαντισμό όσο με την εκλεπτυσμένη μορφή με την οποία αυτός κυριάρχησε στη Βρετανική λογοτεχνία και εικαστικές τέχνες στα τέλη του 19ου αιώνα.
Κι αν πιστέψουμε πως η αναγέννηση αυτού του ρομαντικού ή εστέτ πνεύματος κατά τα 80’s υπήρξε αντίδραση στη σεξουαλική επανάσταση των 60’s και τον ηδονισμό των 70’s, ίσως η “επανάσταση” που έφεραν τα social media, και οι νέες τεχνολογίες γενικότερα, στις ανθρώπινες, και δη ερωτικές, σχέσεις δημιούργησε γόνιμο έδαφος για μία νέα αναβίωση του κινήματος.