Είναι μια μπάντα που δεν μπορείς να μην μελαγχολήσεις όταν την ακούσεις. Η ατμοσφαιρικότητα είναι η δεύτερη φύση τους και τα live τους χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα δακρύων κι ιδρώτα. Οι The National κυκλοφόρησαν την όγδοη δισκογραφική δουλειά τους κι οι εντυπώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι είναι πολύ πιθανό αυτό το album να ακολουθήσει την πορεία του “Sleep Well Beast” του 2017, το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο Grammy για το καλύτερο alternative album της χρονιάς. Το “I Am Easy to Find” περιέχει δεκαέξι τραγούδια, προσφέροντας στον ακροατή μια ολοκληρωμένη ακουστική εμπειρία, που συνοδεύεται από στίχους που φανερώνουν πολλές πτυχές της προσωπικότητας του τραγουδιστή Matt Berninger. Ο πλουραλισμός του album φαίνεται κι από τον αριθμό των κομματιών, που αποτελεί τον μεγαλύτερο που είχε ποτέ album των The National, αλλά κι από το πλήθος των οργάνων, που συμμετέχουν στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών. Δεν πρόκειται για έναν απλό δίσκο, αλλά για ένα μουσικό project, που καταγγέλλει πολλά κι έχει ως πρωταγωνιστές τους The National, αλλά και την «πρέσβειρα» της οπτικοποίησης της μουσικής τους, Alicia Vikander.
Ο δίσκος ξεκινά με το πρώτο κομμάτι που κυκλοφόρησε ως single, με τίτλο “You Had Your Soul With You”. Πρόκειται για ένα κομμάτι που μιλάει για το πόσο δύσκολο είναι να κατορθώσουμε να κατανοήσουμε και να διακρίνουμε την απλότητα των πιο δυνατών συναισθημάτων, ενώ η ταινία μικρού μήκους, που έχει σκηνοθετήσει για αυτό το τραγούδι ο Mike Mills, αξίζει της προσοχής όλων. Το σημείο που αρχίζει να τραγουδά η Gail Ann Dorsey, μπασίστρια του David Bowie, είναι το αποκορύφωμα του κομματιού, διότι μπαίνει και στο ανατριχιαστικό δίστιχο « I have ordered my heart every word I’ve said, You have no idea how hard I died when you left». Στο “Quiet Light”, που ακολουθεί, ο Matt Berninger μας διηγείται μια ιστορία κατάθλιψης κι εγκατάλειψης ενώ λίγο μετά την μέση του κομματιού υπάρχει μια κρίση ψυχικής κατάστασης όπου ο πρωταγωνιστής νομίζει ότι ακούει τον άνθρωπο ή το συναίσθημα που ψάχνει, ενώ δεν είναι κάπου γύρω του. Μέχρι τώρα, πρωταγωνιστές του δίσκου είναι τα φωνητικά και τα drums του Bryan Devendorf. Αυτό αλλάζει στα επόμενα δύο τραγούδια, όπου τα keyboards του Aaron Dessner κάνουν την διαφορά και προσδίδουν μια ιδιαίτερη σκοτεινιά και μελαγχολική αισιοδοξία. Επίσης, τα γυναικεία φωνητικά προσφέρουν μια πραότητα και μια αίσθηση έκφρασης και των δύο πλευρών της αγάπης, δηλαδή κι αυτού που εγκαταλείπει κι αυτού που εγκαταλείπεται. Στο μεν “Roman Holiday” συμμετέχει πάλι η Gail Ann Dorsey και διηγείται μαζί με τον Matt Berninger, μια ιστορία εκμετάλλευσης, που εξελίσσεται στην Ρώμη, ενώ στο δε «Oblivions» συμμετέχει για άλλη μια φορά σε album των The National η τραγουδοποιός και σύζυγος του κιθαρίστα Bryce Dessner, Mina Tindle, λέγοντας μας για την ανασφάλεια του καθενός ακόμα και σε στιγμές απόλυτης ευτυχίας κι επιβεβαίωσης.
Η δυναμική του “The Pull of You” έρχεται σε αντίθεση με ό,τι έχει προηγηθεί και με το “Hey Rosie”, που ακολουθεί. Στο πέμπτο κομμάτι του δίσκου, ακούμε για πρώτη φορά στα guest γυναικεία φωνητικά την Lisa Hannigan, την Ιρλανδή τραγουδοποιό, που παίζει ένα από τα ωραιότερα indie folk που έχω ακούσει και καταφέρνει να σε μαγέψει με τη χροιά της και το εύρος των οργάνων, που ξέρει να παίζει με ιδιαίτερα καλή τεχνική. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου τραγουδιού είναι, ότι τόσο η Lisa όσο κι ο Matt απαγγέλουν τα κουπλέ, προσομοιώνοντας την έκφραση των εσωτερικών σκέψεων ενός ζευγαριού, που χωρίζει και νιώθει απογοητευμένο κι ολίγον χρησιμοποιημένο από το εκάστοτε έτερον ήμισυ. Στο τέλος του κομματιού ακούγονται και λίγο εντονότερα τα βιολιά και τα τσέλο, γεγονός που ισχύει και στην εισαγωγή του “Hey Rosie” σε συνδυασμό με την κλασσικίζουσα σύνθεση του πιάνου. Σε αυτό το σημείο, μπορώ να παρατηρήσω το contralto εφέ, που έχει δουλέψει και χρησιμοποιεί στη φωνή του ο Berninger, παραπέμποντας στις πιο ιδιαίτερες χροιές της προηγούμενης εικοσαετίας, όπως ο David Bowie, ο Leonard Cohen και (όχι τόσο) ο Iggy Pop. Σχεδόν στη μέση του album βρίσκουμε το τελευταίο single, που κυκλοφόρησε πριν την κυκλοφορία της ολοκληρωμένης δισκογραφικής δουλειάς της μπάντας, το ομώνυμο με τον δίσκο τραγούδι. Στο “Ι am Easy to Find”, καταλαβαίνουμε, πλέον, την μοναχικότητα που προσπαθεί να εξωτερικεύσει η μπάντα σχετικά με την ύπαρξη μας σε αυτό τον πλανήτη, όπου στεκόμαστε σε μια πανηγυρική παρέλαση, ενώ μέσα μας θρηνούμε και δεν είμαστε καθόλου περήφανοι για το εγώ μας. Η συμμετοχή της Kate Stables είναι καθοριστική, ώστε να αποκτήσει ένα hype το κομμάτι όσον αφορά την απήχηση του στο κοινό, αφού η συγκλονιστική κι ήρεμη φωνή της σε μαγεύει πολύ εύκολα.
Το καλύτερο κομμάτι του album, κατά την γνώμη μου, έρχεται σε αυτό το σημείο, αφού έχει προηγηθεί το χορωδιακό “Her Father in the Pool”. Το “Where is Her Head” είναι το πιο ολοκληρωμένο τραγούδι του δίσκου και σου ελκύει την προσοχή από τις πρώτες νότες του Aaron στα πλήκτρα και τις ταμπουριές του Bryan. Αθέατος, αλλά βασικός συντελεστής του τραγουδιού αυτού αλλά κι όλης της δισκογραφικής δουλειάς, είναι ο Scott Devendorf στο μπάσο, που έχει δώσει το απαραίτητο βάθος και βοηθάει τον ακροατή να βουλιάξει στα συναισθήματα του με τον υπόκωφο ήχο του. Η νεαρή Eve Owen συμπεριλαμβάνεται στην παρέα των γυναικείων φωνητικών του δίσκου κι η αθωότητα της φωνής της σίγουρα εντείνει την αίσθηση της αγνής αναζήτησης, που εκφράζεται μέσω των στίχων του τραγουδιού. Ακολουθούν άλλα εφτά κομμάτια κι αρχίζω να πιστεύω ότι η φλυαρία είναι αρκετή σε αυτό το album. Ίσως το μόνο τραγούδι που σώζεται, είναι το “Not In Kansas”, διότι παραθέτει με σοκαριστικό τρόπο την παροντική κατάσταση στην Αμερική, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την οπλοκατοχή, την περιθωριοποίηση κάθε ελεύθερης φωνής και βούλησης και την ανάδειξη του παλαιομοδίτικου κι επικίνδυνου τρίπτυχου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Η μουσική, που συνοδεύει αυτούς τους ωραίους και καταγγελτικούς στίχους, είναι τoooόσο χλιαρή που σε κοιμίζει κι αντί να είναι χαστούκι στην συντηρητική πλευρά της υφηλίου, είναι χάδι στο μάγουλο, λες κι απλά έβαλαν το δάχτυλο στο βάζο με την μαρμελάδα της γιαγιάς.
Μέχρι να φτάσουμε στο “Light Years”, επικρατεί μια συνεχόμενη μονοτονία, η οποία σπάει στα αυτιά μου μόνο με δύο τρόπους: τα trip hop κι ηλεκτρονικά στοιχεία των κομματιών και το “Rylan”. Αν δεν υπήρχε αυτό το κομμάτι, ο δίσκος θα μπορούσε να έχει δέκα κομμάτια αντί για δεκαέξι άνετα. Αλλά αυτό το τραγούδι συνδέει την δυναμική του πρώτου μισού του album με την κατάθλιψη και την ανάδειξη του πιάνου και των εγχόρδων ως κύρια όργανα στο δεύτερο μισό. Θυμίζει άπειρα πολύ Coldplay κι Arcade Fire, αλλά είναι ξεκάθαρα The National από το 2017, που μου φαίνεται τόσο μακρινό τώρα που ακούω την εξέλιξη τους. Κάπως έτσι, φτάνουμε στο τέλος, όπου μεσολαβεί το ψυχεδελικό κι ατμοσφαιρικό “Underwater” εκτελεσμένο άψογα από την χορωδία της νεολαίας του Brooklyn και λειτουργεί ως εισαγωγή για το απλό, λιτό και καθηλωτικό “Light Years”. Μόνο για αυτό το κομμάτι αξίζει να ρίξεις μια ματιά στον δίσκο και να νιώσεις πως τα καλύτερα μπορούν να έρθουν, αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι κάποιοι άνθρωποι, όσο κι αν δεν το θέλουμε, απέχουν «έτη φωτός» μεταξύ τους.
Τα συναισθήματα μου με το τέλος αυτής της δισκογραφικής δουλειάς είναι ανάμεικτα και αμφιταλαντεύονται μεταξύ ικανοποίησης κι αμφισβήτησης. Είμαι ικανοποιημένος από αυτό που άκουσα, αλλά αμφισβητώ το κατά πόσο είναι αυτό ένα αποτέλεσμα 100% καθολικής προσπάθειας των The National κι όχι απλά ένα album για να δείξουν ότι κάτι έκαναν αυτά τα δύο χρόνια. Εγώ είδα μηδενική εξέλιξη στις συνθέσεις και στην τεχνική τους και μόνο οι στίχοι τους είχαν μια αίγλη εφάμιλλη των προηγούμενων albums τους. Σίγουρα, υπήρχαν κάποιες τραγούδια- χαραμάδες φωτός, αλλά ουσία ελάχιστη και ψάχνω ακόμα πού οφείλεται αυτό. Παρ’ όλα αυτά, έχω την ισχυρή πεποίθηση ότι όλα αυτά τα κομμάτια στην live εκδοχή τους θα είναι αλλιώς, γιατί όλοι ξέρουμε την απίστευτη δυναμική της μπάντας, που την κάνει τους Radiohead της εποχής μας. Μέχρι αυτό να αποδειχθεί, μπορούν καλύτερα κι ίσως να δούμε από αυτούς ένα από τα album που θα μνημονεύουμε σε μια εικοσαετία από τώρα.