H δεύτερη από τις τέσσερις metal ημέρες του φετινού Release Athens Festival έμεινε σίγουρα βαθιά χαραγμένη στις συνειδήσεις όσων είχαν την τύχη να παρευρεθούν. Κλισέ; Πιθανόν, όταν μιλάμε για ένα όνομα όπως οι Judas Priest. Αλλά και πέρα για πέρα αληθινό με βάση τα όσα διαδραματίστηκαν την Παρασκευή στην Πλατεία νερού.
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (πλήρες photo report εδώ)
BLACK SOUL HORDE
Άγγλοι στο ραντεβού τους, οι Black Soul Horde ανέβηκαν στην σκηνή στις 6 η ώρα το απόγευμα με τον ήλιο να καίει σε ανησυχητικό βαθμό, και για την επόμενη μισή περίπου ώρα ανέλαβαν να χορηγήσουν μια γερή δόση Heavy Metal στους «γενναίους» που ήταν εκεί από νωρίς. Παρά τη χρόνια συναυλιακή τους απουσία δεν σκιάχτηκαν καθόλου από την βαρύτητα του οpening ενός τέτοιου lineup, και με σύμμαχό τους τον πολύ καλό ήχο παρουσίασαν ένα πολύ δυνατό αποτέλεσμα το οποίο κέρδιζε την αποδοχή του κοινού κομμάτι με κομμάτι. Οι κιθάρες θέριζαν, oι μελωδίες έδιναν και έπαιρναν, και στο κλείσιμο με το “God of War” είχαν ήδη πάρει το παράσημο φέρνοντας τον κόσμο κοντά στο stage, μακριά από την άνεση της σκιάς.
DEAD DAISIES
Προσωπικά δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό που ακολούθησε στο set των Dead Daisies. Λίγο προκατειλημμένος, περίμενα ένα διεκπεραιωτικό σετ από μια ομάδα ατόμων που έχει παίξει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, στο πλάι γιγάντων. Τελικά, είναι και οι ίδιοι γίγαντες. Ανέβηκαν στην σκηνή με ξεκάθαρο αέρα headliner, και θέλοντας και μη έβαλαν πολύ δύσκολα σε κάθε μπάντα του lineup να τους κοντράρει σε αυτό. Από το εναρκτήριο “Long Way to Go” ο Doug Aldrich έδειξε σε τεράστια κέφια, και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα έπαιρνε κάποιος τα μάτια του από πάνω του αν δίπλα δεν υπήρχε ο Glenn Hughes. Ο “Voice of Rock” όχι απλά απέδειξε ότι έχει κερδίσει αυτόν τον χαρακτηρισμό 100% δίκαια, αλλά σε σημεία έκανε μέχρι και showoff τις ικανότητες του παρά τα 70 του χρόνια, και κοιτώντας αριστερά-δεξιά έβλεπα ότι δεν ήμουν ο μόνος με πεσμένα σαγόνια.
Δεν μπορεί καν να περιγραφεί ο χαμός και το δέος στα Mistreated & Burn των Deep Purple, που όπως είναι λογικό αποτέλεσαν το highlight του σετ και τραγουδήθηκαν από όλους, με τον Aldrich για μια ακόμα φορά να δίνει show στην lead κιθάρα. Ανεπανάληπτη απόδοση, καταπληκτικός, ζωντανός και in-your-face ήχος, και το πιασάρικο hard rock τους «ανέβασε» φουλ το κοινό που έδειξε να αγκαλιάζει και το πιο πρόσφατο single τους, “Shine On”. Kέρδισαν πολύ κόσμο, ελπίζουμε οι συνεχείς αναφορές του Glenn για “See you next year” να ευσταθούν και να τους δούμε σε δικό τους live.
CRADLE OF FILTH
Εδώ από την άλλη, κάπου χάθηκε το στοίχημα. Ίσως η ώρα δεν ήταν ιδανική για την μουσική των Βρετανών, ίσως δεν βοήθησε η ζέστη, ίσως οι ισοπεδωτικοί Dead Daisies, ότι και αν έκαναν οι Dani Filth & co έμοιαζε λίγο τελικά. Και η αλήθεια είναι ότι προσπάθησαν πολύ, και είχαν και αρκετό «δικό» τους κόσμο στο κοινό, που όμως φάνηκε το ίδιο κρύος με την εμφάνιση των Cradle of Filth. To setlist παρότι δίκαια μοιρασμένο στην πλούσια δισκογραφία των COF έκανε αρκετές κοιλιές, είχε τρανταχτές απουσίες (“From the Cradle to Enslave” ζητούσε η ομήγυρη) και η παρουσία του -άψογου, σχεδόν στουντιακού- Dani δεν έφτανε να καλύψει την μπάντα που ώρες ώρες έμοιαζε σχεδόν σαν backing band.
Σίγουρα δεν είχαν σύμμαχο και τον ήχο, με τα όργανα να ακούγονται τελείως «χαλί» για τα φωνητικά, αλλά σε έναν κλειστό χώρο, με την αντίστοιχη ατμόσφαιρα πιστεύω θα βλέπαμε άλλο live. Κρατάμε μεμονωμένες φοβερές στιγμές όπως στο “Gothic Romance” και το “Lustmord and Wargasm”, και credits στον Dani Filth που προσπάθησε να κουβαλήσει σχεδόν μόνος του το live με την απόδοσή του.
JUDAS PRIEST
Όποιος είχε δει το setlist της περιοδείας των Judas Priest, περίμενε σίγουρα μια φοβερή βραδιά. Είναι όμως κάτι τέτοιες larger than life, θρυλικές μπάντες που ξεπερνάνε κάθε προσδοκία με χαρακτηριστική ευκολία. Όσο δύσκολα και αν έβαλαν οι Dead Daisies στους COF, όσο αέρα και αν είχαν, από το Intro με το War Pigs δεν υπήρχε στο μυαλό κανενός άλλη μπάντα πέρα από τους Metal Gods. Γίνεται να ξεκινάς έτσι χαλαρά ένα live με το “One Shot at Glory”; Γίνεται, από κάτω πανζουρλισμός, γιορτή, χαμός. Γίνεται το δεύτερό σου κομμάτι να είναι από τον τελευταίο σου δίσκο και το κοινό να το αντιμετωπίζει σαν hit 40 χρόνων? Απ’ ότι έδειξε το “Lightning Strike”, γίνεται. Γενικά για τους Judas Priest, όλα τα αδύνατα μοιάζουν δυνατά μόλις ανέβουν στην σκηνή.
Και απ’ όταν ξεπεράστηκε και ένα mini θέμα με τον ήχο στα drums, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να αφαιρέσει από αυτήν την εμφάνιση την ιστορική της σημασία. O Rob Halford κατέθετε ψυχή στα κομμάτια, ο Faulkner είναι με το σπαθί του πλέον το #2 στην μπάντα, και η τριάδα Sneap/Hill/Travis ακουγόταν σαν καλοκουρδισμένη, αλάνθαστη μηχανή. Φοβερά singalongs από τον κόσμο σε “Freewheel Burning” και “Turbo Lover” (καιρός ήταν να παραδεχθούν και οι δύσπιστοι ότι είναι γιγάντιο κομμάτι), ενώ στα “Hell Patrol” και “Sentinel” που ακολούθησαν επήλθε η θέωση.
Η μπάντα ήταν ασταμάτητη, χωρίς διαλείμματα και φανφάρες, δεν άφησαν στιγμή το κοινό να πάρει ανάσα (ούτε και τον Halford βέβαια, ο οποίος σε στιγμές φαινόταν να το χρειάζεται). Το επιβλητικό “Victim of Changes” αποδόθηκε τόσο καλά στα φωνητικά που έσβησε κάθε αμφιβολία για απόδοση και ηλικία, ενώ συγκινητικό ήταν το video wall με τον Tipton την ώρα του solo, να δίνει έστω το ψηφιακό παρόν στο Φάληρο. Κάθε κομμάτι έμοιαζε για highlight της βραδιάς μέχρι να έρθει το επόμενο, πραγματικά μοναδική η ευχέρεια που σου δίνει ένα τέτοιο άφταστο back catalogue…
Όμως ο πανικός που ακολούθησε την ανακοίνωση του “Painkiller”, με pit, καπνογόνα, φωτοβολίδες, κόσμο σε έξαλλη κατάσταση, δεν περιγράφεται εύκολα. 12 ακριβώς η βραδιά ολοκληρώθηκε με το “Living After Midnight”, με έναν θεόρατο ταύρο στο backdrop και την μπάντα να αποχαιρετά τον κόσμο εν μέσω party, έχοντας προηγουμένως παίξει όλα τα απαραίτητα hits. Κλείνοντας, θέλω να μείνω στην σκηνή της κλασικής εισόδου του Halford με την Harley στο stage. Τον έκανε να μοιάζει για λίγο αθάνατο, ανίκητο, αιώνιο, και πιστεύω έτσι επιβάλλεται να τον θυμόμαστε στις συνειδήσεις μας, αν δεν έχουμε την τύχη να τον ξαναδούμε ζωντανά.