Η τελευταία ημέρα του Rockwave για φέτος είχε ιδιαίτερη σημασία για πολλούς από εμάς, αφού ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη σε πολλές και διαφορετικές εγχώριες μπάντες, σε ονόματα που μας κάνουν περήφανους ακόμη και στο εξωτερικό, και ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει φεστιβαλικά αυτό το καλοκαίρι. Highlight, όπως ήταν αναμενόμενο, οι εκρηκτικοί – για μια ακόμη φορά – VIC.
Ανταπόκριση: Αρετή Αποστόλου / Φωτογραφίες: Ελισάβετ Παπαγιαννίδη-Shahakimova (πλήρες photo report εδώ)
Σε μια τρομερά ζεστή μέρα, και με ένα πλούσιο line up, ήταν αναμενόμενο ότι κάποιες από τις μπάντες ήταν καταδικασμένες να παίζουν από το μεσημέρι κιόλας κάτω από τον καυτό ήλιο και με ελάχιστο κόσμο από κάτω. Παρόλα αυτά, προφανώς χαρούμενοι που συμμετείχαν στο φεστιβάλ, οι Ganzi Gun που άνοιξαν και την ημέρα, πραγματοποίησαν μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Με rock n’ roll διάθεση ακολούθησαν οι SoundtrucK, μια μπάντα που θα ήθελα πολύ να δω σε άλλες συνθήκες, αφού έχουν έναν groovy ήχο που σου τραβά το ενδιαφέρον. Πολύ ωραία η διασκευή τους στο ‘War Pigs’ των Black Sabbath, απόλυτα προσαρμοσμένο στο δικό τους στυλ.

Η μπάντα, όμως, που πιστεύω ότι αδικήθηκε αναγκαστικά από την ώρα εμφάνισης τους ήταν οι Project Renegade. Κατά τη διάρκεια του setlist τους παρουσίασαν τα κομμάτια του επερχόμενου νέου τους άλμπουμ, ‘Ultra Terra’, που κυκλοφορεί αυτήν την Παρασκευή, 14 Ιουλίου. Η μπάντα κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, που σιγά-σιγά άρχισε να φεύγει από τα κιόσκια που βρίσκονταν προς τα πίσω, και να μετακινείται μπροστά από τη σκηνή για να δει τι συμβαίνει. Καταπληκτικά τα φωνητικά της Μαριάννας Φλώρου, πολύ ωραία και η αξιοποίηση του video wall από πίσω, που συνόδευαν το γκρουπ σε μια επαγγελματική εμφάνιση. Μπράβο στα παιδιά για την τρομερή διάθεση και το performance.

Από το line-up – πολύ καλώς – δεν έλειπαν οι Sadhus, μια μπάντα σταθερή αξία εδώ και χρόνια για τους λάτρεις του πιο σκληρού ήχου. Με τον doom χαρακτήρα που τους κάνει να έχουν ένα πολύ πιστό κοινό σε Ελλάδα και εξωτερικό, για 40 λεπτά το κράτησαν ψηλά, με μεγάλη δυναμική, αλλάζοντας τον χαρακτήρα του φεστιβάλ, ικανοποιώντας και άλλα γούστα. Ήταν η ιδανική μετάβαση για την υπόλοιπη βραδιά, πάνω στην ώρα που ο ήλιος άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει και μας έκανε όλους να νιώθουμε πολύ καλύτερα.

Αμέσως επόμενοι στη σκηνή ήταν οι Mother of Millions, μια ακόμη έκπληξη για μένα εκείνη την ημέρα, αφού ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα live. Ο Γιώργος Προκοπίου, ο frontman, έδωσε τον καλύτερο του εαυτό, σε ένα μονόωρο setlist όπου τραγουδούσε με την ψυχή του τον κάθε στίχο. Επέλεξαν το ‘Orbit’ από το ομώνυμο EP του 2022, και μας εξέπληξαν όλους με την επιλογή να διασκευάσουν υπέροχα ένα έτσι κι αλλιώς πολύ ωραίο κομμάτι, το ‘No Light, No Light’ των Florence and the Machine. Πολύ όμορφη στιγμή και η εκτέλεση του κομματιού ‘Collision’, στο οποίο συνδυάστηκαν κιθάρα και δοξάρι, αποτυπώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τον melodic και συναισθηματικό χαρακτήρα της μπάντας.

Όποτε ακούσουμε κάτι για stoner rock στην Ελλάδα, σχεδόν σίγουρα το μυαλό μας θα πάει κατευθείαν στα παιδιά από το Χιλιομόδι Κορινθίας, που κατάφεραν να καθιερωθούν καθολικά και στη χώρα, αλλά και παγκοσμίως, με ένα είδος που παραδοσιακά έχει το δικό του κοινό. Αν κάποιος έχει την απορία για το πώς συνέβη όλο αυτό, μπορεί απλά να τους δει live και να καταλάβει προς τι ο τόσος ντόρος. Παρά τα αρχικά προβλήματα κυρίως στο μικρόφωνο, ο κόσμος είχε έρθει προετοιμασμένος για να χτυπηθεί με τους 1000mods, οπότε και δεν πτοήθηκε καθόλου με το που έβαλαν φωτιά στη σκηνή με το ‘Pearl’ και το ‘Warped’ από το πιο πρόσφατο ‘Youth of Dissent’, έναν δίσκο που τους πήγε σε άλλα μονοπάτια, αυτά του hard rock, διατηρώντας και πάλι τα stoner στοιχεία και τον βρώμικο ήχο που τους έχει κάνει τόσο αγαπητούς στο ευρύ κοινό.

Όπως πάντα στα lives τους, η ένταση είναι κλιμακωτή, ο ηλεκτρικός, βρώμικος ήχος σε συνδυασμό με τον κόσμο που χοροπηδούσε και τον ντράμερ που έχτιζε σταδιακά την εμφάνιση της μπάντας με κάθε κομμάτι έκαναν την ατμόσφαιρα όλο και πιο εκρηκτική, με τον stoner ύμνο ‘El Rollito’ να ανατινάζει τη βραδιά, όπως ήταν αναμενόμενο. Αν κάτι χαρακτηρίζει το χιλιομόδι είναι η ενέργεια που έχουν πάνω στη σκηνή, τέτοια που συνεπαίρνει τους πάντες πολύ εύκολα, και πάντα με έξυπνη επιλογή της σειράς με την οποία θα ερμηνεύσουν τα κομμάτια. Η ισορροπία ανάμεσα στο τελευταίο τους άλμπουμ, που ξεχωρίζει μουσικά από τα υπόλοιπα, και στα πιο παλιά και κλασικά τους, ήταν ιδανική. Ο κόσμος από ένα σημείο και μετά βρισκόταν σε ένα μόνιμο, τεράστιο moshpit, έβλεπες το χώμα του TerraVibe να αιωρείται συνεχώς, και παρά τα προβλήματα του ήχου που επανήλθαν σε άσχημη στιγμή (στο καταπληκτικό ‘Vidage’), η ενέργεια του live δεν έπεσε στο ελάχιστο.

Άλλο ένα κομμάτι από το ‘Youth of Dissent’ που ξεχωρίζει και χαίρομαι που το συμπεριλαμβάνουν στα setlists τους είναι το ‘So Many Days’, ένα φοβερό δείγμα του τι μπορεί να κάνει μια ελληνική μπάντα με σωστή παραγωγή και δημιουργικότητα. Μια επανεφεύρεση του stoner που μπλέκεται με hard rock στοιχεία. Τα παιδιά, τελικά, μας αποχαιρέτησαν με το ‘Super Van Vacation’, για να υποδεχτούμε το καλοκαίρι με τον δικό τους τρόπο. Το βράδυ είχε πέσει για τα καλά, τα αυτιά μας βούιζαν ήδη από την ένταση της μουσικής και την αδρεναλίνη, και το σκηνικό στη Μαλακάσα ήταν ιδανικό για να υποδεχτούμε τους headliners.

Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα που περίμενε – ίσως – η μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου εκείνη τη βραδιά, η εμφάνιση των Villagers of Ioannina City, μιας μπάντας που έχει αφήσει το αποτύπωμα της στον heavy rock ήχο, συνδυάζοντας σε ιδανικές ποσότητες την παράδοση με το rock και την ατμοσφαιρικότητα. Η ατμόσφαιρα ήταν άκρως επιβλητική, πριν καν ξεκινήσει το live, από τα υπέροχα visuals που έδεναν σε απόλυτη αρμονία με το τελευταίο τους άλμπουμ, το σαγηνευτικό ‘Age of Aquarius’, το οποίο 3 χρόνια πριν τους πήγε σε εντελώς άλλη πίστα, παρά την εντύπωση που είχε κάνει το ντεμπούτο τους ‘Riza’.
Το ‘Welcome’ άνοιξε τη βραδιά, με έναν συνδυασμό συναισθημάτων που μόνο οι VIC μπορούν να καταφέρουν να προκαλέσουν. Ψυχεδέλεια, μαγεία, σκληρός ήχος, αλλά και mellow ταυτόχρονα, και την παράδοση πάντα κάπου στο προσκήνιο. Το μεγαλύτερο μέρος του setlist τους ήταν επιλογές από το ‘Age of Aquarius’, και λογικό θα πω εγώ, αφού κατάφεραν να μη χάσουν το κοινό ούτε για δευτερόλεπτα. Αντιθέτως, σε κάθε κομμάτι μας έπαιρναν όλο και περισσότερο μαζί τους, με αξέχαστες ερμηνείες όπως στο ‘Dance of the Night’, το ‘Cosmic Soul’, το ομώνυμο ‘Age of Aquarius’, το υπέροχο ‘Father Sun’ και τις υπόλοιπες κομματάρες του δίσκου. Τα visuals ήταν πραγματικά αναπόσπαστο κομμάτι του show, φάνηκε πώς έδωσαν μεγάλη βάση στον χαρακτήρα του τελευταίου τους άλμπουμ, στα μονοπάτια του οποίου ελπίζω να κινηθούν και μελλοντικά, γιατί τους ταιριάζει πολύ.

Το εντυπωσιακό ήταν πως όλα – μα όλα – τα όργανα ακούγονταν κρυστάλλινα καθαρά, απογειώνοντας την εμπειρία, ειδικά για μια μπάντα που χαρακτηρίζεται από τη μουσική ποικιλότητα και τον συνδυασμό οργάνων που δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει άλλη. Ο κόσμος ήταν ολοφάνερα πορωμένος, τα moshpits ήταν εκεί, αλλά αν κάτι χαρακτήρισε το live ήταν η αδιανόητα όμορφη ατμόσφαιρα. Τα solos, τα φωνητικά του τρομερά ταλαντούχου frontman, το κοινό που ήταν ξεκάθαρα μαγεμένο από την εμπειρία. Μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη, οι VIC κατάφεραν να αλλάξουν εντελώς το σκηνικό με ευκολία, όταν «έσκασαν» το ‘Ti Kako’ μέσα στις ιαχές και τον ενθουσιασμό του κόσμου, το ‘Zvara’, και για «σβήσιμο» το ‘Karakolia’. Τα καπνογόνα φώτισαν τη νύχτα και δημιούργησαν ένα γηπεδικό κλίμα, με τον κόσμο να μην παίρνει ανάσα από τις back-to-back μεγάλες επιτυχίες της μπάντας, τιμώντας και το κοινό που έτσι τους γνώρισε και τους αγάπησε, και τους ακολουθεί μέχρι και σήμερα σε κάθε πειραματισμό.
Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον καλύτερο τρόπο να κλείνει το Rockwave για φέτος, σε ένα πιο ζεστό κλίμα, με δικές μας μπάντες να αποδεικνύουν ότι έχουμε πολλά να δώσουμε, και για πολλές από αυτές είναι ακόμη η αρχή, ή και η στιγμή να απογειώσουν ακόμη περισσότερο τη φήμη τους. Εδώ θα είμαστε, για να το δούμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα θυμόμαστε αυτή τη βραδιά για καιρό.
