Μπορεί τα ποπ είδωλα της εμπορευματοποιημένης μουσικής βιομηχανίας, να προσφέρουν στιγμές απείρου κάλλους στην κουλτούρα του “elevator music” και των social media, ωστόσο ποιος είπε ότι ακόμη και μέσα στον «παροξυσμό» αυτών των ημερών δεν περισσεύει λίγος χώρος για τους rock stars; Από το 1997, όταν και σχημάτισε τους The White Stripes, προσανατολίζοντας την garage rock σκηνή του Detroit των late 1990s και early 2000s στην αναγέννησή της, μέχρι και σήμερα, ο Jack White, είναι ο τύπος εκείνος, που πέραν του ότι αποδεικνύεται ικανός να υποστηρίξει αυτόν τον βαρύ και σύνθετο χαρακτηρισμό, καταφέρνει με τον τρόπο του να τα κάνει «όλα» καλά. Μα ναι. Ακόμη κι όταν εναποθέτει την ευθύνη όλων των pojects στις πλάτες του, ακόμη κι όταν αποφασίζει να επιστρέψει με τους The Raconteurs στη δισκογραφία, έπειτα από έντεκα περίπου χρόνια αποχής, που σηματοδοτούνται από την κυκλοφορία του δεύτερου studio album τους “Consolers of the Lonely” (2008) κι έπειτα, μία δουλειά για την οποία αξίζει να σημειωθεί, πως έφτασε στο νούμερο 7 του Billboard, λαμβάνοντας ακόμη και υποψηφιότητα στα Grammy’s για το καλύτερο rock album του 2008.
Στα 43 του χρόνια, ο Jack White είναι κάτοχος 12 Grammy Awards, τα τρία albums της solo πορείας του έχουν αποθεωθεί στην κορυφή των Billboard charts, ενώ το 2010, το Rolling Stone τον κατέταξε στην 70η θέση της λίστας του για τους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών. Μπορεί πλέον η πορεία του με τους White Stripes, να ανήκει στο παρελθόν, χτυπά ωστόσο συχνά-πυκνά το κατώφλι της έμπνευσης του μοντέρνου blues-rock «θεού». Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συνέβη στο νέο album των Raconteurs “Help Us Stranger”, που έφτασε στ’ αυτιά μας στις 21 Ιουνίου από την Third Man Records. Όσο η ατομική πορεία του, όπως δηλώνει ο ίδιος στην Irish Times, συνέβαλε αναπόφευκτα, έστω και υποσυνείδητα, στη διαμόρφωση του ήχου του “Help Us Stranger”, άλλο τόσο ο σκληρός, ατόφιος, παραμορφωμένος, ευθύς και bluesey ήχος της κιθάρας, μας γυρίζει πίσω στις ένδοξες εποχές των White Stripes, αλλά και στα πρώιμα δείγματα των Raconteurs, που συγκροτήθηκαν το 2005. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ίδιος, το “Shine the Light On Me”, ένα κομμάτι που έμεινε έξω από το τελευταίο, πειραματικό μουσικό του δημιούργημα “Boarding House Reach” (2018), έδωσε το έναυσμα στον ίδιο, τον επίσης συνθέτη του supergroup, Brendan Benson και τα υπόλοιπα μέλη, Patrick Keeler και Jack Lawrence (συνοδοιπόρο του στους The Dead Weather), για να καταπολεμήσουν τη «σκουριά» και να αρχίσουν να συνθέτουν το αποτελούμενο από 12 tracks, νέο εγχείρημα.
Το πιασάρικο, γκρουβάτο “Bored and Rased”, ανταμώνει την ταγμένη στη ρετρό αισθητική του Jack, cowboy μπαλάντα “Help Me Stranger”, για να περιγράψουν μαζί το βίωμα εκείνο, κατά το οποίο ο έρωτας σε κάνει να αμφισβητείς την ίδια σου την καταγωγή και ταυτότητα. Ο Jack δηλώνει χαμένος χωρίς «αυτή». Ο Jack είναι ένα ακόμη θύμα του έρωτα. Θα βοηθήσουμε τον Jack; Η συνέχεια στον δίσκο γίνεται με τη μελαγχολική, country μπαλάντα “Only Child”, που στοχεύει απευθείας στον ξεσηκωμό των ρομαντικών ψυχών. Το εκρηκτικό, σβέλτο, με τα riffs που εκρήγνυνται σαν πυροτεχνήματα και τα παιχνιδιάρικα, πομπώδη, οργισμένα φωνητικά, που μοιάζουν να έχουν «καταπιεί» ένα συνονθύλευμα των φωνητικών χορδών του Mercury και του Bellamy, “Don’t Bother Me”, δίνει τη θέση του στο “Shine The Light On Me”, με τους Beatles να ξεπηδούν μέσα από τις νότες του πιάνου, που καθοδηγεί. Τα αργόσυρτα riffs του “Somedays (I Don’t Feel Like Trying)”, κύριος γεννήτορας του οποίου είναι ο Benson, προσπαθούν για μια στιγμή να κατευνάσουν την εσωτερική εγρήγορση στην οποία βρισκόμαστε, ωσότου επέρχεται η κορύφωση στο κομμάτι, μέσα από την παθιασμένη επανάληψη του στίχου “I’m here right now, I’m not dead yet”, που παρακινεί και πάλι τα σωθικά μας να κοχλάσουν, στην ελπίδα ότι δε θα πεθάνουμε «ποτέ». Ο αργόσυρτος ρυθμός, εναλλάσσεται δεξιοτεχνικά με τον country-western ήχο, υπεύθυνη για την παραγωγή του οποίου είναι μία νέα B-Βender Fender κιθάρα, με την οποία και έπαιξε ο Jack White.
Το έβδομο track, είναι η χαρωπή, jazzy διασκευή στο κομμάτι “Hey Gup (Dig The Slowness)” του Σκοτσέζου Donovan, το οποίο άκουσε τυχαία μια μέρα στο ραδιόφωνο ο White. Η εκτεταμένη γέφυρα στο “Sunday Drive”, το γνήσιο, ξένοιαστο αυτό rock ‘n’ roll δημιούργημα, προσθέτει μία πινελιά pop δυναμικής, που αρμόζει σ’ ένα κομμάτι, προορισμένο για τον τύπο εκείνο που «τη χαλάει» στην αδελφή σου… Αν βέβαια μου ζητούσατε να ξεχωρίσω μονάχα ένα τραγούδι, από αυτό το ιδιαίτερα προσεγμένο και καλοδουλεμένο «πατροπαράδοτο» και ρετρό rock ‘n’ roll εγχείρημα των Raconteurs, αυτό θα ήταν αναμφισβήτητα το “Now That You’re Gone”. Γιατί απλούστατα χτύπησε «φλέβα χρυσού» από τη στιγμή που επιδόθηκε στην πρώτη ακρόασή του. Σαν να γνώριζε προτού καλά ακόμη φτάσει στ’ αυτιά μου, τις καταστροφικές συνέπειες που θα επέφερε σε μία ερωτευμένη, χιλιο-μαδημένη ψυχή. Το κλίμα αυτό εντείνεται μέσα από το «οδυνηρό» guitar solo, αλλά και το Septavox synth του Lawrence. Ένα ακόμη εξαγριωμένο momentum rock ‘n’ roll γνησιότητας, με garage και punk-rock στοιχεία, εντοπίζεται στο κομμάτι “Live A Lie”, με τις μαζοχιστικές του ορέξεις, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τους στίχους “I just wanna live a lie with you/ I like it better when you lie to me”, αλλά και στο “What’s Yours Is Mine”, που φαίνεται πως κρατούσε για το τέλος του εγχειρήματος όλο το “sexiness” που κρυφά αποζητούσαμε κατά την ακρόασή του.
Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο, ιεροτελεστικό κομμάτι “Thoughts and Prayers” άργησε να «βαπτιστεί», όπως μαθαίνουμε από τους The Raconteurs, οι ίδιοι γνώριζαν εξαρχής πως υπάρχει μονάχα μία θέση γι’ αυτό εντός του album, εκείνη του outro, τοποθετώντας κατ’ αυτόν τον μελωδικά απαλό και γλυκό τρόπο, μία άνω τελεία σε μία εκτενή περίοδο έμπνευσης και δημιουργίας. Ο Jack White, έχοντας δηλώσει πως δεν διαθέτει smart phone, θα ευχόταν σίγουρα να ζούσε σε μία εποχή απαλλαγμένη από αυτή τη μορφή τεχνολογίας, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει το “Help Us Stranger”, αυτή η ιδιαίτερα αναλογική παραγωγή που μοχθεί να ταιριάξει μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο όπως ο σημερινός. Εμείς με τη σειρά μας, ευχόμαστε η επόμενη δισκογραφική τους δουλειά να ταξιδέψει στ’ αυτιά μας αρκετά πιο άμεσα από την προηγούμενη, προτού η τεχνολογία βαλθεί να καταστρέψει κάθε σπιθαμή ρομαντισμού που έχει απομείνει. Αν και κάτι μου λέει πως οι Raconterus θα καταφέρουν και πάλι να τον ανασύρουν από τα «χαλάσματά» του, σωστά;