Στα πρώτα του χρόνια o Jeffrey Lee Pierce υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της No Wave σκηνής της Νέας Υόρκης, έχοντας ταυτόχρονα την αγάπη για τα blues και την rockabilly. Από την αυγή κιόλας της καριέρας του με τους Gun Club έδειξε το Fire of Love, ένα αιχμηρό punk ντεμπούτο όπου συνυπήρξαν αυτές οι δύο μεγάλες του επιρροές και τάραξε τα νερά της punk σκηνής των 80’s κερδίζοντας τον σεβασμό αλλά και τη φιλία μεγάλων μουσικών όπως τα μέλη των Blondie,o Nick Cave και ο Henry Rollins.
Ήταν σχεδόν αναμενόμενο, αυτή η επιτυχημένη αφετηρία να οδηγήσει σε μια μεγαλειώδη συνέχεια που ήταν το Miami που κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες πριν από 40 χρόνια. Ο Jeffrey Lee Pierce έδειχνε απρόθυμος να βαδίσει τους έτοιμους δρόμους και προτίμησε να φτιάξει τους δικούς του, δημιουργώντας τις δικές του ηχητικές αντιφάσεις μέσω των οποίων ξεδίπλωνε το πλούσιο συνθετικό του ταλέντο, άλλοτε με τις οργισμένες ωμές punk εκρήξεις των “Texas Serenade”,”Bad Indian”, άλλοτε με τους φρενήρεις americana ρυθμούς των “Like Calling Up Thunder”, “Brother and Sister”,αλλά και με τις διασκευές στα “Run Through The Jungle” (Creedence Clearwater Revival),b”Fire of Love”(Jody Reynolds) που εναρμόνισε στο δικό του προσωπικό ύφος.bΑκόμη και η διασκευή στο παραδοσιακό folk τραγούδι “John Hardy”, έδειχνε πως ο Pierce ήξερε να φέρνει ένα τέτοιου είδους τραγούδι στα μέτρα του, ενώ η σκοτεινή americana του closing track “Mother of Earth” θα αντηχεί εις το διηνεκές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Gun Club άλλαξαν μουσικούς σαν τα πουκάμισα και κυκλοφόρησαν μια σειρά από εξαιρετικούς έως αξιόλογους δίσκους με τον Jeffrey Lee Pierce να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί μέσα από ένα αυτοκαταστροφικό lifestyle παρόμοιο με αυτό που ακολούθησαν τα ινδάλματα του και που δυστυχώς είχε για εκείνον το ίδιο φινάλε με αυτά, μιας και το νήμα της ζωής του κόπηκε στα 38 του χρόνια.
Η μεγάλη επιτυχία και η αναγνώριση δεν ήρθαν ποτέ για εκείνον και τους Gun Club, ωστόσο ο Jeffrey Lee Pierce εξακολουθεί να μνημονεύεται ως ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της σκηνής του L.A. και το Miami σε κάθε του γύρισμα στο πικάπ εδώ και 40 χρόνια θα λειτουργεί ως μια υπενθύμιση γι’αυτό. Ένας δίσκος που πολλές μικρές και μεγάλες μπάντες θα θέλανε να είχαν φτιάξει αλλά μόνο οι Gun Club τα κατάφεραν.