Ακόμη κι αν κατά τη διάρκεια κάποιου live, επιλέγει να σου έχει -σχεδόν- γυρισμένη την πλάτη, προτιμώντας να κοιτά τους μουσικούς του και να αγκαλιάζει ασφυκτικά την κιθάρα του, δεν υπάρχει λόγος να παρεξηγηθείς. Ο Ty Segall, πέρα από ξεχωριστού ενδιαφέροντος μουσικός, αποτελεί και μία γοητευτικά ιδιόμορφη περσόνα της rock σκηνής. Αν συνυπολογίσουμε και τα live albums της πορείας του, συνολικά έχει δημιουργήσει 12 ατομικές, δισκογραφικές δουλειές, σε διάστημα περίπου δέκα χρόνων, γεγονός που αποδεικνύει την αδιάκοπη, παθιασμένη σχέση του με τη σύνθεση, αλλά και τη ζωτική επιθυμία για πειραματισμό.
Η επιθυμία αυτή, έρχεται να επισφραγιστεί μέσα από την πρόσφατη κυκλοφορία του “First Taste”, στις 2 Αυγούστου 2019. Ο garage rock «θεός», Ty Segall, απαρνείται την ηλεκτρική κιθάρα του, δίνοντας ωστόσο «όρκο» πως σε αυτό το album, θα καταφέρει να μην κάνει αισθητή την απουσία της, ακολουθώντας εναλλακτικές οδούς, που θα λειτουργήσουν ως υποκατάστατά της. Έτσι, χωρίς να χάνεται η δυναμική του ατόφιου, βρώμικου, παραμορφωμένου ήχου της ψυχεδελικής-garage αισθητικής του, πειραματίζεται με τη χρήση ποικίλων μουσικών οργάνων, με τα synths να καθοδηγούν: σαξόφωνο, μαντολίνο, καμπάνες, ιαπωνικό koto και το δικό μας μπουζούκι, συγκροτούν μία ταυτότητα, που όσο μοιάζει να αποσχίζεται από το “comfort zone” του Ty Segall, άλλο τόσο παραμένει πιστή στις garage rock καταβολές της.
Όσον αφορά λοιπόν το συγκεκριμένο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον μουσικό δημιούργημα, σου συστήνω να μη σπαταλήσεις ενέργεια αναμένοντας να ακούσεις το ένα hit, να διαδέχεται το άλλο. Ο Ty, επιλέγει να εστιάσει αυτή τη φορά περισσότερο στη μαεστρία και το ταμπεραμέντο του ως παραγωγός, παρά ως μουσικός, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως το “First Taste” υστερεί σε κάτι συγκριτικά με προηγούμενες δουλειές του. Ακόμη κι αν δε συναντάται πληθώρα πιασάρικων κομματιών, το οπτικοποιημένο, μεγαλοπρεπές single “Taste”, αλλά και τα δυναμικά “The Fall”, “The Arms”, “I Sing Them”, σε προσκαλούν σε μία εθιστική, επίμονη κι επαναλαμβανόμενη ακρόαση. Στο κομμάτι “I Sing Them” μάλιστα, μέσα από τον βιωματικό στίχο: “I sing my song and sound like me… rather sing like me than try to sing your melody”, ο Ty Segall, μας επιβεβαιώνει πως χάρη στους ποικίλους ηχητικούς πειραματισμούς εντός της εντεκάχρονης σχεδόν καριέρας του, έχει καταφέρει να αναπτύξει την αυτοπεποίθησή του για το πού βαδίζει καλλιτεχνικά, η οποία φαίνεται να πατά σε γερά θεμέλια.
Σε αυτό το album, το μουσικό ταξίδι δε διαγράφει ευθεία πορεία. Βουτηγμένο στην ψυχεδέλεια, απ’ εκείνη που ευχαριστιέσαι με τα μάτια κλειστά, πότε χαράζει μία ορμητική stoner rock διαδρομή και πότε καταλήγει σε πιο μετριοπαθείς, indie συνθέσεις, που αποσκοπούν σε μία εσωτερική ενδοσκόπηση και μία μορφή διαλογισμού για τον καλλιτέχνη (“Fear is waking up in a bad dream, thinking of a family,” τραγουδά στο “The Arms”). Παρά την απουσία ροής, ο Ty Segall επιτυγχάνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των ακροατών του, που διψούν να ξεκλειδώσουν τον εσωτερικό, σύνθετο κόσμο του και να μελετήσουν τις ποικίλες ηχητικές του υπογραφές, όπως αυτές πραγματοποιούνται μέσω της χρήσης κι αρμονικής συνύπαρξης, ιδιαίτερων μουσικών οργάνων.
To “I Worship The Dog”, με την ενδιαφέρουσα lo-fi αισθητική του (η αγάπη του για τους σκύλους γίνεται εμφανής μέσα από τη συχνή αναφορά σε αυτούς στα τραγούδια του), είναι ένα ακόμη από τα κομμάτια που ξεχωρίζει κανείς στο “First Taste”, ενώ τα σύντομης διάρκειας και γρήγορου ρυθμού “When I met my Parents Parts 1 and 3”, αρέσκονται στο να λειτουργούν ως ένα ευχάριστο γέμισμα-γέφυρα μεταξύ των υπόλοιπων tracks του δίσκου.
Οι επιρροές του Ty Segall από τους Beatles και το μεγαλείο των Led Zeppelin, δε θα μπορούσαν παρά να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ταιριάζοντας ιδανικά με τη χρήση των εξωτικών μουσικών οργάνων, αλλά και το διπλό drumming, στοιχεία που συγκροτούν ένα μεθυστικό- “California driving”, διάρκειας 41 λεπτών- έργο. Με τον Ty Segall να βρίσκεται στο αριστερό κανάλι ως drummer και τον συνεργάτη και παραγωγό Charles Moothart στο δεξί, ο ήχος που φτάνει στ’ αυτιά μας οξύνεται, διογκώνεται, αποπροσανατολίζοντάς μας εύστοχα από την εξής απορία: μα, πού πήγε η ηλεκτρική κιθάρα σου Ty;
Ακόμη κι αν αυτό το καλοκαίρι δε σε βρει να αφήνεις σκόνη πίσω σου, σαρώνοντας τους καλιφορνέζικους δρόμους σε ένα αξέχαστο road trip, το “First Taste” αποτελεί την ιδανική μουσική επιλογή, για κάθε λάτρη του garage rock, που επιθυμεί να έρθει σε επαφή με την εξελιγμένη και ταυτόχρονα ατόφια, «παραδοσιακή» μορφή του, αλλά και να εντοπίσει σε αυτό ορισμένα από τα soundtracks των καλοκαιρινών του διακοπών. Ο Ty Segall, στα 32 του χρόνια, φαίνεται πως έχει βρει τη συνταγή, που επιμένει να μην απογοητεύει.