Η οκτάμηνη παράταση κυκλοφορίας του έκτου album του Βρετανού λόγω του ιού, μάλλον αναθέρμανε το ενδιαφέρον μας για το τι θα ακούσουμε, καθώς τα πρώτα δείγματα που μας είχε σερβίρει ως ορεκτικό ήταν μάλλον άνοστα. Δυστυχώς, το γεύμα μας άφησε πεινασμένους και απογοητευμένους.
Για όσους έχουν πρότερη επαφή με το έργο του, μπορείτε να ξεχάσετε τις progressive εποποιίες του παρελθόντος. Ξεχάστε ακόμη και ό,τι ακούσατε στο μετριότατο “To the Bone” (2017). Στη νέα του κυκλοφορία ο Wilson με μεγάλη τόλμη κάνει δύο ριζικές αλλαγές, δυστυχώς καμία με επιτυχία.
Για αρχή ξεφορτώνεται όλους τους ταλαντούχους μουσικούς που τον πλαισίωναν στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα που παράγει είναι αποτέλεσμα μονάχα της προσπάθειάς του με τη συνδρομή του παραγωγού David Kosten. Η δεύτερη μεγάλη απόφαση είναι η απόλυτη αλλαγή του μουσικού είδους που υπηρετεί σε μία μίξη electro-pop με Intelligent Dance Music. Για να στηρίξει τα παραπάνω προωθεί τ δημιουργική του persona ως, ενός είδους, σύγχρονο διάδοχο του Bowie και του Prince, τους οποίους λατρεύει.
Στο πρώτο μέρος, του μουσικού προϊόντος δηλαδή, η αποτυχία είναι μερική. Το πιο ενδιαφέρον τραγούδι είναι το (σε στυλ Depeche Mode meets disco) “Personal Shopper”. Κατά τα άλλα, ψήγματα ενδιαφέροντος μπορούμε να βρούμε στο μελαγχολικό “Man of the People” που θυμίζει τη δουλειά του με τους No-Man, αλλά και στο γκρουβάτο “Follower”, που στηλιτεύει τη φενάκη της αναγνώρισης μέσω των social media. Το υπόλοιπο υλικό κυμαίνεται από αδιάφορο (“Self”, “King Ghost”) σε εκνευριστικά άστοχο και cringy (“Eminent Sleaze”). Δυστυχώς ο Kosten δεν είναι ο Brian Eno για να θέσει τα δημιουργικά θεμέλια της συλλογής.
Η μεγαλύτερη αποτυχία όμως βρίσκεται στον «ακουσμένο» ψυχαναγκασμό του Wilson να προσωποποιήσει το έργο του. Δυστυχώς, ο ιδιοφυής Βρετανός δεν έχει ούτε το φωνητικό αλλά ούτε και το προσωπικό εκτόπισμα που είχαν τα ινδάλματά του και που τους επέτρεπε απεριόριστες μουσικές και στιλιστικές ακροβασίες.
Το μέλλον που περιγράφει ο Wilson είναι ήδη εδώ. Το ανθρώπινο είδος, πρωταγωνιστώντας σε αέναο επεισόδιο Black Mirror, έχει μοναδικό στόχο την ατέρμονη κατανάλωση ειδών για τα οποία δεν έχει καμία φυσική ανάγκη. Επιβαρύνει έτσι τον πλανήτη, καταστρέφοντας τον εαυτό του. Ο κοπανιστός αέρας σερβίρεται σε συλλεκτική συσκευασία και σε προνομιακή τιμή. Δυστυχώς το ίδιο ισχύει και για το album.