Αυτή τη φορά φτάνοντας στο six d.o.g.s και περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες πήρα από νωρίς γεύση του καλού feeling που θα είχε η βραδιά, όχι μόνο γιατί είναι πολύ ευχάριστο, πόσο μάλλον μία μέρα που έμοιαζε η γύρω περιοχή ερημωμένη από τον φόβο του κόσμου για την βροχή, να βλέπεις να σχηματίζεται ουρά στο ταμείο των εισιτηρίων για μία σχετικά νεοσύστατη μπάντα που έχει κυκλοφορήσει μόλις δύο κομμάτια, αλλά ακόμη περισσότερο παρατηρώντας το νεαρό της ηλικίας του κόσμου.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (πλήρες photo report εδώ)
Δεν ήταν παρά μόλις την προηγούμενη της συναυλίας βραδιά στο πάρτυ του Lung fanzine που είχα την, όλο και συχνότερη όσο περνούν τα χρόνια, συζήτηση γύρω από την φαινομενική απομάκρυνση της νεότερης γενιάς από την rock ή την κιθαριστική μουσική γενικότερα. Έτσι, από την πρώτη στιγμή που είχα γνωρίσει τους Royal Arch με είχε κάνει ιδιαίτερα ευτυχή το γεγονός ότι ένα μάτσο παιδιά, και πιστέψτε με δεν χρησιμοποιώ καθόλου υποτιμητικά τον όρο (προς τιμήν τους είναι, μακάρι να ήμουν στην ηλικία τους), κινούνται σε τέτοια ηχητικά μονοπάτια, και δη κάνοντάς το τόσο καλά.
Για να μην προτρέχω όμως, αφού μπήκαμε και σύντομα γέμισε ο χώρος ήταν η σειρά ενός ακόμη φρέσκου σχήματος, του folk ντουέτου Hiraeth, που κατέβηκαν από τη Λάρισα, προσκεκλημένες των Royal Arch για να ανοίξουν τη συναυλία, δείχνοντας απ’ το ξεκίνημα την διάθεσή τους για κουβέντα και χιούμορ αστειευόμενες για την αμηχανία που ένοιωθαν στη σκηνή, σπάζοντας έτσι και τον πάγο με το κοινό πριν ακόμη ξεκινήσουν με το βιολί και την κιθάρα στα χέρια καθεμιάς να συνοδεύουν τις υπέροχες φωνητικές αρμονίες τους.

Και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του ακουστικού σετ τους, που αποτελούνταν από τα τρία κομμάτια του ντεμπούτου EP τους και μερικές διασκευές, τόσο οι άλλοτε ζαχαρένιες κι άλλοτε με southern twang (αυτή τη χαρακτηριστική των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών εκφορά) φωνητικές αρμονίες, αλλά και η κουβέντα που βρήκε ένθερμη ανταπόκριση από το κοινό, αφού ένοιωθες αυθεντικά (κι όχι σαν να προέρχονται από pinterest quotes) τα θετικά μηνύματα που επικοινωνούσαν, την ίδια θετική διάθεση που αναβλύζει από το σύνολο της μουσικής τους.
Οι Royal Arch μου είχαν αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις από την πρώτη επαφή, όταν στια τέλη της προηγούμενης της χρονιάς κυκλοφόρησαν το single “La Nuit”, και φαίνεται ότι δεν ήμουν μόνος, καθώς δεν είναι συχνό φαινόμενο μια τόσο καινούργια μπάντα, δίχως μέλη με παρελθόν στο χώρο, να βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανεβαίνει στη σκηνή ενός μεγάλου φεστιβάλ, ανοίγοντας για “ιερά θηρία” σαν τον Nick Cave και hot ονόματα σαν τους Fontaines D.C.
Κι ενώ μιλώντας μαζί τους, διαπιστώνεις ότι οι Royal Arch πατούν σταθερά και με τα δύο πόδια στο έδαφος χωρίς να έχουν καβαλήσει κανένα καλάμι, πράγμα που θα ήταν εύκολο να συμβεί σε τόσο νέους μουσικούς όταν όλα τους πηγαίνουν “δεξιά”, από τη στιγμή που ανεβαίνουν στη σκηνή βλέπεις ότι έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση, σαν να γνωρίζουν ότι έχουν τη στόφα μπάντας ευρείας απήχησης – δεν λέω rock stars γιατί νομίζω έχει παρέλθει η εποχή που κάτι τέτοιο είναι δυνατό (εξαιρέσεις τύπου Mäneskin που προέκυψαν κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες είναι που επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Το βλέπεις όμως όχι μόνο στο καλώς εννοούμενο θράσος με το οποίο στέκονται στη σκηνή, αλληλεπιδρώντας ακομπλεξάριστα με το κοινό όταν αποζητούν τις επευφημίες του, αλλά και την σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα πάντα: ακόμη και στυλιστικά παρουσιάζουν μια ισχυρή, ενιαία ταυτότητα, που είτε είναι προϊόν επαγγελματισμού, είτε τυγχάνει να έχουν ταιριάξει τόσο πολύ και σε αυτό το επίπεδο τα μέλη της μπάντας, αντανακλά αυτή την αυτοπεποίθηση που ανέφερα προηγουμένως.
Όλα τα παραπάνω όμως λίγη σημασία θα είχαν δίχως να έχει τον παράγοντα που θα τους κάνει να επιτύχουν η μουσική τους. Κι εκεί είναι που πείθουν ακόμη περισσότερο για τη δυναμική της μπάντας, αφού πέρα από τα δύο πρώτα και μόνα κομμάτια που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τη στιγμή της συναυλίας (“La Nuit”, “Road to the Light”), το σετ τους περιλάμβανε κομμάτια που είτε θα κυκλοφορήσουν τους επόμενους μήνες, είτε προορίζονται για το επερχόμενο σε άγνωστο ακόμη χρόνο ντεμπούτο άλμπουμ πάνω στο οποίο ήδη δουλεύουν, τα οποία αποδεικνύουν ότι το υψηλό επίπεδο της μέχρι τώρα δουλειάς που είχαμε ακούσει δεν ήταν καθόλου τυχαίο.

Είναι και ο ήχος που έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν οι Royal Arch που με κάνει να πιστεύω στην ευρεία ανταπόκριση που περιμένω να έχουν από το εγχώριο κοινό κοινό, καθώς η εναλλακτική rock που παίζουν βρίσκεται κάπου στο μεταίχμιο μεταξύ δύο πολύ επιτυχημένων στην Ελλάδα γκρουπ, τους Interpol και τους Editors, που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αναφέρουν και τους δύο σαν επιρροές. Σε συνέχεια της παρατήρησης για το νεαρό της ηλικίας του κοινού, δεν μπορώ να παραλείψω ότι είχα καιρό να πετύχω εγχώρια μπάντα να ξεσηκώνει τόσο πολύ τον κόσμο, ίσως γιατί και οι νεότεροι είναι πάντα πιο ενθουσιώδεις από εμάς που δεν έχουμε πια την ίδια διάθεση.
Όπως και να ‘χει, αποτέλεσμα ήταν μια βραδιά με πολλή καλή ενέργεια, για μια μπάντα που αφήνει μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον και καβαλώντας το θετικό αυτό κύμα το οποίο έχουν δημιουργήσει, μας χαιρέτησαν ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη προγραμματισμένη εμφάνισή τους, όταν θα ανοίξουν σύντομα μία συναυλία των Steams.
