Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε αυτή η συναυλία, δεν υπήρχε περίπτωση να την χάσω, αφού και στα δύο σχήματα που εκτιμώ πολύ δινόταν η ευκαιρία να κλείσουν τινά “ανοικτούς λογαριασμούς”. Η Sylvaine μου είχε πει σε προ ολίγων ημερών συζήτηση ότι ήθελε πολύ να ξανάρθει μετά την πρώτη εμφάνισή της στην Αθήνα, συγκεκριμένα “αυτή τη φορά με καλύτερες συνθήκες για τη μπάντα και το κοινό” σε σχέση με, όπως το έθεσε, “μια από τις χειρότερες συναυλιακές εμπειρίες της” πριν έξι χρόνια. Οι Euphrosyne από την άλλη δεν έφεραν παρόμοιο βάρος, αλλά θα δινόταν μια καλή ευκαιρία να ξανακούσουμε τα κομμάτια του “Keres” στην σκηνή μετά την προ λίγων μηνών πρώτη παρουσίασή του, όπου μπορεί μεν τα πράγματα να μην ήταν εξίσου καταστρεπτικά, όμως κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες δεν είχαν επιτρέψει να τα αποδώσουν στο καλύτερο δυνατό.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Ελισάβετ Παπαγιαννίδη-Shahakimova (περισσότερες εδώ)
Παρά την τραγική συγκυρία, που σίγουρα έριχνε βαριά τη σκιά της σε κοινό και μουσικούς, ίσως και επειδή εξ αιτίας αυτής χρειαζόμασταν περισσότερο την διαφυγή, το Temple είχε ήδη γεμίσει την προκαθορισμένη ώρα που θα ξεκινούσαν οι Euphrosyne, οπότε και χωρίς καθυστέρηση ανέβηκαν στη σκηνή με τετραμελή σύνθεση και αυτή τη φορά, με λιτότερο, λιγότερο συντονισμένο styling σε σχέση με την παρουσίαση του EP. Μετά την εισαγωγή με το “Black Opal” δεν χρειάστηκαν πολύ περισσότερο από τα πρώτα λεπτά του “Pale Days” για φανεί πως η μεγαλύτερη εμπειρία τους είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα: Αυτή τη φορά όλα τα φωνητικά της πάντα θεατρικής σε κίνηση και έκφραση Έφης Ευαγγελινού, αιθαίρεια και λυσσαλέα, ήταν διακριτά καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους, από τις ατμοσφαιρικές στιγμές μέχρι όταν οι διπλομποτιές ορύωνταν, το μπασο όργωνε και η κιθάρα θέριζε ανελέητα, όπως στα καταιγιστικά “When My Fears Conquered All” και “Sister of Violence”. Δεν θα έλεγα ότι ήμουν δυσαρεστημένος από την προηγούμενη εμφάνισή τους, όμως ακόμη κι αν κάποιο άτομο είχε μείνει παραπονεμένο, οι Euphrosyne δεν μπορεί να μην είναι ικανοποιημένοι με την απόδοσή τους και να το κάλυψαν πλήρως με αυτή.
Μετά το απαραίτητο διάλλειμα για να χαλαρώσουν και λίγο οι σβέρκοι από το headbanging, στην προκαθορισμένη από το πρόγραμμα ώρα ανέβηκε και η έτερη τετραμελής για την βραδιά μπάντα, αυτή της Sylvaine, η οποία μάλιστα γιόρταζε τον ένα χρόνο κυκλοφορίας του “Nova”, τέταρτου (και καλύτερου για τον γράφοντα) album της, ερχόμενοι μάλιστα μετά την επιτυχημένη συναυλία που είχαν δώσει στη Θεσσαλονίκη μόλις την προηγουμένη. Όπως ήταν αναμενόμενο, με αυτές τις συνθήκες για τη μπάντα δεν θα περίμενε κανείς να επαναληφθεί η εμπειρία εκείνης της πρώτης φοράς στη χώρα μας. Και όντως, τα δέκα πλέον χρόνια εμπειρίας της ήταν φανερά καθ’ όλη τη διάρκεια του σετ τους. Με εξέχουσα μορφή την Shepard, από αερικό υπερβόρειων δασών με φωνή κρυστάλλινη και κελαρυστή στα μελωδικά περάσματα, όπως π.χ. στα “Nowhere, Still Somewhere” και “Fortapt”, να μεταμορφώνεται σε σωστή μαινάδα όταν γυριζε σε ουρλιαχτά φωνητικά, ενώ κι αν έλειπαν τα κλασσικά μεταλλικά riffs, αφού οι κιθάρες περισσότερο δημιουργούσαν ατμόσφαιρα με αρπισμούς η κάπου-κάπου χάνονταν μέσα στα τόσα πολυεπίπεδα εφέ, το μπάσο οδοστρωτήρας που στην ουσία αναλάμβανε να σηκώνει όλο το βάρος των riffs και τα ανελέητα blast beats των ντραμς όταν ανέβαινε η ταχύτητα, όπως στο “Mono No Aware”, δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης του μεταλλικού χαρακτήρα της blackgaze που παίζει το συγκρότημα.
Θα μιλούσαμε για μια υπέροχη βραδιά αν δεν ήταν για τους εξωσυναυλιακούς παράγοντες που όσο κι αν θέλαμε δεν μπορούσαν να μην χρωματίζουν με μαύρο την σκέψη μας περισσότερο από οποιοδήποτε black metal.