Κυριακή πρωί. Ξύπνησα με ενθουσιασμό. Οι Swans επισκέπτονται και πάλι τη χώρα μας. Δεν τους έχω δει ποτέ live (ενώ τους θεωρώ μία μπάντα φτιαγμένη για live), στο Θέατρο Βράχων έχω χρόνια να πάω, ο καιρός είναι με το μέρος μας και δεν βρέχει, όσο κι αν η συννεφιά τείνει να γίνει μόνιμη (αντί ο ουρανός πιο γαλανός).
Κυριακή νωρίς το βραδάκι. Στο κέντρο της Αθήνας ρίχνει χοντρές ψιχάλες. Για κάποιο λόγο, δεν αγχώνομαι. Προτού φτάσω στον Βύρωνα, το έχω ξεχάσει ήδη, αφού ο ουρανός είναι ήρεμος μέσα στις ροζ αποχρώσεις της δύσης του ηλίου.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (πλήρες photo report εδώ)
Ακριβώς στην ώρα του, ο Norman Westberg από την παρέα των Swans, εμφανίζεται στην σκηνή. Μέχρι να ξεσκεπάσει την κονσόλα του και να ετοιμαστεί για το solo, ambient drone βίτσιο του, το introduction αναλαμβάνει η γάτα του θεάτρου. Σταματάει κεντρικά στην σκηνή, τον κοιτάει και κατόπιν κινείται κυκλικά, παράλληλα με τους θεατές. Σταματάει, πλένεται και συνεχίζει το νούμερό της προς την έξοδο, όσο τα πρώτα, πειραγμένης στάθμης layers, εφαρμόζονται στοχαστικά. Το recording που χρησιμοποιεί ως χαλί για να πειράξει on stage και για να συνοδεύσει την κιθάρα του, έχει βάρος, ιδιαίτερα χαμηλή σε κλίμακες τονικότητα και επαναληπτική χροιά, ενώ στέκει flat, κυκλικά θορυβεί, χωρίς ιδιαίτερες εκρήξεις. Έτσι, η δόνηση που προκαλεί, γίνεται ο πρωταγωνιστής τελικά της παρουσίασης, όταν στην κιθάρα, δεν παρατηρώ το επιπλέον που θα ήθελα και αναρωτιέμαι αν συμβαίνει κάτι που εγώ, δεν αντιλαμβάνομαι.
Οι συχνότητες, (ξε)κουρδισμένες σε βάθος, σαν ακέραια πολλαπλάσια μιας θεμελιώδους συχνότητας. Ίσως να λειτουργεί θεραπευτικά, τελετουργικά ή/και για τον ορισμό του είδους. Σίγουρα, δεν μας χάλασε ούτε βαρεθήκαμε, απλά τεχνικά/μουσικά, δεν ένιωσα και πολλά να γίνονται. Σαν πρόλογος ναι, είχε το ενδιαφέρον του και ίσως και την σκοπιμότητά του. Σαν συμπέρασμα ωστόσο, όσο απόκοσμα όμορφο κι αν ηχεί οτιδήποτε στην ηχογράφηση, αν δεν προβλέπεται να ζωντανέψει και οργανικά επί σκηνής, οφείλει να είναι πάνω από άψογο, για να επιτελεστεί η σύνδεση.
Απόδειξη αυτού, οι Swans. “Α little more light to the audience please!”, το αίτημα του Michael Gira κατά την είσοδό του. Οι πέντε συμπαίκτες του, κοντά σε απόσταση μεταξύ τους, περιφεριακά τον έχουν ‘κυκλώσει’, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο στο πίσω κομμάτι της σκηνής του θεάτρου. Ο βράχος ως background, ενισχύει την εικόνα που περιγράφω. Από την εισαγωγή νιώθω το μεγαλείο τους. Διαμορφώνουν το περιβάλλον τους όπου ισούται με το περιεχόμενο. Με χαρακτήρα noise και ύφος industrial, παραμορφώσεις, εμμονές και doom καταλήξεις. Υπερβατικές ενορχηστρώσεις από την άλλη, διαολεμένα ξυσίματα και post μελωδίες. Κάθε πληροφορία που παρέχεται, είναι ουσιαστική και ισοδύναμη στο διάλογο.
Οι ατμόσφαιρες σε επίπεδα ψυχεδελικής noise, αναντικατάστατα ηχητικά συμπλέγματα πραγματοποιούν συνεχόμενα ταξίδια σε διαφορετικούς προορισμούς, ακολουθώντας -μα και ξεφεύγοντας από τους οδηγούς και τα πεδία της αναζήτησης, στα επίπεδα της έντασης. Louder. Tα σώματα σαν υπνωτισμένα από την συνθήκη, ευλαβικά αφήνουν τις θέσεις τους και κατευθύνονται μπροστά από τη μπάντα και ενδιάμεσα της κερκίδας, καθήμενοι χάμω αυτήν τη φορά. Από την αρχή με το “Beggar”, στο “The Hanging Man”. ‘Now you come down, go back!’, επιβλητικός και στο χιούμορ του, μικρή παύση και ‘that’ s better’, αυτό που εκφράζει.
Μπάσα, πλήκτρα, τύμπανα, lap steel quitar και φυσικά, η ακουστική κιθάρα του Gira. Μοιάζει πανίσχυρος, πονεμένος μα εκρηκτικός, μαέστρος και preacher, κατευθύνει τη διάδραση, τη μελωδικότητα και την επανάληψη, διατηρεί, εκστασιάζει, τιθασεύει. Θριαμβεύει ή ‘μαρτυρά’, μας τραντάζει. Σε όλες τις εκφάνσεις της, η παρουσία του μας καθηλώνει. Απίστευτη η δυναμική του συνόλου, διαπερνά και χτυπάει, χτυπιέται μέσα μου. Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου, δεν υπάρχει το υλικό που μοιράζονται. Στα όρια της noise, της δόνησης και της ενόχλησης, το πείραμα προκαλεί την ένταση και το volume, για το αν θα πονέσει το αυτί. “Θα σταματήσει αυτή η φασαρία να με ευχαριστεί;”, το στοίχημα. Όχι, η απάντηση.
Σαν ψαλμός στην υπέρβαση, «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι ημών», το “Cathedrals of Heaven” αριστουργηματεί. Οξύ και ηλεκτροφόρο, το καθιερωμένο τρίπτυχο του τέλους “Leaving Meaning – The Cloud Of Unknowing – Birthing”, δεν θα μας λυπηθεί και θα μας αφήσει με δωράκι για την υπόλοιπη νύχτα, τον αντίλαλο, από το πιο γλυκό βουητό, αρνητικών ντεσιμπέλ, που ζήσαμε ποτέ μας. ‘Thank you!’, εμείς. Μεγάλο μάθημα και εμπειρία.