Η στιγμή όπου θα αποτελούσαμε μαριονέτες που χορεύουν πάνω στις χορδές του Alex Turner έφτασε. Το βράδυ της Παρασκευής το κοινό του Rockwave Festival όχι μόνο κλονίστηκε με την απροκάλυπτα ερωτεύσιμη παρουσία των Arctic Monkeys, αλλά έσπασε σε 505 κομμάτια πλημμυρίζοντας την ατμόσφαιρα με ένα τόσο μοναδικό συναίσθημα, έχοντας ως αποτέλεσμα ο σκοτεινός ουρανός να λάμψει. Μπορώ πλέον να πω με απόλυτη σίγουρα πως βιώσαμε τον ρομαντισμό της εξέλιξης τους, αποδεικνύοντας μας πως δικαίως θεωρούνται μια από τις μεγαλύτερες μπάντες του πλανήτη. Ήταν η στιγμή όπου ευχόμασταν να βρέχει αστερόσκονη έτσι ώστε αυτή η βράδια να χαραχτεί βαθιά ως μια από τις πιο όμορφες συναυλίακες εμπειρίες. Γνωρίζαμε ήδη πως η ταχεία μουσική τους εξέλιξη αποτελεί πλέον φαινόμενο, γεγονός που τους κατατάσσει αν όχι στη κορυφή σε ένα ακραία υψηλό επίπεδο. Βιώσαμε την αρχή, τον πειραματισμό, την εξέλιξη και την κορύφωση μιας πορείας που μας επηρέασε έμμεσα, μέσα από τη τέχνη της, τις προσωπικές μας αναφορές, την πρόοδο του νου καθώς και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον ήχο. Οι Arctic Monkeys κατάφεραν να δώσουν φως, όχι μόνο στις ψυχές μας που διψούσαν για μια μόνο φράση του frontman τους, αλλά και στον αττικό ουρανό, δημιουργώντας ένα ιδανικό κινηματογραφικό σκηνικό ενώνοντας τις ανθρώπινες καρδιές. Το ζήσαμε και γίναμε ένα μαζί τους.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Ο δείκτης του ρολογιού έδειχνε δυο παρά όταν έφθασα στον χώρο του Rockwave Festival, περιμένοντας για μια θέση μπροστά, με απώτερο σκοπό να έχω τον Alex Turner μια ανάσα μακριά μου. Το καθήκον όμως της προθέρμανσης άνηκε στους Coretheband, με το κοινό να τους υποδέχεται, με ένα αρκετά ένθερμο χειροκρότημα στις 16:25. Οι Χανιώτες Coretheband δεν μετρούν πολλά χρόνια στο ενεργητικό τους, μετρούν όμως αρκετές διακρίσεις και θετικές κριτικές τόσο για τον indie pop χαρακτήρα τους όσο για την νεανική παράνοια που πλημμυρίζει το εσωτερικό τους. Μοναδικός τρόπος έκφρασης η μουσική τους με τον frontman να δείχνει εξοικειωμένος με το κοινό του Rockwave, τολμώντας να κατέβει από το stage για λίγη ακόμη αποθέωση. Το 35λεπτο set τους περιείχε κομμάτια όπως “Not That Special”, τραγούδι με δυναμικά riffs που στροβιλίζονταν στην καυτή ατμόσφαιρα του απογεύματος, καθώς επίσης δεν δίστασαν να διασκευάσουν το “Way Down We Go”. Σίγουρα δεν το προσέγγισαν και τόσο άσχημα. Ωστόσο ένας όχι και τόσο ολιγόλεπτος πρόλογος του τραγουδιστή σχεδόν στην έναρξη της performance τους, δεν ήταν τόσο απαραίτητος στη φάση που βρισκόμασταν, καθώς η ανυπόφορη ζεστή με αυτόν τον τρόπο έγινε ακόμη πιο αισθητή. Μας αποχαιρέτησαν με το “Elephant” και έδωσαν τη σκυτάλη στους Get Well Soon.
Το εκ Γερμανίας ορμώμενο σχήμα που ακούει στο όνομα Get Well Soon, ανέβηκε στο Τerra Stage στις 17:30 ακριβώς. Το progressive συγκρότημα με leader τον Konstantin Gropper εναρμονίστηκε με τον ήλιο που έκαιγε το δέρμα μας, χαρίζοντας μας electro indie-pop μελωδίες, σε smooth τόνους, τους οποίους διατήρησαν μέχρι το τέλος. Παρατηρώντας γύρω μου, οι αέρινες μελωδίες δεν κατάφεραν να συνεπάρουν το πλήθος, ίσως γιατί θεωρήθηκαν -από τους περισσότερους- λίγο ακατάλληλοι για ένα τόσο μεγάλο stage τη συγκεκριμένη ώρα. Τεχνικά ήταν αρκετά καλοί, μετρημένοι χωρίς υπερβολές στην performance, με ατμοσφαιρικά κομμάτια που μελαγχολούσαν με σημείο αναφοράς την αγάπη και την τρυφερότητα. Έχοντας βεβαία ένα αρκετά πλούσιο υλικό στο “background” τους, επέλεξαν ένα 55λεπτο set αφήνοντας μας ανάμεικτα συναισθήματα. Σίγουρα θα τους έβλεπα ξανά σε κάποιο άλλο stage υπό άλλες συνθήκες, όπου οι εκάστοτε συγκύριες θα μπορούσαν να αναδείξουν την αξία τους.
Την θέση του στη σκηνή πηρέ ο γοητευτικότατος Miles Kane με την πιο psychedelic rock εμφάνιση του φεστιβάλ. Όσο κλισέ και αν φαινόταν, εμφανίστηκε με ένα λευκό skinny παντελόνι, ανοιχτό ποικιλόχρωμο πουκάμισο και φυσικά κορδέλα στο μέτωπο. Η αντίθεση της μουσικής του με τις ενδυματολογικές επιλογές του, μου δημιούργησε την πιο ευχάριστη αίσθηση, καθώς η ενέργεια και η υπερ κινητικότητα του μας κυρίευσε ολοκληρωτικά. Μια εξαιρετική εμφάνιση η όποια δίχασε αρκετό κόσμο, καθώς το setlist αποτελούνταν από τραγούδια των δυο προσωπικών του δίσκων, παίζοντας ακριβώς τα απαραίτητα για να έρθουμε λίγο πιο κοντά. Ένιωσα και εγώ παιδί των λουλουδιών με την δύση του ήλιου να δίνει μια ελαφρώς ερυθρή απόχρωση στην ατμόσφαιρα. Άψογος φωνητικά με μια άρτια μπάντα να τον συνοδεύει, ανταλλάξαμε ένα πλήθος από θετικά vibes. Εξοικειωμένος πλέον με το ελληνικό κοινό, απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτούς που τον αποθέωναν, κάνεις δεν μπορεί να ξεχάσει την συγκλονιστική του εμφάνιση δυο χρόνια πριν. Ήταν αναμενόμενη λοιπόν η επικοινωνία με το πλήθος που φώναζε το όνομα του, δίνοντας μας την ικανοποίηση να ακούσουμε το “I’m counting down the days”, δίχως όμως να μας φάνει περίεργη η αγάπη. Στη συνεχεία τραγουδήσαμε όλοι με μια φωνή τα “Rearrange”, “Come closer” και “Cry on my guitar”, αν και ομολογώ ότι μου έλειψε το “A girl like you”.
Οι Bρετανοί Alt-J, μετά από μια ειδική προετοιμασία του background τους, με τη ταχεία εγκατάσταση εξοπλισμών και εντυπωσιακών φωτισμών ανέβηκαν στη σκηνή για να μας παρουσιάσουν για πρώτη φορά τον λόγο που θεωρούνται (με μόλις τρεις ολοκληρωμένους δίσκους), αντάξιοι του τίτλου του “co-headliner”. Έχοντας στην κατοχή τους αρκετές διακρίσεις και βραβεία, σημαντικά εφόδια για μια μπάντα που δεν μπορεί κάνεις να την κατατάξει σε ένα συγκεκριμένο είδος, έπαιξαν σε πολύ safe επιλογές, με τις math-folk, hymnal-rock και folktronica επιρροές να γίνονται αντιληπτές. Ένα τρίο που τολμά να πειραματιστεί και να χρησιμοποιήσει έντονες μελαγχολικές/ατμοσφαιρικές μελωδίες, οι οποίες συνοδεύονταν από έναν καθαρά indie ασύγκριτο τύπο προσέγγισης. Το set τους περιείχε μερικά από τα πιο γνωστά κομμάτια τους, όπως το “Ripe and Ruin” και το ατμοσφαιρικό “Taro”. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα κάτι παραπάνω για να νιώσω την έκσταση του φεστιβαλικού κλίματος, καθώς αποτελούν μια αρκετά καλή μπάντα με προσεγμένες live εμφανίσεις και τρεις εξαιρετικούς δίσκους. Ίσως τα εφέ να εντυπωσίασαν περισσότερο και να κάλυψαν με «μαύρο μανδύα» την μυστήρια και αινιγματική τους σκέψη όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, διατηρώντας την εσωστρέφεια, με αποτέλεσμα να μην απαντήσουν στα προσωπικά μου ερωτήματα. Οι Alt-J ολοκλήρωσαν στις 9:36 την εμφάνιση τους με το “Breezeblocks”, ένα κομμάτι που τους έκανε ιδιαίτερα γνωστούς στη χώρα μας.
Τα φωτά χαμηλώνουν και κάπως έτσι συνειδητοποιούμε ότι το όνειρο της λαοθάλασσας, μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων θα γίνει πραγματικότητα σε λίγα μόλις λεπτά. Η ώρα ήταν 22:30 ακριβώς όταν εμφανιστήκαν στο stage του Rockwave οι Αrctic Monkeys. Δέκα ολόκληρα χρόνια περίμενα τη στιγμή όπου η επιδραστική φωνή του Alex Turner θα την έκανε να δείχνει κάτι παραπάνω από μαγική. Ανατριχιαστικά σοβαροί, χαρακτηριστικό που τους προσδίδει ακόμη περισσότερο έναν ερωτευσιμο χαρακτήρα, ξεκίνησαν με το “Four out of five” καλώντας μας να μείνουμε μαζί τους, να γίνουμε ένα, τραγουδώντας με μανία “I’m in no position to give advice, I don’t want to be nice”. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που ζούσαμε, η πραγματικότητα μας ήταν οι Arctic Monkeys να μας οδηγήσουν πίσω στο παρελθόν, και να αναβιώνουν παλιές εφηβικές αυταπάτες. Αυτή τη φορά όμως τίποτα δεν αποτελούσε μέρος της φαντασίας μας. Όλα πήραν μορφή, και μια ολόκληρη ιστορία διαδραματίστηκε μπροστά μας. Η συνέχεια θα ξεσήκωνε, το κοινό θα παραληρούσε ακόμη περισσότερο, με τα ουρλιαχτά να εξουθενώνουν ακόμη και αυτόν που είχε παγωμένο νερό μέχρι εκείνη την ώρα. Έρχεται το “Do I Wanna Know” και τα κορμιά μας ενώνονται, λικνίζονται με ένα απαλό αεράκι να αγγίζει τα μαγούλα μας, επενδύοντας τα με τα χρώματα που μπορεί να πάρει ο πιο ρομαντικός αισθησιασμός. Ο χρόνος πάγωσε τη στιγμή που μια από τις πιο εκφραστικές φωνές του πλανήτη τραγουδά μαζί μας τον στίχο “That the nights were mainly made for saying things that you can’t say tomorrow day”. Το βράδυ της Παρασκευής αποτέλεσε μια τέτοια νύχτα, εκφραστήκαν σκέψεις, ίσως και συναισθήματα χωρίς να χρειαστεί να πούμε λέξη. Το νιώσαμε στην ατμόσφαιρα με ένα παλιρροϊκό κύμα να μας παρασύρει στην πιο εκλεπτυσμένη βράδια του καλοκαιριού. Mε ταξίδεψαν σε προορισμούς του χθες , του σήμερα και του αύριο, σε προορισμούς που ποτέ δεν θα μάθω τον λόγο που βρέθηκα εκεί αλλά και τον λόγο που έφυγα.
Η αγαπημένη αυτή μπάντα επέλεξε να «ντύσει» το setlist ακριβώς με τα απαραίτητα κομμάτια όπως τα “Don’t Sit Down ‘Cause I’vet Moved Your Chair”, “The View From The Afternoon”, “Teddy Picker” με τα αψεγάδιαστα φωνητικά του Alex Turner να μας κάνουν να ιδρώνουμε ακόμη πιο πολύ. Από τις πρώτες κιόλας νότες αντιλαμβανόμαστε το ποδοπάτημα που θα ακολουθήσει με τα θετικά vibes του Turner να μας κατακλύζουν. Φυσικά δεν έλειψαν τα “She Looks Like Fun” ένα κομμάτι που ξεχώρισε από το “Tranquility Base Hotel & Casino” και το “Do Me A Favour”. Για έναν λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, χαιρόμουν να τραγουδώ δυνατά “do me a favor, and tell me to go away” θεωρώντας αδύνατον να σταματήσω να κοιτώ τον Alex Turner. Η λαχταρά μου να τους αντικρίσω ήταν τόσο μεγάλη, όπου με έκαναν ξεχάσω την εξουθένωση μιας ολόκληρης ημέρας. Εξαιρετικός performer με όλη την ρομαντική-ρετρό διάθεση που τον χαρακτηρίζει στη λεπτομέρεια, αρχίζει να μας αφηγείται το “Cornerstone” ένα κομμάτι που φαντάστηκα να μου το αφιερώνουν με έναν τόσο μοναδικό και ακραία ρομαντικό τρόπο, όπως ο Turner, σιγοτραγουδούσα μαζί του και την στιγμή όπου το “tell me where’s your hiding place, I’m worried I’ll forget your face” ήχησε στα αυτιά μου, η ψυχή μου έγινε ένα με τον σκοτεινό ουρανό, απογειώθηκε ενώ τον κοιτούσα έχοντας την ψευδαίσθηση ότι κάνει και αυτός το ίδιο. Με την ευγενική του φυσιογνωμία, δεν παρέλειψε να χτενίσει τα βρεγμένα του μαλλιά λικνίζοντας στην πορεία το μικροκαμωμένο του κορμί.
Η συνέχεια θα χαρακτηριστεί συγκλονιστική με το “Why’d You Only Call Me When You’re High?” να ταρακουνά ολόκληρη τη Μαλακάσα. Μια ολόκληρη ιστορία, καθένας μας νιώθει τον κάθε στίχο με διαφορετικό τρόπο, βιώνει κάτι εξωπραγματικά όμορφο χωρίς να χρειαστεί να απολογηθεί γι αυτό. Είμαστε ελεύθεροι και κάνεις δεν μπορεί να μας αλλάξει γνώμη τρεις το ξημέρωμα γιατί πολύ απλά δεν θα απαντήσουμε σε κανένα τηλεφώνημα. Για τα επόμενα λεπτά η ηρεμία είναι μια λέξη άγνωστη καθώς η μελώδια του “Knee Socks” οξύνει την κατάσταση. Η παράνοια είναι μια έννοια τόσο ανίσχυρη μπροστά σε αυτό που θα ακολουθήσει με τα εξαιρετικά φωνητικά και την ανάγκη να αγκαλιαστείς να ξεπερνούν την οποιαδήποτε αναστολή. Η συνέχεια θα έφερνε το “Pretty visitors” από το αγαπημένο μου album “Humbug”, με τον Alex Turner να δείχνει πιο ελκυστικός από ποτέ, με μια εξωφρενικά μαγική τεχνική μας έκανε να φανταστούμε πως βρέχει τριαντάφυλλα, λευκά και κίτρινα τριαντάφυλλα. Βιώσαμε μια άλλη διάσταση, κλείσαμε τα μάτια και ονειρευτήκαμε, οι ελπίδες μας άνθισαν, η ατμόσφαιρα είχε άρωμα παραμυθιού, είχε άρωμα μιας άλλης εποχής με τα πιο αισθαντικά φωνητικά να ηχούν και να δημιουργούν το πιο κινηματογραφικό σκηνικό που θα μπορούσε. Η αφύπνιση μας θα πραγματοποιηθεί με τον πιο δυναμικό τρόπο: “I Bet You Look Good on the Dancefloor” και “R U Mine?”, εικόνες Λυκείου έρχονται στην επιφάνεια και συνειρμοί τύπου «ακόμη και εάν ήσουν ρομπότ πάλι θα ήθελα να σε ακούσω να ρωτάς εάν σου ανήκω». Το ρομαντικό στοιχειό υπάρχει παντού, το θέμα είναι να μάθουμε να το ξεχωρίζουμε σε οποιαδήποτε φάση, σε οποιαδήποτε στιγμή. Υπήρχε όταν μια συλλογική σκέψη έγινε πραγματικότητα. Όταν ο κόσμος απλά με μια κίνηση δημιουργέ τα δικά του άστρα, αγκάλιασε το σκοτάδι το αγάπησε, δάκρυσε με αυτό και στο τέλος το μετουσίωσε σε φως, σε μια θάλασσα αστεριών. Εκεί ήταν όπου οι πρώτες νότες του “Star Treatment” μας ώθησαν να κρατήσουμε σφιχτά ένα χέρι, να το αγκαλιάσουμε, να στηριχτούμε, να δακρύσουμε από ευτυχία. Γιατί μια τέτοια στιγμή μπορεί να καθορίσει την απόλυτη φεστιβαλική εμπειρία, η όποια θα ολοκληρωθεί με τα εξαιρετικά και πολυπόθητα “Arabella” και “505”. Τίποτα δεν θα μπορούσε να κριθεί λάθος. Τίποτα δεν μας εμπόδισε να βροντοφωνάξουμε με πάθος “505”, ένα όνειρο που θα εκπληρώσει ο Alex Turner με τη βοήθεια του εταίρου ήμισυ , τον Miles Kane. Φανταστήκαμε όλοι 505 φιλιά, πέντε και πέντε το πρωί με την κάρδια μας να συμπιέζεται και να σπα σε μικρά φωτεινά κομμάτια. Η αυλαία θα πέσει 11:59 αποχωρώντας με την πιο salty γεύση στα χείλη, ναρκωμένοι από την performance των ασύγκριτων και ασυγκράτητων Arctic Monkeys.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το απόλυτο καλοκαιρινό πάρτυ, ένα flashback σε όλα εκείνα που ζήσαμε , στις νοσταλγικές κοπάνες, στις χοροεσπερίδες, στους ανεκπλήρωτους έρωτες, στις ερωτικές απογοητεύσεις, σε εκείνη την τόσο διχασμένη εφηβεία. Αποτέλεσε μια ωδή στον ρομαντισμό, ένα σύντομο story ξεδιπλώθηκε ακριβώς μπροστά μας με την εμβληματική μορφή τόσο του Alex Turner όσο και του Miles Kane να αποτελούν την πιο ρετρό-ψυχεδελική ψυχή του καλοκαιριού. Βιώσαμε την εξέλιξη τους, με ένα set να περνά από όλα τα σταδία τόσο της μουσικής τους πορείας όσο της δίκης μας. Όντας εκστασιασμένοι από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο στη σκηνή του Rockwave δεν αφήσαμε περιθώρια να χαθεί ούτε μια στιγμή από τη μαγεία των Arctic Monkeys, θεωρώντας μηδαμινή την αξία του λάθους στο “Brianstorm” αντί για “Do I Wanna Know”. Κατά τη γνώμη μου το μέγεθος ενός stage κρίνεται από το συλλογικό συναίσθημα του κοινού, και πιστεύω πως δικαιωματικά η σκηνή του Rockwave μπορεί να θεωρηθεί η μεγαλύτερη. Οι Arctic Monkeys κέρδισαν την εμπιστοσύνη μας κάνοντας μικρά σταθερά βήματα, με την αισθητική να στέκει σε όμοια μοίρα με το έργο των ανθρώπων που αγαπούν να τολμούν και να συγκινούν αισθητικά, βαθύτερα, αληθινά, γοητεύοντας μας με την αφοσίωση τους και τα αμέτρητα προσωπεία του Τurner, ο όποιος δεν δίστασε να πάρει τη μορφή του εκάστοτε κομματιού, να γίνει ένα με αυτό και να εντρυφήσει στο ρολό του. Στις 6 Ιουλίου μεταμορφωθήκαμε σε μαριονέτες και όταν αναρωτήθηκε εάν είμαστε δικοί του, κάναμε αισθητή την απάντηση μας, τη στιγμή που εξωτερικεύσαμε τις σκέψεις μας με ένα καταιγισμό συναισθημάτων. Ανήκουμε σε αυτούς, τους επιτρέψαμε να μας καθοδηγήσουν, να μας ελέγξουν με ένα βλέμμα. Είμαστε η γενιά που ταυτίστηκε ολοκληρωτικά, η γενιά που τους ανήκει.