Ένας δίσκος που θέτει ως ιδεολογικό υπόβαθρο την προσέγγιση αλλά και την κατανόηση της αυτόπραγμάτωσης, λαμβάνοντας υπόψιν την θεωρία των κινήτρων πίσω από τις πράξεις. Πραγματεύεται την επίτευξη της προσωπικής ελευθερίας που αποτελεί αδιαμφισβήτητο επακόλουθο της αναγνώρισης, αλλά και της αποδοχής της συνλειτουργίας των ασυνείδητων αλλά κι ενσυνείδητων πτυχών της εγκεφαλικής λειτουργίας του κάθε ανθρώπου, οδηγώντας σταδιακά στην αφύπνιση του ατόμου. Άλλωστε, η ονομασία του ντεμπούτο των Sun, Rain in Life, “96/4” , προκύπτει από την συνειδητοποίηση πώς η ανθρώπινη φύση συναπαρτίζεται κατά 96% από ασυνείδητες διανοητικές διεργασίες, ενώ μόνο το εναπομείναν 4% βρίσκεται υπό τον ουσιαστικό έλεγχο της συνειδητότητάς μας.
Πέραν όμως της ενδιαφέρουσας ιδεολογικής βάσης του δίσκου, το περιεχόμενο του είναι αυτό που πραγματικά σε “αγκιστρώνει”. Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί πως όλοι οι συντελεστές του δίσκου έχουν διανύσει αξιόλογη πορεία στον χώρο της μουσικής με τον Fotis Benardo (SixForNiNE, SepticFlesh) στην παραγωγή του δίσκου να λαμβάνει χώρα στο Devasoundz Studio, ενώ στo West West Side Studio της Νέας Υόρκης πραγματοποιήθηκε η μίξη από τον Steve Evetts (Hatebreed, Misfits, Sepultura και Symphony-X μεταξύ άλλων) και το mastering έγινε από τον Alan Douches (Motorhead, Cancer Bats, Mono, Mastodon , Baroness κ.α.), ήτοι η ομορφιά του “96/4” ήταν κατά ένα βαθμό αναμενόμενη.
To album φέρει δίχως καμιά αμφιβολία μια έντονη 90’s αισθητική. Από το πρώτο άκουσμα κιόλας, μπορεί κανείς να διακρίνει ένα ιδιόμορφο, αλλά και τόσο αρμονικό κράμα μεταξύ Smashing Pumpkins, Alice in Chains ενώ ορισμένα κιθαριστικά τμήματα παραπέμπουν σε Nirvana, που ωστόσο δεν αποτελέι σε καμιά περίπτωση πιστή αντιγραφή των προαναφερθέντων επιρροών. Η μαγεία του έγκειται στο γεγονός ότι ναι μεν ο δίσκος αποπνέει την οικειότητα των συγκροτημάτων της συγκεκριμένης δεκαετίας, αλλά η αναφορά αυτή πραγματοποιείται από μια παροντική σκοπιά, λαμβάνοντας τη μορφή μιας αναπώλησης στον ήχο της εποχής των Τeenage Αngst. Eπίσης, ένα άλλο διακριτικό στοιχείο είναι ο ήχος του δίσκου, που ενώ υφολογικά παραπέμπει στα 90’s ακούγεται πιο καθαρός και συγκροτημένος.
Οι μουσικές συνθέσεις είναι από κάθε άποψη δεμένες, η καλλιτεχνική αρτιότητα είναι πασιφανής, το συναίσθημα έντονο και η προφορά του frontman εκπληκτική! Ο δίσκος ευτυχώς δεν υπάγεται στις επικρατούσες μουσικές κατηγορίες της εγχώριας σκηνής, προσθέτοντας ένα αξιόλογο λιθαράκι στον μουσικό πλουραλισμό της ελληνικής σκηνής, ενώ οι ηχητικές καταβολές της παραπέμπουν σε μια δεκαετία που έχει αγαπηθεί σε σημαντικό βαθμό από πολλούς. Σε γενικές γραμμές, το album ενδείκνυται για πληθώρα ακροάσεων, με κάθε ακρόαση να συνεισφέρει στην διαμόρφωση μιας γλυκόπικρης, αλλά συνάμα άκρως ικανοποιητικής, συναισθηματικής κατάστασης.