Ο όγκος και το ταλέντο της heavy metal σκηνής είναι πραγματικά ανεξάντλητα, δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός, πως εδώ και περίπου δύο δεκαετίες, πρωτοστατεί στο να κρατά την φλόγα της δημιουργίας αναμμένη για τα καλά. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε ένα sub-genre, που συνεχίζει να μας προσφέρει φρέσκες συνθέσεις, αντικομφορμιστικές ιδέες και καλλιτεχνικό πλουραλισμό, δεν είναι άλλο από το black metal. Ένα είδος, που μερικοί το υποτιμούν συγχέοντάς το με μεμονωμένες πράξεις κάποιων μουσικών του, ενώ στην πραγματικότητα είναι υπεύθυνο για κάμποσες από τις σπουδαιότερες κυκλοφορίες των τελευταίων τριάντα ετών στον ευρύτερο χώρο του heavy metal (ειδικά αν μιλήσουμε για τα 00’s και μετά, «παίζει μπάλα» σχεδόν μόνο του).
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Μετά από αυτόν τον πρόλογο (λίγο μεγάλος το ομολογώ) πάμε και στο κυρίως θέμα, που δεν είναι άλλο από την σαββατιάτικη εμφάνιση των Watain στο Gagarin. Στο πλευρό των Σουηδών βρέθηκαν και δύο εγχώριες μπάντες, οι Dead Congregation και οι Thy Darkened Shade. Οι τελευταίοι ήταν και οι πρώτοι, που πάτησαν στο σανίδι. Ένα σχήμα από την Αθήνα, που έχει στην πλάτη του δύο υπέροχες κυκλοφορίες και μετρημένες ζωντανές εμφανίσεις. Σκηνικά, λοιπόν, ήταν υπέροχοι, εκτελεστικά αλάνθαστοι και απέδωσαν την ατμόσφαιρα των δίσκων τους όσο καλύτερα γίνεται. Το θέμα με τους Thy Darkened Shade είναι ότι τα album τους είναι τόσο ατμοσφαιρικά, που για να τα ευχαριστηθείς στον απόλυτο βαθμό, πρέπει να τα ακούσεις απερίσπαστος. Αυτό από μόνο του δυσκολεύει την ζωντανή τους απόδοση και για να γίνω ξεκάθαρος, στην ίδια κατηγορία εντάσσω και τον σημαντικότερο black metal δίσκο, “De Mysteriis Dom Sathanas”. Παρά αυτήν την προσωπική μου «παραξενιά» (σικ), απόλαυσα το set τους και δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο πως τρεις μέρες μετά (την στιγμή που γράφεται το κείμενο) το live, ακούω ξανά το «Liber Lvcifer I: Khem Sedjet”.
Η συνέχεια ανήκε σε μία από τις καλύτερες (μία από τις πέντε καλύτερες αν θέλετε την γνώμη μου) metal μπάντες της σκηνής μας, τους Dead Congregation. Σε αυτό το σημείο να επισημάνω το εξής; ότι αν οι DC ήταν – ας πούμε – νορβηγικό συγκρότημα, ένα εικοσάρι εισιτήριο θα το πληρώναμε για να τους δούμε και να τους απολαύσουμε. Καμία ιδιαίτερη έκπληξη από τους death metallers, που για ακόμα μία φορά ήταν ακριβώς όπως μας έχουν συνηθίσει, άψογοι, καθηλωτικοί και πωρωτικοί. Όσοι τους έχετε δει έστω και μία φορά ζωντανά ξέρετε ακριβώς τι εννοώ, όσοι πάλι δεν το έχετε το κάνει ακόμα, στερείτε από τους εαυτούς σας μία μαγική βραδιά, που στο τέλος της απλά θα αναρωτιέστε γιατί αυτή η μπάντα δεν ζει από την μουσική.
Όσο εκπληκτικοί και αν ήταν οι δύο «εκπρόσωποι» μας, ήταν αδύνατο να κλέψουν τις εντυπώσεις από το θηρίο, που ακούει στο όνομα Watain. Αρχικά να πω ότι τους είχα δει πριν πέντε χρόνια, δηλαδή την προηγούμενη φορά, που είχαν επισκεφθεί την χώρα μας και ένιωσα σα να έβλεπα άλλη μπάντα. Η πρόοδος, που έχουν σημειώσει την τελευταία πενταετία, είναι πραγματικά σεμιναριακού επιπέδου. Φαίνεται ότι αν έχεις καλές σχέσεις με το σκοτάδι, εξελίσσεσαι (‘ντάξει πλάκα κάνω, ίσως κι όχι). Με την σκηνή να έχει γεμίσει με τρίαινες, τα κεριά να έχουν αρχίσει να ανάβουν και οι πρώτες φλόγες να ξεπηδούν από τελετουργικά τοποθετημένες δάδες, το stage ήταν έτοιμο να υποδεχθεί τον Erik Danielsson και την ανίερη παρέα του.
Ας ξεκινήσουμε από την εικαστική απόδοση του έργου των Watain, την οποία άλλωστε επιμελούνται οι ίδιοι. Όπως πολύ εύστοχα είχε πει ο Αβραάμ Λίνκολν: «Μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό». Ο λόγος που επικαλούμαι την παραπάνω ρήση είναι ότι, ανεξάρτητα του τι πιστεύει κάποιος, οι Watain δεν έχουν βρει έναν εμπορικό τρόπο για να πλασάρουν την μουσική τους. Επί της ουσίας πράττουν ακριβώς το αντίθετο, χρησιμοποιούν την μουσική ως μέσο έκφρασης των πεποιθήσεων τους. Αυτό τους δίνει την δυνατότητα να προσφέρουν ένα θέαμα, όπου η εικόνα και η μουσική συμβαδίζουν με μία μοναδική αισθητική ισορροπία, αφού βαδίζουν πάνω στον ίδιο καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό άξονα.
Καπνοί αρχίζουν να κατακλύζουν την σκηνή και σε ένα αποκαλυπτικό σκηνικό: μέσα από την «ομίχλη» το μόνο που φαίνεται είναι ένας ανάποδος σταυρός και σιγά-σιγά, κάποιες σιλουέτες κάνουν την εμφάνιση τους με μία να ξεχωρίζει κρατώντας μία αναμμένη δάδα και δεν είναι άλλος από τον Erik. Ακολουθεί μία σύντομη στιγμή βουβαμάρας, σαν την σιωπή, που προηγείται της καταιγίδας, η οποία δεν αργεί να ξεσπάσει, καθώς ακούγονται οι πρώτες νότες του “Strom Of The Antichrist”. Κι επειδή σωστά λένε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, δεν χρειαζόταν να διαθέτει κανείς καμία ιδιαίτερα οξυμένη καλλιτεχνική αντίληψη, για να καταλάβει πως δεν επρόκειτο να δει μία συνηθισμένη συναυλία, αλλά μία ωδή προς τον… Χωρίς να χάσουν χρόνο, μπήκαν και στην πρόσφατη τους δουλειά τους, το “Trident Wolf Eclipse” με το “Nuclear Alchemy” να αποτελεί προπομπό της εμπόλεμης κατάστασης που θα επικρατούσε στο venue για την επομένη μία και κάτι ώρα.
Πιστοί στις απόψεις τους οι Σουηδοί, αν και ήρθαν στην χώρα μας στο πλαίσιο προώθησης της τελευταίας τους δισκογραφικής δουλειάς, δεν παρέλειψαν κανένα κεφάλαιο της καριέρας τους. “The Child Must Die”, “Angelrape” και “Furor Diabolicus” ακούσαμε μόνο στο πρώτο μισάωρο! Είπαμε, είχαν έρθει αποφασισμένοι. Η συνέχεια είχε “Malfeitor”, όπου κάποια στιγμή πίστεψα ότι είδα τον Jon Nödtveidt (Dissection) να μειδιάζει σαρδόνια ανάμεσα στις τρίαινες, καθώς η βραδιά έφτανε προς την κορύφωση της. Με τα μέλη των Watain να ακολουθούν τον σαρωτικό ρυθμό του frontman τους, είχαν πετύχει να κάνουν το μισό Gagarin να τους κοιτά με εκφράσεις θαυμασμού και το άλλο μισό να κουνά με μανία το κεφάλι του πάνω κάτω.
Το κλείσιμο της εμφάνισης τους βρήκε τον Danielsson να σβήνει τελετουργικά τα κεριά, να προσεύχεται και να χαιρετάει εγκάρδια υπό τον ήχο επευφημιών του κοινού, που δεν σταματούσε να φωνάζει ρυθμικά το όνομα της μπάντας. Στα highlights της βραδιάς συγκαταλέγεται και η αναφορά του τραγουδιστή τους στους Rotting Christ, Lucifer’s Child και Dead Congregation, τους οποίους αποκάλεσε «αδέρφια» και έριξε και άλλο λάδι στην φωτιά, που έκαιγε εκείνη την στιγμή στο χώρο. Έτσι οι Watain απέδειξαν με τον πλέον πειστικό τρόπο πως είναι μία από τις μπάντες, που κρατούν ψηλά την σημαία του black metal και θα είναι από αυτές, που θα οδηγήσουν σε μία επόμενη μέρα, η οποία θα έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις ρίζες της, αλλά και μία μεγάλη διαφορά: δεν θα την θυμούνται για τις πράξεις της εκτός μουσικής, αλλά για τις μαγικές, σκοτεινές και γεμάτες μελωδία μουσικές στιγμές, που θα μας χαρίσει.
Hail Watain!