Επτά ώρες (και κάτι) μουσικής, επτά μπάντες, ένας μαραθώνιος για τον doom/sludge ήχο στην πρώτη έκδοση των Smoke the Fuzz festivals, το Fall of Doom, το οποίο έμελλε να συγκεντρώσει στο γνωστό venue της Λιοσίων όλους όσοι δηλώνουν λάτρεις του συγκεκριμένου είδους. Αν και η ώρα ήταν μόλις 16:00 το μεσημέρι, οι ήχοι που ανάβλυζε το Gagarin205 έκαναν την ατμόσφαιρα ολίγον τι βαριά και σκοτεινή. Κάτι το οποίο συνεχίστηκε – και με το παραπάνω – όσο η ώρα περνούσε.
Ανταπόκριση: Ελπίδα Πουρναρά & Αναστασία Παπαδάκη / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Αρμόδιοι να ανοίξουν το festival ήταν οι εκ Λίλης ορμώμενοι Love Sex Machine. Με ελάχιστη καθυστέρηση στο προκαθορισμένο timetable και έχοντας στις βαλίτσες τους τον πρόσφατα κυκλοφορηθέντα δίσκο τους “Asexual Anger”, “ενόχλησαν” τα αυτιά μας με τον doom metal ήχο τους. Αν και τεχνικά ο ήχος δεν ήταν σύμμαχός τους, έκαναν μια αρκετά ενδιαφέρουσα αρχή και ζέσταναν το ελάχιστο κοινό που βρέθηκε εκείνη την ώρα στο χώρο θυμίζοντας σε σημεία κάτι από Khanate και Meshuggah στο κούρδισμά τους.
Το τρίο των Σουηδών Suma άρχισε να μας βάζει λίγο βαθύτερα στο νόημα της ημέρας. Με κλιμακωτή ένταση και πρωταγωνιστή τα τύμπανα, τις κονσόλες να συμπληρώνουν στο background το ηχητικό σύνολο και ένα doom metal βαρύ πέρα από τα τετριμμένα. Ο σχολιασμός του άσχημου ήχου θα με κατατάξει αυτομάτως στο group των γραφικών, οπότε θα αρκεστώ στον θετικό σχολιασμό της δεμένης σκηνικής παρουσίας της μπάντας, του καλοδουλεμένου υλικού και ευελπιστώ στην σύντομη επιστροφή τους – όπως άφησαν να εννοηθεί – οι συνθήκες να είναι κατά τι ευνοϊκότερες.
Το δίδυμο των Black Cobra συνέχισε να δέχεται τις πιέσεις του κακού ήχου. Παρόλα αυτά απέδωσε το υλικό του με περίσσια τεχνική και μαεστρία, θυμίζοντάς μας εικόνες από την εμφάνισή τους ένα χρόνο πριν στη χώρα μας, στο πλάι των Acid King. Η παρέα δίπλα μου σχολίαζε την δεξιοτεχνία του drummer με τον πιο παραστατικό και εύστοχο τρόπο κι εγώ δεν έμενε παρά να συμφωνήσω στο 100%. Το doom sludge στο μεγαλείο του! Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον δίνοντας ένα αποτέλεσμα αξιοζήλευτο.
Με αισθητή βελτίωση στα προβλήματα του ήχου οι Sons of Otis παρέλαβαν τη σκυτάλη. Πρώτη φορά στη χώρα μας, ξεκίνησαν δυναμικά το set τους κι εν συνεχεία με κάποιες ατυχίες (βλ. αντικατάσταση κιθάρας, κούρδισμα – ξεκούρδισμα) έμοιαζε να επιτελούν το έργο τους διεκπεραιωτικά. Έστω όμως κι αυτός ο ελαφρύς “αντιεπαγγελματισμός” τους, έμοιαζε γοητευτικός. Στο “Cosmic Jam” φιγούρες κινούνταν νωχελικά στον χώρο κι ο κόσμος πια φάνταζε να έχει σταθεροποιηθεί αναφορικά με την προσέλευσή του.
Μία κατεξοχήν μπάντα για live, επάξια το βράδυ του Σαββάτου αποτέλεσε το πιο ξεσηκωτικό act. Ο λόγος για τους Καναδούς Dopethrone. Με έναν αεικίνητο frontman να αψηφά τον τραυματισμό του στο πόδι και να δίνει συνδυαστικά και με τα λοιπά μέλη της μπάντας ένα πραγματικό show. Σε κάθε στίχο, σε κάθε riff, σε κάθε χτύπημα της μπότας. “Tap Runner”, “Shot Down”, “Dark Foil”, δείγματα από όλη τη δισκογραφική τους πορεία εν γένει και ένα κοινό να χτυπιέται κυριολεκτικά στους ρυθμούς τους. Εν ολίγοις, η πιο καίρια προετοιμασία για τη συνέχεια. Αυτή για την οποία οι Bongzilla μας ετοίμαζαν τα καλύτερα.
Με το που οι Αμερικανοί Bongzilla ανέβηκαν στη σκηνή και οι πρώτες fuzz-αριστές νότες του (αν θυμάμαι σωστά) “Hash Dealer” ακούστηκαν απο τους ενισχυτές τους, κατευθείαν καταλάβαμε πως μια ώρα μετα θα μιλούσαμε για μια απο τις καλύτερες εμφανίσεις της βραδιάς. Παρά τη δισκογραφική τους ασυνέπεια (με τελευταία κυκλοφορια το “Amerijuanican” του 2005) και τις σποραδικές τους ζωντανές εμφανίσεις, το sludge κουαρτέτο απο το Wisconsin παρουσιαστήκε κεφάτο, δεμένο και υπέρμετρα σάπιο, οπως άλλωστε αρμόζει στο λασπώδες υλικό του. Με τα bongs και τα joints να δίνουν και να παίρνουν on stage, με μια αφαιρετική νωχελικότητα αλλά και πλήρη αδιαφορία για το τι συμβαίνει γύρω τους, οι Bongzilla μας φιλοδώρησαν με 50 λεπτά βρωμιάς, μπάσων συχνοτήτων, σκισμένων φωνητικών και διεστραμμένων bluesy riffs, επηρεασμένων απο τη δυναστεία των τεράστιων Sleep, μη διστάζοντας μάλιστα να μας “φρυγανίσουν” τον εγκέφαλο με ένα παροξισμικό 15λεπτo feedback jam. Στα συν της εμφάνισης ο μακράν καλύτερος drummer της βραδιάς.
Ως η μπάντα με την πιο μουσική/καλλιτεχνική προσέγγιση στο υλικό της, οι headliners, Yob, είχαν απο τις πρώτες στιγμές του set τους, ένα ελαφρύ προβαδισμα σε σχέση με το υπόλοιπο line up. Τα σκοτεινά και σε στιγμές επικά ηχοτοπια που δημιουργούν σε συνδυασμό με την εντυπωσιακοτατη φωνή του Μike, είναι αυτό που καθιστά το performance των Yob τόσο ξεχωριστό και που, υπερτονισμένο από τον μπασάτο και γεμάτο ήχο τους, συντελούν σε μια μοναδικά μυσταγωγική συναυλιακή εμπειρία. Με setlist μικρότερο από την προ δύο ετών -επίσης- headline εμφάνιση τους στην Αθήνα, οι Υob, έριξαν με τον ιδανικότερο τροπο την αυλαία της πρώτης edition του Smoke The Fuzz Fest.