Βράδυ Παρασκευής, οδός Αλιπέδου, πίσω από το σταθμό του ηλεκτρικού στον Πειραιά. Δρόμος με ιδιαίτερη σημασία για την underground μουσική σκηνή της πόλης, καθώς σε παλιά, παρατημένα συγκροτήματα γραφείων, πλέον κρύβονται δεκάδες studios και προβάδικα, όπου καθημερινά φτιάχνεται μουσική. Το συγκεκριμένο βράδυ πάντως, ο προορισμός ήταν πολύ συγκεκριμένος. Pentagram Studio και προακρόαση του πολυαναμενόμενου νέου δίσκου των Yoth Iria.
Το ποιοι είναι οι Yoth Iria φαντάζομαι είναι σε γενικές γραμμές γνωστό σε όποιον διαβάζει αυτές τις γραμμές. Τόσο ο Magus όσο και ο Mutilator, που μοιράζονται την θέση πίσω από το τιμόνι της μπάντας σε φωνή και μπάσο αντίστοιχα, είναι ζωντανοί θρύλοι του ελληνικού black metal. Οι συνοδοιπόροι τους σε αυτό το εγχείρημα, ο George Emmanuel (των Lucifer’s Child) στις κιθάρες και ο Maelstrom (της μισής σκηνής) στα τύμπανα, έχουν γράψει την δική τους ιστορία στον χώρο. Η ίδια η μπάντα μας συστήθηκε με το “Under His Sway” EP τον Γενάρη που μας πέρασε, και καθώς πέρναγα την βγαλμένη από urban horror είσοδο της πολυκατοικίας οι προσδοκίες ήταν αναμενόμενα υψηλές. Ασανσέρ, έβδομος όροφος, μικρή αναμονή, και οι πόρτες άνοιξαν.
Τo Pentagram Studio φαντάζει να υπάρχει σε μια παράλληλη πραγματικότητα σε σχέση με το παρατημένο κτίριο και είναι πραγματικά ένας πολύ όμορφος χώρος. Ο Magus και ο George μας υποδέχτηκαν, μας μοίρασαν το tracklist, μας μοίρασαν Yoth Iria μάσκες, καθώς ζούμε σε περίεργους καιρούς, μας ακροβόλισαν στον χώρο, πάτησαν το play και αποχώρησαν στο διπλανό δωμάτιο, ενώ ήδη το “The Great Hunter” με ένα εμφατικά κιθαριστικό μπάσιμο έδινε ξεκάθαρα το στίγμα του δίσκου. Το απροκάλυπτα heavy metal solo μετά από λίγο διαλύει τις όποιες παρανοήσεις. Μετά το πέρας της ακρόασης το προφανές συμπέρασμα θα έρθει και διά στόματος Magus. «Ο δίσκος είναι black metal, αλλά όπως το εννοούμε εμείς το black metal.»
Το “Yoth Iria” που ακολουθεί, ένα από τα highlights του δίσκου, φέρνει τα πρώτα doom περάσματα στο τραπέζι – μη μου πείτε ότι δεν το περιμένατε μετά το “Sid-Ed-Djinn” του EP – ενώ το γηπεδικό refrain θα είναι το πρώτο πράγμα που θα σας κολλήσει στο μυαλό όταν ακούσετε το album. Κάπου εκεί αισθάνεσαι ότι έχεις αρχίσει να πιάνεις λίγο τι γίνεται. Μετά έρχεται το “Hermetic Code”. Και μετά τον μεγαλοπρεπή βηματισμό της εισαγωγής, συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις πιάσει τίποτα ακόμα από την διαβολεμένη ευελιξία των Yoth Iria, καθώς ένα εξαϋλωμένο, σχεδόν ψυχεδελικό μέρος, με τα φωνητικά να ακροβατούν μεταξύ ψιθύρου και απαγγελίας, φέρνει στο μυαλό πράγματα που φτάνουν μέχρι πέντε δεκαετίες πίσω.
Και μετά την θεατρικότητα του “Hermetic Code”, το mid tempo intro του “The Mantis” θέτει το κεφάλι σου σε κίνηση αυτόματα. Το κομμάτι χτίζει, χτίζει, και με το “Come on!” του Magus τα πράγματα ξεφεύγουν σε έναν τόσο αβίαστα heavy χείμαρρο που σχεδόν σε πιάνει νευρικό γέλιο. Πριν συνέλθεις, το δεύτερο ξεκάθαρο highlight έρχεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. “The Red Crown Turns Black”: ξερό black metal μπάσιμο, το οποίο δίνει μαεστρικά την θέση του σε έναν thrash ρυθμό, ο οποίος με την σειρά του εισάγει ένα απίστευτο 80s riff. Και όλα αυτά μέσα σε ένα λεπτό. «Ελπίζουμε να γουστάρετε Maiden!» μας φωνάζει ο George από δίπλα, υπογραμμίζοντας έτσι την πιο Yoth Iria στιγμή της ακρόασης. Στην κουβέντα που θα κάνουμε μετά, θα μας εκμυστηρευτεί ότι στην διαδικασία της ηχογράφησης το κομμάτι του φάνηκε «σαν πολύ Maiden». Η απάντηση του Magus οφείλει να δοθεί αυτούσια. «Στ’αρχίδια μας, μας αρέσει; Αν μας αρέσει είναι μέσα!» Αυτό είναι το heavy metal σύντροφοι και αυτοί είναι οι Yoth Iria. Και προσδίδει μια αίσθηση σχεδόν ποιητικής δικαιοσύνης το ότι έτσι βγήκε ένα από τα καλύτερα κομμάτια του album, και αυτό που θα ακούσετε πρώτο σε video clip.
To “Unbound, Undeαd, Eternal” θα ακολουθήσει με την μονολιθικότητά του, και με μια πολύ στρατηγικά τοποθετημένη δίκαση στο τέλος. «Κάθε blastbeat στον δίσκο έχει λόγο ύπαρξης και εξυπηρετεί κάτι» θα μας πει ο Magus, και είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι ένα από τα παραδείγματα. Κάπως έτσι χτίζουν τις ατμόσφαιρές τους οι Yoth Iria, συνθέτοντας και όχι φορτώνοντας το υλικό τους με samples και πλήκτρα. Κάπως έτσι χτίζει την ατμόσφαιρά του και το “Tyrants”, με ένα μεγάλο riff, που απλώνεται και οδηγεί το κομμάτι.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τελευταίο track, και ένα από τα κρυφά όπλα του δίσκου. “The Luciferian”, και ο τίτλος λειτουργεί στο απόλυτο. Το τεράστιο παραμορφωμένο μπάσο του Mutilator σε πιάνει κατευθείαν από τα μούτρα, οι ταχύτητες πέφτουν, οι κιθάρες έρπουν και όλα δημιουργούν ένα σχεδόν δυσφορικό συναίσθημα επερχόμενης απειλής. Ακόμα και τα φωνητικά φαντάζουν διαφορετικά σε αυτό το κομμάτι και φαντάζομαι ότι όταν ο George συγκαταλέγει μεταξύ άλλων τον τεράστιο King Diamond στις επιρροές των Yoth Iria, έχει στο μυαλό του στιγμές σαν αυτή. Το κομμάτι μεταμορφώνεται σε τελετουργία, οι μπουκωμένες κιθάρες λίγο πριν το τέλος καρφώνονται στο μυαλό και τα αυτιά επιλύοντας την ένταση και η στοιχειωτική επωδός “have faith in Satan” επαναλαμβάνεται εσαεί οδηγώντας τον ακροατή στην κάθαρση και τον δίσκο στο κλείσιμο.
Και αυτό ήταν το “As the Flame Withers”. Μεγάλος δίσκος και το εννοώ. Από αυτούς που σου μένουν και, ας μη γελιόμαστε, από αυτό υποφέρουμε τα τελευταία χρόνια. Ναι, έχει τρομερά παιξίματα μέσα, οι κιθάρες χτίζουν αριστουργηματικά, τα τύμπανα είναι άψογα, το μπάσο δίνει φοβερή ατμόσφαιρα και τα φωνητικά είναι από τα καλύτερα του Magus – αλλά καλούς παίχτες θα βρείτε κι αλλού. Η παραγωγή είναι εξαιρετική, ακόμα καλύτερη και πιο ζωντανή από αυτήν του EP που ήταν ήδη φοβερή, αλλά δεν είναι κι ότι στερέψαμε από καλές παραγωγές. Στερέψαμε όμως από δίσκους που έχουν μέσα κομμάτια που θες να τα ξανακούσεις. Που σου μένουν στο μυαλό. Που χτίζουν εικόνες και ατμόσφαιρες. Να το πούμε πιο απλά; Που έχουν heavy metal αρχίδια και black metal ψυχή. Που το σκοτάδι τους δεν είναι εφέ. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Δε γίνεται να είναι εύκολο, γιατί αν ήταν φαντάζομαι θα το βρίσκαμε συχνότερα. Οι Yoth Iria το έχουν. Το σκοτάδι τους είναι αληθινό, και πηγάζει από τα ίδια τα σωθικά της μουσικής τους. Εμπιστευτείτε τους.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ