The Angels’ Share, and the Devil’s Cut. Δύο όροι που ίσως έχετε συναντήσει οι πιο μερακλήδες από εσάς. Αναφέρονται συνήθως στα πλαίσια της παρασκευής του whisky, αν και η αλήθεια είναι ότι αφορούν κάθε αλκοολούχο σκεύασμα που παλαιώνεται σε βαρέλια. The Angels’ Share, ή το Μερίδιο των Αγγέλων αν προτιμάτε, είναι το μέρος του ποτού που μοιραία θα εξατμιστεί περνώντας από τους πόρους του βαρελιού. Γυρώ στο 1-2% ανά έτος. Αλλά αν οι Άγγελοι έχουν το μερίδιό τους, αντίστοιχα κάποιος Άλλος θα απαιτήσει το δικό του. Και για να παραφράσω τον Magus και ένα από τα πραγματικά αριστουργήματα της πρώτης προσωπικής δουλειάς του, you have to give the Devil His due. Έτσι the Devil’s Cut, ή αλλιώς το Ποσοστό του Διαβόλου, είναι το μέρος του ποτού που θα απορροφηθεί από το ίδιο το βαρέλι. Σκεφτείτε το αλλιώς. Ένα μέρος του ποτού δραπετεύει προς τον ουρανό, και ένα άλλο μένει εδώ, πίσω στη γη. Εμείς θα μείνουμε στην γή.
Θα μείνουμε στην γη είπα; Διορθώνω πάραυτα. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της προακρόασης του πρώτου δίσκου που μας προσφέρει ο Magus, θα σκάψουμε βαθιά, και θα κατεβούμε στα έγκατα, στην άβυσσο. Εκεί που η ιστοριά που μαεστρικά ξετυλίγεται στο “ΒΥΣΣΟΔΟΜΩΝΤΑΣ” λαμβάνει χώρα. Το concept είναι ξεκάθαρο. «Ο Εωσφόρος, ο αληθινός benefactor της ανθρωπότητας για εμάς, έχει εξοργιστεί με την πορεία του ανθρώπινου γένους» μας λέει ο Magus. «Θεωρώντας ότι έχουμε κάνει κακή χρήση της ελευθερίας και της γνώσης που μας χάρισε, αποφασίζει να καταστρέψει την ανθρωπότητα και να την οδηγήσει σε μια νέα αναγέννηση». Βυσσοδομώντας. Όλα ξεκινάνε από αυτή τη λέξη, που ένα τυχαίο άκουσμά της κάπου αποτέλεσε το εφαλτήριο για όλα τα υπόλοια. Χτίζοντας στα βάθη, στην Άβυσσο. “Όλο αυτό υπήρχε ήδη πριν ξεκινήσουμε στο μυαλό μου, κάθε νότα, κάθε λέξη αυτού του δίσκου, υπηρετούν αυτό το όραμα, αυτό το concept”.
Όλα αυτά γίνονται ξεκάθαρα με το που αρχίσει να παίζει ο δίσκος, καθώς το πρώτο πράγμα που βγαίνει από τα ηχεία είναι πραγματικά το ηχητικό αντίστοιχα της κατάβασης, πειστικό και οριακά δυσάρεστο, με αποτέλεσμα το εναρκτήριο “This is my Church” να έχει ήδη βάλει τον ακροατή στην ιδιότυπη ατμόσφαιρα του album. Ποια είναι αυτή; Θα ανατρέξουμε και πάλι στον τίτλο, καθώς όσο πολυσχιδής είναι ο δίσκος μουσικά, τόσο ενιαία και ξεκάθαρη είναι η αισθητική του, και αυτή ορίζεται από ένα αίσθημα κλειστοφοβίας, απειλής, αποκρυφισμού με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Καθ’όλη τη διάρκεια νιώθεις ότι παρακολουθείς κάτι που δεν θα έπρεπε, κάτι που συμβαίνει στις σκιές, κάτι που πρέπει να μείνει κρυμμένο. Σε αυτό βοηθάει η παραγωγή, η οποία είναι τόσο ζωντανή, που σου δίνεται η εντύπωση ότι αν σηκώσεις το βλέμμα σου θα δεις την μπάντα να παίζει μπροστά σου. Βοηθάει και η αβίαστη κινηματογραφικότητα του δίσκου, ο οποίος παντρεύει τα μέρη του με τέτοια μαεστρία, που πραγματικά «βλέπεις» τα όσα διαδραματίζονται.
Σε κανένα σημείο για μένα δεν γίνεται πιο ξεκάθαρο αυτό από ό,τι στο ομώνυμο. Το “ΒΥΣΣΟΔΟΜΩΝΤΑΣ” ξεκινάει με μια ψαλμωδία που επαναλαμβάνει την λέξη επίκεντρο του album, για να περάσει σε μία στοιχειωτική, οριακά εξαϋλωμένη σύνθεση, που μαζί με τους απειλητικούς ψιθύρους, ενσαρκώνει το “hexes weaved in silence” που ακούμε στη δεύτερη στροφή. Όσο και αν αντιπαθώ να μένω σε τεχνικές λεπτομέρειες, δεν μπορούμε να πούμε αρκετά για την οργανικότητα αυτού του δίσκου. Πάρτε για παράδειγμα τα χορωδιακά σημεία που υπάρχουν διάσπαρτα, για να καταλάβετε τι εννοώ: το γεγονός ότι αυτά έχουν προκύψει από συνεργασία με αληθινή χορωδία, έχει σαν αποτέλεσμα το αυτί σου να «πιστεύει» αυτό που ακούει, και αυτόματα ο εγκεφαλός σου να το μετατρέπει σε εικόνα.

Λείπουν τα πιο straightforward κομμάτια από τον δίσκο; Όχι, σε καμία περίπτωση. Έχουμε το “Lux Tenebrarum”, το οποίο ενδεχομένως θα έχετε ακούσει οι περισσότεροι και είναι – αν μου επιτραπεί ο όρος – από τα πιο «φυσιολογικά» κομμάτια που θα βρείτε εδώ. Έχουμε τα ξεσπάσματα του “The Fall of Man” και “Idolatrous Discord”. Έχουμε τους μεθυστικούς, αρχοντικούς ρυθμούς του “Peacock King” που υμνεί τον Tawûsî Melek, τον μυστήριο Αρχάγγελο-παγώνι των Γιαζίντι. Αλλά ας μη γελιόμαστε. Δεν μιλάμε εδώ για έναν δίσκο εύκολο, έναν δίσκο ευθύ, ή έναν δίσκο που στοχεύει στη διασκέδαση. Μιλάμε για ένα πολύπλευρο έργο με βάθος, με «πυκνό» γράψιμο, και τραγουδοποιεία που σχεδόν πουθενά δεν ακολουθεί «ροκ» φόρμες. Ένα album που απαιτεί πολλαπλές ακροάσεις για να το αποκρυπτογραφήσεις και να αποκρυσταλλώσεις τόσο το καθαρό μουσικό κομμάτι, όσο και την φιλοσοφική – για να μην πω ιδεολογική και με πείτε υπερβολικό – πρόταση που ενυπάρχει στους στίχους και την ιστορία.
Γι’αυτό συγχωρέστε με σύντροφοι που επιλέγω να μη μείνω πολύ σε πεζές περιγραφές «κομμάτι-κομμάτι» ή σε αναλύσεις ύφους και οργανοπαιξίας. Από τη μία είναι δύσκολο να μιλήσω με αξιοπιστία μετά από μόλις μία ακρόαση, και από την άλλη θεωρώ πολύ σημαντικότερο να σας βάλω όσο μπορώ στο κλίμα, στην ψυχή αν θέλετε, του δίσκου. Και έτσι, ο πραγματικός μαύρος χρυσός του “ΒΥΣΣΟΔΟΜΩΝΤΑΣ” είναι στα πιο μυστηριακά κομμάτια του, όπως το ομώνυμο που περιγράψαμε πιο πάνω. Όπως το ασφυκτικό “Negative Renaissance” με τις δυσφορικές του μελωδίες.
Όπως το “Ama Lilith”, κομμάτι για το οποίο ο Magus ένιωσε την ανάγκη να μας κάνει μια μικρή εισαγωγή, λέγοντάς μας δυο λόγια για τη Θηλυκή Αρχή στην οποία είναι αφιερωμένο το κομμάτι. «Lilith, Εκάτη, πείτε το όπως θέλετε, η Θηλυκή Αρχή είναι αυτή που έχει τη δύναμη τόσο να καταστρέφει, όσο και να γεννά. Το αρσενικό μπορεί μόνο να καταστρέφει, για αυτό και για μένα στο θηλυκό βρίσκεται η πραγματική δύναμη. Αυτό είναι το Ισχυρό Φύλο.» Για αυτό και όπως μας πληροφόρησε ο ίδιος, τα φωνητικά έχουν γίνει εξ’ολοκλήρου από δύο γυναίκες, την Hel Pyre των W.E.B. και την IDVex των 1/2 Southern North. Ο ίδιος επέλεξε να ακουστεί μόνο στο υποβλητικό τελετουργικό μέρος στο μέσο του κομματιού, μια σχεδόν ελεγειακή, θρηνητική επίκληση, που υπογραμμίζει όλα όσα έχω πει μέχρι στιγμής για την εικονοπλαστική δύναμη του δίσκου.
Για να φτάσουμε, τέλος, στο κομμάτι που έγινε και η αφορμή για την εισαγωγή μας. “Give the Devil His Due”. Σας κάνει ο όρος black metal blues; Επιτρέψτε μου να πω ότι ακόμα δεν είστε σε θέση να απαντήσετε, γιατί δεν έχετε ακούσει το κομμάτι. Σχεδόν σας ζηλεύω γι’αυτό, γιατί η πρώτη φορά είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούμε να επαναλάβουμε, αλλά ας φτιάξουμε μια εικόνα. Ας φανταστούμε ένα μπαρ κάπου στη Νέα Ορλεάνη. Ας φανταστούμε μια μπάντα στη σκηνή, να κουρδίζει πριν ξεκινήσει το σετ της, ενώ από κάτω μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων, φιγούρες μέσα στον καπνό και το ημίφως, περιμένουν. Ένας από αυτούς, ο πρωταγωνιστής μας, περιμένει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Περιμένει έναν μυστήριο ξένο, στον οποίον έχει πουλήσει την ψυχή του πριν χρόνια, για να κάνουν τη σούμα. Εν τω μεταξύ η μπάντα αρχίζει να παίζει ένα αργό blues κομμάτι, ενώ η καταραμένη φωνή του King Dude, φιλική συμμετοχή στην ιστορία μας, αφηγείται πολύ πιο πειστικά, όσα εγώ αδέξια προσπαθώ να σας μεταφέρω. Ο ξένος έρχεται. Και όσο ο ήρωάς μας κάνει μια τρομακτική συνειδητοποίηση, το blues jam της μπάντας στην σκηνή μετατρέπεται σταδιακά σε έναν black metal εφιάλτη. Μπορείς να πεις ότι αυτό το κομμάτι συνοψίζει όλον τον δίσκο, τόσο μουσικά, σαν μία τολμηρή μουσική εξερεύνηση, όσο και φιλοσοφικά, σαν μια ιστορία για ένα δώρο που ποτέ δεν εκτιμήθηκε, και μια μεγάλη παρανόηση για το τι τελικά απαιτεί από εμάς ο Εωσφόρος.
Όπως και να έχει, αυτό το κείμενο κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει. Θυμηθείτε, για κάθε τι που χάνεται προς τον ουρανό, κάτι πρέπει να μείνει στη γη. Και λίγο πριν χαθούν όλα με μια μυρωδιά θειαφειού στην τελευταία αυτή ιστορία μας, μπορούμε να ακούσουμε τους Βασιλικούς Αγγελιαφόρους να επαναλαμβάνουν την επωδό που χαρακτηρίζει όλο το έργο: De Tenebris et Dolorem est Justicia Infernalis. Επιτρέψτε μου με αυτό να σας αφήσω.
