Ved Buens Ende. Ένα όνομα που σε κάποιους μπορεί να μη λέει τίποτα αλλά σε κάποιους άλλους να αποτελεί ένα συναυλιακό απωθημένο ζωής. Κατά τη γενική ομολογία όσων είχαν την τύχη να τους ανακαλύψουν όταν ξεκίνησαν, κάπου στις αρχές με μέσα των 90’s, το συγκεκριμένο act σήμαινε πολλά παραπάνω από μία απλά εκπληκτική νέα μπάντα.
Η απευθείας μετάφραση του ονόματος του σχήματος είναι “στο τέλος του (ουράνιου) τόξου”. Νορβηγοί είναι, η αναφορά στο μυθικό Bifrost -το ουράνιο τόξο που συνδέει τη γη των Θεών με τη γη των θνητών στη Νορβηγική μυθολογία- αναπόφευκτη. Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε πλήρως την ιστορική σημασία της παρθενικής τους εμφάνισης στη χώρα μας, θα πρέπει να μεταβούμε αρκετά πίσω: στην αρχή του.
Κάπου στο 1993, ο Vicotnik, κατά κόσμον Yusaf Parvez, έχει κυκλοφορήσει με το σχήμα του ονόματι Manes (όχι οι έτεροι Νορβηγοί experimental θεούληδες) δύο demo tapes μέσα στην ίδια χρονιά με αρκετά straight forward, ωμό και παγωμένο νορβηγικό black metal υλικό. Τίποτα δεν προϊδεάζει αισθητικά γι αυτό που θα ακολουθούσε. Κάπου εκεί θα συναντηθεί με τον Carl Michael Eide (Czral, Aggressor και πολλά άλλα ψευδώνυμα) ο οποίος σε εκείνη τη φάση παίζει drums με τους Ulver και έχουν μόλις κυκλοφορήσει το “Vargnatt” demo. Κάτοικοι του Oslo, πολυοργανίστες και οι δύο, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, αράζουν παρέα και γράφουν μουσική. Ο Carl Michael θα “τσιμπήσει” τον Hugh Stephen “Skoll” James Mingay από τους Ulver για μπάσο, και επισήμως οι Manes αλλάζουν το όνομά τους σε Ved Buens Ende και δουλεύουν το πρώτο τους υλικό.
Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε το ίσως πιο ιστορικό demo για την Norwegian black metal σκηνή με όνομα “Those Who Caress The Pale”. Θα κυκλοφορήσει το 1994 μονάχα σε κασέτα από την Ancient Lore Creations (τότε παρακλάδι της Misanthropy) και θα αποκαλύψει για πρώτη φορά τις ψυχωτικά παράξενες καλλιτεχνικές ανησυχίες αυτού του ιδιαίτερου trio. Υφολογικά κρατάει τις black metal ρίζες του σταθερές αλλά παράλληλα προσπαθεί να τις εξαπλώσει σε άγνωστα ακόμα νερά με τα δυσαρμονικά ριφς του Vicotnik, την παρανοϊκή ντραμιστική υποστήριξη του Czral και τις φιδίσιες μπασογραμμές του Skoll να συνθέτουν ένα θορυβώδες ψηφιδωτό που κατά πολλούς αποτελεί την απαρχή αυτού που σήμερα γνωρίζουμε ως “intelligent black metal”. Από τα ωμά blasts του “The Plunderer” στη μελαγχολία των “The Carrier of Wounds” και “You That May Wither”, το demo κορυφώνεται με το εκπληκτικό ομώνυμο instrumental.
Παρά την αίσθηση που δημιουργεί στο underground, η μπάντα δεν επαναπαύεται και ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1995, θα κυκλοφορήσει το πρώτο της -και τελευταίο μέχρι σήμερα- full length album με τίτλο “Written in Waters”, αυτή τη φορά μέσω του βασικού label της Misanthropy Records. Και κάπου εκεί περνούν στη σφαίρα του μύθου. Με βελτιωμένη παραγωγή που όμως κρατά τον norwegian black metal χαρακτήρα της, το άλμπουμ αυτό αποτελεί ένα αριστούργημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Από τις εναρκτήριες σπασμωδικές νότες του “I Sang for the Swans” μέχρι το επιλογικό instrumental “To Swarm Deserted Away” το “Written In Waters” είναι μια ωδή στη μελαγχολία. Τα “Carrier of Wounds” και “You that May Wither” από το demo έχουν επανηχογραφηθεί για να ταιριάξουν άψογα μέσα στο σύνολο. Κομμάτια σαν το “Autumn Leaves” (τυχαίος άραγε ο κοινός τίτλος με το ομώνυμο jazz standard;) με τα γυναικεία φωνητικά και την αιθέρια ατμόσφαιρα δείχνουν ότι η μπάντα μπορούσε να εξερευνήσει κι άλλα μονοπάτια χωρίς να χάνει το τελείως προσωπικό της feeling. Σε αυτό το πόνημα, οι Ved Buens Ende δεν παίζουν ακριβώς μπλακ μέταλ, αλλά τείνουν να θεωρηθούν ένα είδος μόνοι τους. Τα “παράφωνα” φωνητικά του Carl Michael θα γίνουν σήμα κατατεθέν τόσο εκεί, όσο και στο μετέπειτα σχήμα των Virus. Τα atonal κιθαριστικά θέματα του Vikotnik θα αντιγράφονται εις τους αιώνας των αιώνων από επίδοξους μιμητές ή ακόμα κι από τον ίδιο. Οι στίχοι “αυθαίρετοι”, στενάχωροι, σαν να μην υπάρχει γυρισμός, σαν το πηγάδι να μην έχει πάτο.
Δυστυχώς η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Το σχήμα θα διαλυθεί το 1997. Ο Vikotnik με τους Dodheimsgard, ο Carl Michael με τους Aura Noir και Virus και ο Skoll με τους Arcturus θα χαράξουν ο καθένας τη δική του ξεχωριστή πορεία στον ακραίο ήχο με τρομακτικά καλές κυκλοφορίες. Το 2005 ο Carl Michael θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας(;) πέφτοντας από τον 4ο όροφο και χάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ικανότητά κίνησης στα πόδια. Παρ’ολ’αυτα σαν Ved Buens Ende θα ανακοινώσουν ένα reunion το 2006 και μάλιστα θα εμφανιστεί και μια ανεπίσημη κυκλοφορία ενός rehearsal demo του οποίου όμως η πλειονότητα του υλικού τελικά θα καταλήξει στους Virus. Εν τέλει reunion δεν υπήρξε ποτέ και η μπάντα εξαφανίστηκε και πάλι από το χάρτη για αρκετά χρόνια.
Φτάνουμε λοιπόν στον Ιανουάριο του 2019, όπου στην επίσημη σελίδα της μπάντας στο Facebook θα αναρτηθεί ένα video με τα original μέλη της μπάντας συν τον Øyvind Myrvoll σαν session drummer να παίζουν live το υλικό των Ved Buens Ende “μπροστά σε παλιούς φίλους”. Η βόμβα είχε ήδη σκάσει και οι απανταχού λάτρεις των cult -πλέον- αριστουργημάτων τους βρίσκονται στις επάλξεις! Ακολουθεί official φωτογράφιση (η πρώτη της μπάντας αν δε με απατά η μνήμη μου) και ανακοίνωση κι άλλων shows αργότερα μέσα στη χρονιά μεταξύ των οποίων δύο στην Ελλάδα, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Σε διοργάνωση του Temple και της 3 Shades of Black, οι Ved Buens Ende παίζουν στο Fuzz Live Music Club στην Αθήνα την Παρασκευή 6 Μαρτίου και στο Eightball Club στη Θεσσαλονίκη το Σάββατο 7 Μαρτίου. Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως η συναυλία της Αθήνας είχε αρχικά ως χώρο διεξαγωγής του gig το Τemple αλλά η μεγάλη ζήτηση σε εισιτήρια ανάγκασε τη διοργάνωση να μεταφέρει τη συναυλία σε μεγαλύτερο χώρο.
Σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα λάιβ είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για τους λάτρεις του ακραίου, και όχι μόνο, ήχου να εξιλεωθούν από χρόνια υπομονής αλλά και για νέους ακροατές να ανακαλύψουν κάτι πραγματικά ιδιαίτερο.
“It will never leave…
…the scar… “