Βλέποντας την αυξημένη κίνηση στους δρόμους λόγω του εορταστικού των ημερών ήλπιζα ότι θα έχει ανταποκριθεί και το κοινό αντίστοιχα, γιατί έχουμε φτάσει στο ευχάριστο σημείο να γίνονται πολλά live ταυτόχρονα τελευταία και θα ήταν καλό να μπορεί να υποστηριχθεί αυτό το γεγονός. Κι αν την ώρα που άρχιζε η βραδιά υπήρχε ακόμη κενός χώρος μπροστά από την σκηνή, τελικά μέχρι την ώρα που θα ξεκινούσαν οι Sworr. είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που λυπάμαι όποιο άτομο μπορεί να χρειάστηκε να επισκεφθεί την τουαλέτα και έπρεπε να φτάσει εκεί πρoτού συμβεί κανένα ατύχημα.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Για να περάσω στο μουσικό όμως, τη βραδιά άνοιξε η Megan συνοδευόμενη από την κιθάρα του Alan Paul με μία διασκευή στο “Killing me softly” που δεν εντυπωσίασε και σίγουρα δεν έδενε με το μουσικό χαρακτήρα της υπόλοιπης βραδιάς, αλλά ίσως ταίριαζε σαν κλασσικό κομμάτι στη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, πριν αφήσει τη σκηνή στον Alan Paul για δυο-τρία-κομμάτια, το πρώτο εκ των οποίων ήταν διασκευή στο “Iris”, μία ακόμη αμφισβητήσιμη επιλογή τραγουδιού. Όταν πέρασε στα original κομμάτια του άρχισε να γίνεται κατανοητή και η παρουσία του εκεί, αφού υπήρχε ο κοινός παρονομαστής του hip-hop και r’n’b μεταξύ των εμφανιζόμενων καλλιτεχνών.

Δυστυχώς όμως, ενώ τα κομμάτια δεν ήταν κακά, νομίζω ότι η συνοδεία μόνο της κιθάρας έδινε μια ερασιτεχνική αίσθηση, σαν να επρόκειτο για εμφάνιση σε τηλεοπτικό μουσικό talent show, και πιστέψτε με, έχω υπάρξει aficionado του είδους, (είχα παρακολουθήσει όλα τα αγγλόφωνα τέτοια show διεθνώς). Ομοίως έπασχε στη συνέχεια και το υπόλοιπο σετ της Megan αφού επέστρεψε για τρία-τέσσερα ακόμη κομμάτια, καθώς το προηχογραφημένο track όχι μόνο ακουγόταν “λίγο” για να την στηρίξει, αλλά τα backing vocals έμοιαζαν να την αντιμάχονται, ειδικά στην αρχή που δεν πρέπει να άκουγε ούτε η ίδια καθαρά τον εαυτό της. Θα ήθελα να έχω να πω καλύτερα για τις εμφανίσεις αυτές, όμως φοβάμαι πως ενώ πρόκειται για δύο νέους υποσχόμενους καλλιτέχνες, αυτή τη βραδιά δεν μπόρεσαν να πείσουν, ειδικά μετά την αναπόφευκτη σύγκριση με το κυρίως όνομα της συναυλίας.
Περνώντας λοιπόν στους Sworr., το τελευταίο άλμπουμ των οποίων και συγκαταλέγω στις καλύτερες εγχώριες κυκλοφορίες της χρονιάς που τελειώνει, φαντάζομαι στοχευμένα ξεκίνησαν με μερικά από τα πιο ατμοσφαιρικά r n’ b κομμάτια τους (“Barcelona”, “Trying”), γεφυρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο την εμφάνισή τους με το support αλλά και, όπως φάνηκε αργότερα, διαγράφοντας μια ανοδική πορεία έντασης κατά τη διάρκεια του setlist τους. Από το ξεκίνημα ήταν φανερό ότι τα οποιαδήποτε ζητήματα με τον αδύναμο ήχο μας είχαν αφήσει πίσω για την βραδιά, αφού όχι μόνο η μουσική των Sworr. ακουγόταν κρυστάλλινα διαυγής αλλά είχε και εντυπωσιακό όγκο, αφού ειδικά τα beats δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από live drumming.

Για τον Robin Κ. στα φωνητικά δεν χρειάζεται να πω και πολλά γιατί όποιος έχει ακούσει έστω και μερικά κομμάτια τους ξέρει πόσο χαρισματικός (και σέξυ, αν επιτρέπεται να το πω αυτό) είναι, αισθαντικός όταν το απαιτεί η περίσταση και με αψεγάδιαστο πάντοτε flow. Και καθώς περνούσε η ώρα, μοιρασμένη εξίσου στο ομώνυμο πρώτο άλμπουμ τους και το “Honest”, όλο και ερχόταν στο focus η πιο χορευτική ηλεκτρονική πλευρά της μουσικής τους, με αποκορύφωμα το encore (με κομμάτια σαν τα “27” και “Fluorescence, pt2”). Nομίζω ότι αν το επέτρεπαν περισσότερο οι συνθήκες, γιατί τουλάχιστον εκεί που βρισκόμουν δεν χωρούσες ούτε να ανασάνεις, οι δονήσεις που εξέπεμπαν οι Sworr. από τη σκηνή -και ήταν αδύνατο να μην ακολουθήσει το σώμα- θα είχαν μετατρέψει το χώρο σε κανονικό dancefloor.

Σίγουρα οι Sworr δεν ανήκουν σε ένα μουσικό είδος στο οποίο έχω πολλή εμπειρία σαν ακροατής, όμως ειδικά και μετά από μια τόσο εντυπωσιακή εμφάνιση δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή σχήμα πιο έτοιμο και “εξαγώγιμο” που θα είχε τη δυνατότητα να κάνει την πολυπόθητη διεθνή επιτυχία σε ένα σχετικά mainstream ηχητικό πεδίο.
