“He’s my boss”, αναφωνεί στα μισά του setlist με περίσσιο πάθος ο θρυλικός Mike Scott και παρά το γεγονός ότι οι εμβληματικοί Waterboys επέστρεψαν στη χώρα μας έπειτα από δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ο Πάνας, ο δικός τους, συνυφασμένος με την ιστορία του rock n’ roll θεός, φαίνεται πως βρήκε και πάλι, μονομιάς τη θέση του ανάμεσα στις θεότητες του Ολύμπου. Με το αγέρωχο πνεύμα τους, τα ανεξίτηλα στην πορεία των 36 χρόνων τους κομμάτια, που όσο δοξάστηκαν ως εμπορικές, κλασικές rock επιτυχίες των 80s, άλλο τόσο αγκάλιασαν την παράδοση και αφιερώθηκαν στη folk, τη γέννηση της «Μεγάλης Μουσικής», το διοχετευμένο αίσθημα νεότητας και γλυκιάς νοσταλγίας, οι Waterboys, πιστοί στην προγραμματισμένη ώρα της εμφάνισής τους, έδωσαν ζωή για δεύτερη συνεχόμενη μέρα, στη σκηνή του σχεδόν κατάμεστου Piraeus Academy, έπειτα από το sold out της Πέμπτης.
Ανταπόκριση: Λουίζα Σολομών-Πάντα / Φωτογραφίες: Δανάη Φωκίου (περισσότερες εδώ)
Οι Steve Wickham (βιολί), Ralph Salmins (ντραμς), “Brother” Paul Brown (πλήκτρα), Aongus Ralston (μπάσο), καθώς και οι αιθέριες Jess Kav και Zeenie Summers (φωνητικά), συντροφεύουν τον Mike Scott σε μία ακόμη μεθυστική, βγαλμένη από παραμύθι live εμπειρία, ο οποίος στις 21:30 ακριβώς, αναφωνεί ένα θερμό «καλησπέρα Αθήνα», έπειτα από την εμφάνισή του στο stage. Το κομμάτι “When Ye Go Away”, από το κομβικό για τη μεταστροφή του ήχου του συγκροτήματος album “Fisherman’s Blues”, μας παρασύρει από τις πρώτες κιόλας νότες του, σε ένα ενθουσιώδες, πλαισιωμένο από «πολύχρωμα» συναισθήματα μουσικό ταξίδι, διάρκειας δύο ωρών. Λίγα λεπτά αργότερα, το ομώνυμο “Fisherman’s Blues” ηχεί και οι παλμοί μας μοιάζουν να συγχρονίζονται με το ηχητικό του κάλλος.
Για το “A Girl Called Johny, o Scott, αφήνει για λίγο την κιθάρα, για να πάρει τη θέση του στον «θρόνο» των πλήκτρων, ενώ ακολουθεί ένα ζωηρό, σύντομο στιγμιότυπο, με τον ίδιο να χαριτολογεί σε έναν θαυμαστή, έπειτα από την αργοπορημένη έκκλησή του να παιχτεί το “Fisherman’s Blues”, το οποίο είχε ήδη ηχήσει στο χώρο μερικά λεπτά πριν και «μαρτύρησε» την καθυστερημένη άφιξή του στη συναυλία. Η επακόλουθη «ωδή» στο classic, heavy rock γίνεται με τα “If the Answer is Yeah” και “Still A Freak”, που μας εξυγήρουν και μας υπενθυμίζουν τι εστί rock “n” roll, στην αυθεντική, μεγαλοπρεπή εκδοχή του, εκείνη που καταφέρνει να συμπτύξει ανθρώπους κάθε ηλικίας, για να επιδοθούν σε χορευτικές κινήσεις, να ερωτευτούν, να γελάσουν, να τραγουδήσουν δυνατά και να ανακαλέσουν αναμνήσεις.
Με τον Scott να συστήνει τα υπόλοιπα μέλη και ένα ζευγάρι δίπλα μου να με ωθεί να σκάσω ένα μεγάλο χαμόγελο, στη σκέψη της καταλυτικής παρουσίας και επίδρασης της μουσικής στον έρωτα, ακολουθεί μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές του live, με το “Nashville, Tennessee” και τις καθηλωτικές δεύτερες των «φρέσκων» κοριτσιών, της Jess Kav και της Zeenie Summers, να «φλερτάρουν» με την ακοή μας. Το ονειρικό, μελαγχολικό “This Is The Sea”, εισχωρεί σε κάθε χαραμάδα του εσωτερικού μας κόσμου, για να τον γεμίσει με αντικρουόμενα συναισθήματα και να τον παραδώσει κατάλληλα εφοδιασμένο σε μία ατόφια, rock “n” roll έκρηξη, όπως αυτή αποτυπώθηκε μέσα από το «μπαρουτιασμένο» track “Rosalind (You Married The Wrong Guy)”, με τον καψούρη Brother Paul να επιδίδεται σε ένα μανιασμένο “keytar solo” (keyboard guitar), συνώνυμου της πίκρας του για τη Rosalind. Σε ένα show, διαμορφωμένο για να αγκαλιάζει τις απροσδόκητες, μα συνάμα αρμονικές εναλλαγές στις διαθέσεις, η στιγμή της απότισης φόρου τιμής στον σπουδαίο Ginger Baker, συνιδρυτή και ντράμερ των Cream, γίνεται μία από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες της βραδιάς. Ο Salmins, προς τιμήν του, μας παρουσίασε το δικό του drum solo, τιτλοφορούμενο ως “Blues for Baker”.
Το “We Will Not Be Lovers”, μας προετοιμάζει κατάλληλα ώστε να παραδοθούμε αφοπλισμένοι λίγο αργότερα, στη μυστικιστική, «φυσιολατρική» μαγεία του αριστουργηματικού, θρυλικού “The Pan Within”, το παίξιμο του οποίου δε μας επιτρέπει να πάρουμε τα μάτια μας πάνω απ’ αυτό που διαδραματιζόταν στη σκηνή. Την ευλαβική αυτή στιγμή, με το βιολί να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ακουστική εκτέλεση του τραγουδιού, διαδέχεται έπειτα από το “Morning Came Too Soon”, ένα ακόμη ιστορικό και σπουδαίο κομμάτι της πορείας των Waterboys, το μαγευτικό, παραμυθένιο “The Whole Of The Moon”, που μπορεί να σηματοδοτεί τη λήξη της εμφάνισής τους, ωστόσο γίνεται η αφορμή για να ξεσπάσουμε σε ζητωκραυγές κατά την αποχώρηση της μπάντας από το stage και να «απαιτήσουμε» την επάνοδό της σε αυτή. Μια ανάσα πριν τον «οριστικό» αποχωρισμό μας, hard rock μελωδίες εκτροχιάζουν το φινάλε κατά το encore, για να μας εφοδιάσουν με δυνατές αναμνήσεις, που θα μας συντροφεύουν ωσότου τους ανταμώσουμε ξανά, όπως άλλωστε μας υποσχέθηκε και ο επιδραστικός, αχόρταγος frontman, Mike Scott. «Παγανιστικές» χορευτικές φιγούρες, μαεστρική οργανοπαιξία, θρυλικές μελωδίες και δυνατές αναμνήσεις, βαθιά ριζωμένες στη γοητεία της νεότητας, κατάφεραν να συνθέσουν ένα σκηνικό, ανάλογο της σπουδαιότητας των εμβηλατικών folk rockers, Waterboys.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ