Αν και ντυμένη χειμωνιάτικα (μπήκε Δεκέμβρης), το μέσα μου ζεστάθηκε με το που μπήκα στο Κύτταρο. Ιστορικός συναυλιακός χώρος, 50+ χρόνια μετράει. Και επειδή είχα καιρό να τον επισκεφθώ, ένα δυνατό συναίσθημα με ξυπνάει, σαν déjà vu, οι αναμνήσεις πολλές. Χαμογελάω αναπόφευκτα.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)
Έχω αργήσει κάνα 10λεπτο, sorry Odysseas (Tziritas) Phone Orchestra και επιφυλάσσομαι. Δεν κατέχω ιδέα επίσης, περί τίνος πρόκειται, οφείλω να πω. Το Κύτταρο έχει σχεδόν γεμίσει, μία απαραίτητη στάση στο μπαρ και κατευθύνομαι προς την σκηνή. Οι κιθάρες κάνουν party, blues-αρίσματα και ψυχεδελικά ανοίγματα ανατρέπουν τους χαρακτηρισμούς που δένουν στο γενικό φάσμα της ανεξάρτητης rock σκηνής. Τα τύμπανα, ρυθμικά σηματοδοτούν τον παλμό, διαθέτουν μία κρυφή αδυναμία στη jazz διάσταση, όταν η φωνή, αν και προέρχεται από έναν πιτσιρικά, στέκει με αρκετό ενδιαφέρον, καθώς πειραματίζεται ανάμεσα σε pop, glam και νεο-punk φόρμες.
Δεν πρόλαβα πολλά, αφού το πολύ όμορφο, post-ατμοσφαιρικό, ορχηστρικό φινάλε, μόλις 10 λεπτά πριν τις 22:00’, σήμανε το τέλος της δικής τους παρουσίασης και της δικής μου ‘αναγνωριστικής’. Η αίσθηση που άφησαν πάντως, έκλεισε με θετικό το πρόσημο. Θα τα ξαναπούμε σίγουρα.
Θραξ Πανκc, ημέρα Σάββατο, βραδιά 2. Intro. Παγανιστικό ροκ. Πρωτόγονη η σύνδεση, Διονυσιακή η ατμόσφαιρα, υγιές το αποτέλεσμα, με όρεξη για μουσικές ζυμώσεις. Ανέκαθεν ενεργοί στην συμμετοχή, όταν υπάρχει πρόβλεψη-σκοπιμότητα, κοινωνικο-πολιτική, ‘In Peace We Trust’. Με στοιχεία stoner, psych και blues, η εισαγωγή από την κιθάρα και τον Πάνο Γκίνη, φωτιά. “Δέντρο” όμορφα και “Κουκουνούδα” ταιριαστά στην συνέχεια, πετάλια, delay και παραμορφώσεις επιδρούν και ‘από ένα δικό μας σε ένα ζωναράδικο’, “Βασιλικούδα”. Μetal/hardcore οδηγούς πιάνει η κιθάρα, κάνει θόρυβο, χοροπηδάει. Η ψυχεδέλεια βαράει εκπληκτικά σε ρυθμό “Μπαϊντούσκα” (‘ανακοίνωση προς τους χορευτές’) και ταβάνι, με το δοξάρι κατά το “Κόνιαλι”. Σε όλα τα μέρη. Τα δικά του, των ηχείων, του χώρου, του κοινού. Επιμένει συνεπώς και σε σημεία αργότερα.
Κυρίως θέμα. Ακούραστοι. Γεμάτοι πάθος, ηλεκτρίζουν ότι το παραδοσιακό, από τα θρακιώτικα κάλαντα μέχρι τη θρακιώτικη Μαρία, τη Μαριγώ, το “Μαργούδι”, αλλά και για την ένωση της τσαμπούνας/γκάιντας, με την ομόνοια/αρμονία του ήχου στον Ικαριώτικο της Αυγής. Κύριος ο λόγος της γκάιντας, μοιρολογεί, δίνει αέρα, επαναλαμβάνει σαν νερό και με τον λεπτό τρεμάμενο ήχο της, αναστατώνει. Αυτός ο Βαΐτσης Χαρακοπίδης, όταν δεν φυσάει, δεν τραγουδάει, δεν σφυρίζει ‘τι καλά το λέει το αηδόνι’ (“Που Ήσουν Εψές”), δεν ασχολείται με το εξτραδάκι λαπτοπ, δεν χτυπιέται καθώς παίζει ή δεν ζητάει ‘εκείνο το τζιν τόνικ που λέγαμε’… βγάζει επιφωνήματα (!) που μετατρέπονται σε γλυκιές και ονειρεμένες -επιπλέον του παιξίματός του νότες- σχέσεις/εφέ αλλά και μελωδικές στριγκλιές, που αφήνουν έναν αναστεναγμό, παρά το γρήγορο ρυθμό και τα “Γιούρια” που υπηρετούν.
Ο Γιώργος Σταυρίδης (με t-shirt επετειακό, 10 χρόνια Los Tre ), μελοποιεί με το νταούλι θαρρείς, τη γη-καταγωγή τους, “Ψες Είδια”. Τρανταχτός σε άκουσμα και φωνητικά, βράχος που πάλλεται, 92 κιλά άνθρωπος. Stage diving πραγμάτωσαν και οι τρεις τους, με ξεσηκωμού επιτυχία. “Αυγερινός” και “Κοίτα Με“, από αυτά που ευχαριστήθηκα στη ζωντανή τους εκτέλεση, “Βάκχες” στα φοβερά βουκολικά νέα, να δρομολογεί την κυκλοφορία του σε κάνα δίμηνο (‘συν/πλην, 2 χρόνια βάλε’).
Επίλογος. Με θεματολογία τον έρωτα, αλλά και τη μετανάστευση και τον ξεριζωμό. Με κοροϊδευτική διάθεση στα σχόλια, που μπορεί να ακουστούν σε έναν καφενέ. Η ενέργεια που βγαίνει είναι άμεση, διαδραστική. Η χορευτική και γεμάτη δονήσεις έκσταση, εύκολα έπεται. Ένα φανταστικό, ψυχεδελικό νανούρισμα τέλους και η αυλαία πέφτει, μέσα στο χειροκρότημα, χωρίς κανένα παράπονο, μετά από ένα τόσο χορταστικό και εκρηκτικό σετ. Μακάρι όλα τα πανηγύρια, να ήταν έτσι.