Μπορεί να έχουν περάσει μέρες και μπορεί η ζωή να είναι ζόρικη και να σου χαλάνε τα pc-ιά και να πλακώνει δουλειά και να τρως σαβούρες και γενικώς να μην πηγαίνει τίποτα όπως το προγραμματίζεις, υπάρχουν όμως πράγματα που χαράσσονται στη μνήμη σου και όταν τα ανασύρεις από το ντουλαπάκι των αναμνήσεων είναι πεντακάθαρα και διαυγή. Όλη αυτή η εισαγωγή για να πω πως μπορεί η πρώτη φορά που είδα τον Theodore live να ήταν δύο βδομάδες πριν, όμως ειλικρινά αυτή τη στιγμή που γράφω το report η ανάμνηση της απόλυτης παράδοσης στη μουσική του, μου προκαλεί τα γνωστά goose bumps.
Ανταπόκριση: Μυρτώ Ραμμοπούλου / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης
Να πω σε αυτό το σημείο, πως η πρώτη φορά που θα δεις κάποιον live μπορεί να είναι πάρα πολύ αγχωτική, ιδίως αν σου αρέσει πολύ. Σε κάθε περίπτωση η ζωντανή ακρόαση είναι μια εντελώς άλλη διαδικασία, όπου ο καλλιτέχνης καλείται να κερδίσει πολλά παραπάνω στοιχήματα από το απλά να σου φανεί ενδιαφέρων ή «καλός». Σε ένα show όλα είναι ένας αγώνας ενάντια στην τυχαιότητα των στιγμών, σε μια προσπάθεια να επικοινωνηθεί η τέχνη με τον ιδανικότερο δυνατό τρόπο. Κι αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να παράξεις ένα αντίγραφο αυτού που έχεις δημιουργήσει σε τέλειες στουντιακές συνθήκες; Η ραφιναρισμένη και δουλεμένη μέχρι δευτερολέπτου μελωδία που ως τώρα έχει έρθει στ’ αυτιά σου «προστατευμένη», είναι πια έκθετη μπροστά σου, ο ήχος παράγεται επί τόπου και όλα είναι εύθραυστα. Οι μουσικοί καλούνται να κοντρολάρουν ένα σύνολο τεχνικών παραγόντων, ενώ ταυτόχρονα ξεγυμνώνονται ψυχικά. Κι αν αυτά τα δύο μαζί δε γίνουν άψογα, δεν θα μπορέσει ποτέ να κρατηθεί ένα κοινό άφωνο. Από την πρώτη έως την τελευταία νότα. Κι αυτό ακριβώς έκανε ο Theodore.
Κυριολεκτικά από την αρχή ως το τέλος, το six d.o.g.s. καθηλώθηκε και αφωνίστηκε από τη μουσική ενός ανθρώπου, που σε κάθε του νότα μπορούσαμε σχεδόν ν’ ακούσουμε τον χτύπο της καρδιάς του. Χωρίς υπερβολή, παίζει να άκουσα ομιλίες δυο-τρεις φορές σύνολο σ’ όλη τη συναυλία. Κι αυτό δεν είναι παράλογο, γιατί όταν ο άλλος σου δίνεται ολοκληρωτικά, ολοκληρωτικά θα σε πάρει και μαζί του. Θα «αναγκάσει» τα αυτιά και τα μάτια σου να είναι εκεί κι έτσι θα πάρει και τη σκέψη σου και το σώμα σου, που θα παραδοθεί στο ρυθμό. Η σκηνή μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια πηγή του «ευ» και το κοινό έδειξε σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια.
Δεν είναι και περίεργο εδώ που τα λέμε. Ο Theodore έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στο “Inner Dynamics”, από το οποίο προήλθε και το setlist. Σε επίπεδο σύνθεσης αντανακλάται πλήρως ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στο έργο του, καθώς αν φανταστούμε τα κομμάτια του σαν μια συναισθηματική αντίδραση ή πορεία, το κάθε ένα από αυτά-αλλά και εντός καθενός από αυτά- μπορείς να διακρίνεις εναλλαγές ύφους που αποτυπώνουν αυθεντικά εναλλαγές δυναμικών. Τα συναισθηματικά δίπολα σχεδόν επιβάλλονται στον ακροατή, με έναν τρόπο «λείο» ωστόσο, που αν μη τι άλλο φανερώνει μια εξαιρετική αντίληψη της αρμονίας. Έτσι, παρά τον πειραματισμό η σύνθεση παραμένει συνεκτική, πράγμα που διευκολύνει την ταύτιση και τη συμπάθεια κατά την ακρόαση, ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα αίσθημα “ασφάλειας”: δεν θα σε “πετάξει” αυτό που ακούς, δεν θα σε ξενερώσει -δεν “κινδυνεύεις” από αυτό. Μπορείς να αφεθείς στο να ταξιδεύεις. Παράλληλα με αυτό, ένα προσεγμένο video projection σου δίνει την τελική πινελιά στη συνολική εμπειρία, προσθέτοντας στο σύνολο, χωρίς όμως να κλέβει από τον επί σκηνής καλλιτέχνη.
Προσωπικά, πολύ λίγα ακούσματα μου δημιουργούν αυτή την αίσθηση πληρότητας κατά την αναπαραγωγή τους, ειδικά live. Σε αυτό το βαθμό με κέρδισαν και τα καινούρια τραγούδια που έπαιξε, εξίσου δυναμικά και έντονα συναισθηματικά. Οι καταβολές από Sigur Ros είναι παραπάνω από εμφανείς, τα pop σφηνάκια είναι τοποθετημένα πολύ σωστά, ώστε να δίνουν μεν μια πιο ανάλαφρη χροιά, αλλά να μην ξεφεύγουν ωστόσο από τη συνολική post rock αισθητική. Είναι αξιοπρόσεκτο, δε, ότι αν αφαιρέσεις τα φωνητικά, των οποίων οι γραμμές δίνουν ένα καθαρά instrumental αποτέλεσμα, οι συνθέσεις παραμένουν πλήρεις. Και κάπως έτσι, με αυτή τη σκέψη, μου δημιουργήθηκε και το ερώτημα: «τελικά, παίζει ο Theodore το καλύτερο ελληνικό post-rock;»
Με αυτό το ερώτημα θα κλείσω αυτή την ανταπόκριση. Και για να το απαντήσω, δε θα ξαναχάσω ευκαιρία να τον ξαναδώ. Και προτείνω να ακολουθήσεις το παράδειγμά μου. Ίσως αυτή η προτροπή να απαντάει και το ερώτημα, έτσι δεν είναι;