Ολοφάνερος ήταν εξαρχής ο λόγος για τον οποίο η πλειοψηφία των θεατών είχε καταφτάσει στον συναυλιακό χώρο, κι αυτός δεν ήταν άλλος από την επιθυμία τους να παρακολουθήσουν αποκλειστικά τη νωχελική Lana Del Rey. Η όλη αισθητική του κοινού παρέπεμπε αυτομάτως στην αντίστοιχη της pop star: λουλούδια στα μαλλιά και εφηβικός κλαψιάρικος ρομαντισμός, που αποτέλεσαν τους στυλοβάτες της εν λόγω βραδιάς. Απότοκος, φυσικά, αυτού ήταν η αδιαφορία των παρευρισκόμενων για οποιοδήποτε άλλο μουσικό σχήμα εμφανίστηκε επί σκηνής.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Τον εναρκτήριο ρόλο της συναυλίας είχαν επωμιστεί οι The Cave Children, με την προσέλευση του κόσμου να κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα. Με τη ρετρό αισθητική τους και τους νέο-ψυχεδελικούς υποτόνους τους, μας παρουσίασαν με αρτιότητα κομμάτια όπως τα “Antigone”, “Metaphor” και έκλεισαν με το εκρηκτικό “Pelorian”. Δυναμικές κιθαριστικές γραμμές, αλλά παράλληλα ονειρικές συνδυαστικά με την αξιοπρεπέστατη στάση τους και την ενεργητική επί σκηνής διάθεσή τους, συντέλεσαν σε μια ευχάριστη “προθερμαντική” επιλογή, που δυστυχώς δε φάνηκε να κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό.
Σειρά είχαν οι Daphne And The Fuzz, που αποτέλεσαν ίσως το μοναδικό opening act, που κατόρθωσε να παρακινήσει με τον τρόπο του το κοινό. Ο ευδιάθετος ήχος τους με τους soul και pop χρωματισμούς του, σε συνδυασμό με την ευχάριστη κι επικοινωνιακή παρουσία της Δάφνης επί σκηνής συντέλεσαν στη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας προσφιλούς στους παρευρισκόμενους. Ακούσαμε κομμάτια από τον ομώνυμο δίσκο τους, με πιο δυνατές στιγμές να αποτελούν τα “Burn Down Your House”, “Unexistable” και “Purple Lightning” που απέσπασαν και το ένθερμο χειροκρότημα του κόσμου. Οι μελωδίες εναλλάσσονται και η μελαγχολία δίνει τη θέση της στη αισιοδοξία, διαμορφώνοντας ένα πολυδιάστατο μουσικό σύνολο, που δε σου περνά με τίποτα αδιάφορο.
Ακολούθησε ο Iratus, που αποτέλεσε μια από τις πιο δυσμενείς συναυλιακές μου εμπειρίες. Πέραν του γεγονότος ότι αισθητικά έμεινε ανέπαφος με τους λοιπούς καλλιτέχνες που φιλοξένησε η σκηνή κατά την εν λόγω μέρα, οι ρίμες του ήταν στην καλύτερη επιφανειακές και στην χειρότερη ακαλαίσθητα λογοπαίγνια της πενταροδεκάρας. Παρά τις προσπάθειές του να παρακινήσει το κοινό, και παρά την προσπάθεια του κόσμου να τον ακολουθήσει στο παράταιρο παραλήρημά του, η παρουσία του αποτέλεσε ό,τι πιο αδιάφορο, ίσως και για κάποιους ενοχλητικό, είχε να προσφέρει η μέρα. Ναρκισσιστικές δηλώσεις τύπου «είμαι ο πιο δεινός ράπερ» τον κατέστησαν ακόμα πιο αντιπαθή. Έλεος, λίγη αυτογνωσία δε βλάπτει!
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου εμφανίστηκαν στη σκηνή, για τρίτη συνεχόμενη φορά στη χώρα μας, οι ψυχεδελικοί garage rockers από την Καλιφόρνια. Φυσικά δεν πρόκειται για άλλους από τους Allah-Las. Υπό τους χαμηλούς τους τόνους, και την σχεδόν καθολική ακινησία τους επί σκηνής μας ταξίδεψαν με τις καλοκαιρινές ταξιδιάρικες μουσικές τους σε θερινούς προορισμούς, ενώ μια γλυκιά αύρα πλαισίωνε τις κιθαριστικές τους μελωδίες που απλώνονταν στο χωροχρόνο. Παρά τον ευχάριστο ήχο τους, ωστόσο, το κοινό έδειξε να αδιαφορεί παντελώς για την 60’s αισθητική του σχήματος, με αποτέλεσμα να κινηθεί το ενδιαφέρον του κόσμου μόνο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των δημοφιλών (radio friendly) κομματιών τους, όπως τα “Tell Me (What’s On Your Mind)” και “Catalina”, ενώ κατά τ’ άλλα ο αριθμός των ατόμων που επέλεγε την καθιστική προσέγγιση της συναυλίας όλο κι αυξανόταν. Πλέον τα fan girls όλο κι αυξάνονταν και το εναπομείναν διάστημα μετατράπηκε σε χρόνο αποκλειστικής αναμονής της headliner.
Ήδη κατά τη διάρκεια προετοιμασίας της σκηνής άκουγες να ηχούν οι κραυγαλέες επιφωνήσεις στη Lana Del Rey κι όσο ο χρόνος περνούσε τόσο πιο έντονες γίνονταν οι κοριτσίστικες τσιρίδες, σε κάθε εμφάνιση τεχνικού. Πράσινες, θεατρικές κουρτίνες πλαισίωναν τη σκηνή ενώ μια μεγαλεπίβολη οθόνη προβολής, απεικόνιζε την πανσέληνο σε όλο το επιβλητικό της μεγαλείο (και κατά διαστήματα άλλα πλανητικά σώματα και ψυχεδελικούς σχηματισμούς). Όπως ήταν αναμενόμενο, σε κατάσταση πυρετώδους φρενίτιδας υποδέχτηκαν τα κορίτσια τη Lana που εμφανίστηκε επί σκηνής, ενδεδυμένη με το baby-doll, baby blue (πόσο baby ν’ αντέξει μια πρόταση) φόρεμά της και φυσικά τα λουλούδια στα μαλλιά της. Σε αυτό το σημείο οφείλω να ομολογήσω πως αξιοθαύμαστη είναι η σχέση που έχει κατορθώσει να διαμορφώσει η pop star με τους θαυμαστές της. Η επικοινωνία της με το κοινό ήταν συστηματική κι ένθερμη, ενώ απέπνεε μια αύρα απομακρυσμένης οικειότητας, που έθιζε ακόμα περισσότερο, όλους όσους είχαν παραταχθεί στις αρχικές σειρές προκειμένου να απολαύσουν της μελαγχολικές της ερμηνείες.
Αργόσυρτες, σκηνογραφημένες κινήσεις με τη συνοδεία άλλων δύο γυναικών που διαδραμάτιζαν ρόλο κονσεπτικό αλλά και λειτουργούσαν δευτερευόντως ως back up vocalists, αποτέλεσαν την κεντρική θεματική της βραδιάς. Το ένα καταθλιπτικό τραγούδι έδινε τη θέση του στο άλλο, σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο ψυχοπλακωτικής μονοτονίας που διατηρήθηκε από την έναρξη έως και τη λήξη της συναυλίας. Πιο δυνατές στιγμές της συναυλίας αποτέλεσαν δίχως καμία αμφιβολία τα “Blue Jeans”, “Born To Die”, “High On The Beach”, “Video Games” και “Summertime Sadness” , με τον κόσμο να τραγουδάει παράλληλα ή και εναλλάξ με τη Lana και να την αποθεώνει. Κατά το “Yayo”, μάλιστα, η pop star εμφανίστηκε επί σκηνής με flying V κιθάρα, παραδεχόμενη, ωστόσο, ότι ποτέ της δεν έχει υπάρξει κθαρίστρια. H παρουσία της διήρκεσε μιάμιση ώρα και ολοκληρώθηκε με το πεντάλεπτο jamming session του σγκροτήματος που την πλαισίωνε.
Τώρα, πέρα από τους κομπλεξισμούς μου, η Lana Del Rey έχει εμφανώς κατορθώσει μέσα σε διάστημα ελάχιστων χρόνων να διαμορφώσει ένα ηχηρό όνομα στον χώρο της μουσικής και να αποκτήσει μια πιστή βάση θαυμαστών και ακολούθων, κι αυτό για να πραγματοποιηθεί προαπαιτεί την ύπαρξη ταλέντου, είτε αυτό είναι το ταλέντο της στο image making, είτε στην κατανόηση της ρομαντικής κοριτσίστικης ψυχοσύνθεσης. Έπειτα, τα τραγούδια της, όταν ακούγονται με μέτρο, είναι ευχάριστα, το overdose της συναυλίας, ωστόσο, ήταν μετά από κάποιο σημείο too much…
Όλα αυτά όμως μάλλον δεν έχουν σημασία, αφού ευχαριστήθηκαν οι fans.