Οι πρώτες εικόνες που επανέρχονται στο μυαλό μου από τη χθεσινή, τέταρτη ημέρα διεξαγωγής του Release Athens Festival, με τσακώνουν να «παλεύω» με ένα παγωτό, που λιώνει βίαια κάτω από τον καυτό ήλιο. Μερικές ώρες αργότερα, κατακλύζομαι από εκείνο το καρδιοχτύπι, που συμπορεύεται και συγχρονίζεται με τις πρώτες νότες του θρυλικού “Blue Monday”. Οι επιδραστικοί New Order κατάφεραν να ξημερώσουν μία «Μπλε Δευτέρα», χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας ήταν τα εκτροχιασμένα συναισθήματα, οι φθαρμένες σόλες και οι δυνατές αναμνήσεις, από εκείνες, που υπόσχονται να δίνουν σε κάθε νέα βδομάδα, λίγη από τη μαγεία των πρώτων λεπτών του ερχομού της χθεσινής. Το μεγαλείο του Johnny Marr, οι ατμοσφαιρικοί Morcheeba, οι σιφουνιασμένοι Fontaines D.C. και οι δικοί μας Ta Toy Boy, επιβεβαιώνουν πως τα όσα βιώσαμε το βράδυ της Κυριακής, θα μας χτυπούν την πόρτα εντός της καθημερινότητας για αρκετό καιρό ακόμη.
Ανταπόκριση: Λουίζα Σολομών-Πάντα / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Τι κι αν όσοι «βουτήξαμε» από νωρίς στην Πλατεία Νερού, στάζαμε κυριολεκτικά στον ιδρώτα, οι Θεσσαλονικείς εκπρόσωποι της indie-pop, Ta Toy Boy, φαίνεται πως δεν λογάριασαν τις επιθετικές ακόμη διαθέσεις του ηλίου στις 17:30, όταν και βρέθηκαν στο stage, κι έτσι μέσα από τις ατμοσφαιρικές συνθέσεις του ντεμπούτου τους “This Town” (2018), μας κράτησαν συντροφιά για μισή περίπου ώρα. Με την ανάλαφρη σκηνική τους παρουσία, το ταχύρυθμο tempo και το ονειρικό στοιχείο στις μελωδίες τους, που όσο αγαπούν την παλαιά αισθητική, άλλο τόσο λατρεύουν να φλερτάρουν με το σήμερα, έδωσαν το έναυσμα για μία βραδιά, στον πυρήνα της οποίας βρέθηκε το «θρυλικό στοιχείο».
Τα ξένα μουσικά sites τους λατρεύουν και όσο περνάει ο καιρός, τόσο εντονότερα φλερτάρουν με την εξάπλωση της φήμης τους. Ο λόγος για τους σαρωτικούς Ιρλανδούς και πρεσβευτές του post-punk και garage rock, Fontaines D.C., που μέσα στα 45 περίπου λεπτά της εμφάνισής τους, μας διαβεβαίωσαν πως έχουν το «αναρχικό» star quality στο τσεπάκι τους. Κατέχουν όμως κι εκείνη την παικτική δεξιοτεχνία που έμοιαζε να μη «βολεύεται» στο λιοπύρι και να κάνει αμάν και πώς να βρεθεί σε έναν κλειστό συναυλιακό χώρο, με χιλιάδες κόσμου να «παρεκτρέπονται» για χάρη τους. Παρά τη σχετικά μικρή ακόμη προσέλευση του κόσμου, κατάφεραν να με πείσουν γι’ αυτό, ακόμη και τη στιγμή που ο εκκεντρικός frontman, Grian Chatten, αφού μας διαόλισε με την Ιρλανδική τραγουδιστική προφορά του, αποχώρησε από το stage χωρίς να πει γεια ή να μας ευχαριστήσει εγκάρδια. Και γιατί να ενοχληθεί κανείς, όταν μπροστά στα μάτια μας επιβεβαίωσαν αυτό για το οποίο ακόμη «δοκιμάζονται»; Δηλαδή, για το ότι πέραν μίας τυπικής, νεανικής επανάστασης που ξέσπασε στη βρετανική σκηνή γενικότερα, αποτελούν κομμάτι των πρώτων ημερών μιας νέας ελπίδας για το φρέσκο κύμα της punk. Παίζοντας σχεδόν ολόκληρο το βαθμολογημένο με άριστα από τον Τύπο ντεμπούτο “Dogrel”, με χαρακτηριστικά κομμάτια τα “Big”, “Too Real”, “Hurricane Laughter”, “Chequeless Reckless” και “Boys in the Better Land” με το οποίο κι έκλεισε το set και με το ενδιαφέρον στυλ του Grian να ξεσηκώνει, φορώντας μαύρα γυαλιά αλά Cobain, ριχτό μπλε παντελόνι και ριχτό, ασορτί, ανοιγμένο μπλε πουκάμισο, που παρέπεμπε σε ζουρλομανδύα, μας έκαναν να περιμένουμε να τους ανταμώσουμε ξανά, σε κάποια μεγαλύτερη στιγμή τους, όπως και τους αρμόζει.
Οι σπουδαίοι, Λονδρέζοι εκπρόσωποι της trip-hop κι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού, Morcheeba, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «η προσωποποίηση του σούρουπου» κι αυτό διότι ο ατμοσφαιρικός, γκρουβάτος και χορευτικός χαρακτήρας της ταυτότητάς τους, ταίριαξε ιδανικά με ετούτο το καλοκαιρινό, αθηναϊκό απόγευμα δίπλα στη θάλασσα. Η αεικίνητη Skye Edwards, με την πληθωρική χροιά της, εμφανίζεται στη σκηνή με επιμελημένο styling, φορώντας ψηλοτάκουνα, στενό μαύρο σορτς που αναδείκνυε τα καλλίγραμμα πόδια της (μα τι πόδια ήταν αυτά βρε παιδιά) και θεατρικό μαύρο καπέλο, για να μας μυήσει αμέσως στην παιχνιδιάρική διάθεσή της, με το “Never Undo” να κάνει την αρχή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του set, θέλει να μας βλέπει να χορεύουμε, με το ευχάριστο απογευματινό αεράκι να εντείνει αυτή την επιθυμία. Drums και μπάσο δίνουν το γκρουβ, και οι blues, dub-reggae κι electro ρυθμοί των κομματιών της πολύχρονης πορείας τους καλλιεργούν ένα ευχάριστο κλίμα, χωρίς ωστόσο να καθηλώνουν το κοινό. Χαρακτηριστική στιγμή, είναι εκείνη κατά την οποία η Skye φοράει στα μαλλιά της ένα χρυσό δάφνινο στεφάνι προς τιμήν του ελληνικού πνεύματος, ενώ τα κομμάτια που ξεχωρίσαμε ήταν το “Never an Easy Way”, το αισθησιακό hit “The Sea”, το cover στο “Let’s Dance” του David Bowie και το “Let Me See”.
Η πρώτη επίσκεψη του βιρτουόζου Βρετανού κιθαρίστα, Johnny Marr στην Ελλάδα, με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο μπορεί να μεγεθυνθεί η αγάπη που τρέφεις για μία μπάντα, όταν έρχεσαι για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωντανή εκτέλεση των κομματιών της. Ο λόγος για τους The Smiths, όταν λίγο μετά τις εννέα και την είσοδό του στη σκηνή με το κομμάτι της φρενήρους solo πορείας του “The Tracers”, αποφασίζει να βουτήξει στα άδυτα της ψυχής μας, παίζοντας το “Bigmouth Strikes Again” από το album “The Queen Is Dead”, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω στο 1986. Τι κι αν απουσίαζε η εμβληματική φωνή του Morrissey, ο Johnny Marr, η ψυχή των Smiths, κατάφερε παίζοντας εν συνεχεία το “Stop Me If You Think You’ve Heard This One Before” να μεταφέρει νοητά το συναυλιακό κλίμα στις ένδοξες εποχές τους. Ακολουθούν τα κομμάτια της προσωπικής καριέρας του “New Dominions” και “Hi Hello”, με τον κόσμο να χτυπάει παλαμάκια, λίγο πριν παραδοθεί άξαφνα στον ερχομό της γλυκιάς αυτής «προσευχής»: “Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me”.
Τα παλαμάκια δίνουν τη θέση τους στις ακούραστες κραυγές. Η κιθάρα του Johnny Marr, σπαράζει, γρατζουνάει το σώμα και την καρδιά μας, ενώ μοιάζει σα να τραγουδάει κι εκείνη μαζί μας, στίχους που παρακαλούν και λυσσομανούν για πραγμάτωση. Με τα μάτια να λάμπουν βουρκωμένα, τραγουδάμε δυνατά: “Last night I dreamt that somebody loved me, no hope, no harm, just another false alarm” και το φεγγάρι, κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα, κάνει συχνά τις εμφανίσεις του για να φλερτάει με το συναίσθημα της στιγμής. Το κομμάτι της καριέρας του με τους Electronic, “Getting Away With It” προστίθεται στο setlist την κατάλληλη στιγμή, έτσι ώστε να σκουπίσουμε τα δάκρυά μας και να επιδοθούμε σε disco χορογραφίες. Μερικά λεπτά αργότερα, καλεί στη σκηνή τον Bernard Sumner, frontman και ιδρυτικό μέλος των New Order κι εμείς παρακολουθούμε τη σύμπραξη των δύο θρύλων της μουσικής, όπως αυτή πραγματώνεται μέσα από το “Get The Messege” της κοινής πορείας τους ως Electronic.
Η αδιάκοπη επίκληση στο συναίσθημα, συνεχίζεται με το “How Soon Is Now” κι ο κόμπος που νιώθουμε να σχηματίζεται στον λαιμό, δε μας εμποδίζει απ’ το να φωνάξουμε δυνατά “I am human and I need to be loved”. Τόσο απλά και ζωτικά. Τι δεν καταλαβαίνετε επιτέλους; Λίγο ο χορός στο προσωπικό, γκρουβάτο hit του Johnny “Easy Money”, λίγο το “sexiness” στο cover του “I Feel You” των Depeche Mode και το τελευταίο κομμάτι της εμφάνισής του μαζί με τους παικτικά άρτιους μουσικούς του, “There Is A Light That Never Goes Out”, συνάδει με την κορύφωσή της. Ρομάντζο, έρωτας, ταραχή, πανικός. Για λίγο, το γλυκόπικρο και μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη μας, προδίδει μία συλλογική στιγμή ευτυχίας, που μαρτυρά με τη σειρά της τα εσώψυχά μας, όπως αυτά συμπυκνώνονται στον στίχο-εμβατήριο στον έρωτα: “To die by your side is such a heavenly way to die”. Γιατί ποιος ερωτεύτηκε αληθινά και δεν υπερέβαλε λίγο;
Μπορεί η ελλιπής τεχνολογία κατά τη δεκαετία του ’80 να δυσχέραινε τις πρωτοποριακές, ηλεκτρονικές συνθέσεις των New Order, με αποτέλεσμα ο Bernard Sumner να «χτίσει» ο ίδιος με τη βοήθεια ενός επιστήμονα, ένα sequencer στην προσπάθειά του να κάνει τα synths και τα τύμπανα να επικοινωνούν, ωστόσο η χθεσινή βραδιά στην Πλατεία Νερού, με την τεχνολογία να βρίσκεται στο απόγειό της και τα κομμάτια να αποδίδονται στην «κρυστάλλινη» εκδοχή τους, δε μαρτυρούσε καμία από τις (ρομαντικές) δυσκολίες του παρελθόντος. Οι αριστουργηματικοί New Order, μας υποδέχονται θερμά επί σκηνής όταν το ρολόι δείχνει 23:00, παίζοντάς μας τα “Singularity”, “Regret” και “Restless”. Το video wall έχει την τιμητική του, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια των κομματιών προβάλλονται σε αυτό retro αποσπάσματα από οπτικοποιημένες δουλείες τους. Παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, για να αφήσουν την αίσθηση της «επιστροφής στο μέλλον».
Ο Bernard απευθύνεται στο κοινό και το προϊδεάζει γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει, αναφέροντας πως το ντεμπούτο “Unknown Pleasures” των Joy Division έκλεισε 40 χρόνια ζωής και δείχνοντας το μπλουζάκι του με το εξώφυλλο του album. «Θα παίξουμε ορισμένα κομμάτια της μπάντας στην οποία έπαιζα όταν ήμουν νέος», λέει, και τα χαρτογραφημένα με ανεξίτηλο τρόπο στον μουσικό χάρτη τραγούδια “She’s Lost Control”, “Shadowplay” και “Transmission”, γυρίζουν τον χρόνο πίσω στο 1978, εκεί όπου ο Βρετανός graphic designer, Peter Saville, φλέρταρε ακόμη εν αγνοία του με τη δημιουργία ενός από τα εμβληματικότερα εξώφυλλα, για μία από τις επιδραστικότερες μπάντες στην ιστορία της μουσικής. Επρόκειτο για τη γραφική απεικόνιση των δεδομένων ενός pulsar, που εντόπισε τυχαία ο Bernard Sumner στην Εγκυκλοπαίδεια Αστρονομίας του Cambridge.
Λίγο αργότερα, ηχεί η φράση “Every time I think of you, I feel shot right through with a bolt of blue” από το “Bizzare Love Triangle” και σε δικό μου «παράλληλο σύμπαν», με καταπίνει, για να δώσει τη σκυτάλη στο “Subculture” του 1985 και να αρχίσει να μετατρέπει το συναυλιακό περιβάλλον, σε ένα αχανές club, μέσα στο οποίο δε σταματούσαμε να λικνιζόμαστε σε post-punk, electro-pop, new wave και alternative dance rock ρυθμούς. Το “The Perfect Kiss” του 1986, στέκεται δίπλα στο “Plactic” του 2015, από το τελευταίο album “Music Complete”, ως σαν βγαλμένο από την ίδια δεκαετία, με τους New Order να επισφραγίζουν την ακαταμάχητη διαχρονικότητά τους, κι εμένα να ξεφωνίζω πόσο ωραία θα ήταν αν ακουγόταν η μουσική τους στα αθηναϊκά clubs. Το “True Faith”, παιγμένο live, ανακηρύσσεται στο αγαπημένο μου κομμάτι τους και κάπως έτσι, σαν να περίμενε υπομονετικά την ώρα που θα ξημέρωνε η Δευτέρα, η μπασογραμμή από το synth του ένδοξου “Blue Monday”, λίγο μετά τις 00:00, γίνεται ο εναλλακτικός, κοινός παλμός της καρδιάς όλων όσων βρισκόμαστε εκεί. Εν συνεχεία, στο “Temptation” μία ντισκομπάλα κάνει την εμφάνισή της και φωτίζει το πλήθος.
To encore που ακολουθεί έπειτα από τις ζητωκραυγές, γίνεται ο φόρος τιμής στον αυτόχειρα Ian Curtis. Κατά τη διάρκεια του “Atmosphere” των Joy Division, προβάλλονται στη γιγαντοοθόνη ασπρόμαυρες εικόνες του νέου, χαρισματικού εκείνου αγοριού, που μπορεί να απαρνήθηκε τη μελλοντική δόξα, έδωσε όμως ζωή σε αυτό που είχαμε την τύχη να «ρουφήξουμε» χθες το βράδυ. Στους τεράστιους New Order, που όσο τα μαλλιά τους ασπρίζουν, άλλο τόσο επιτυγχάνουν να εξακολουθούν να παίζουν και να δημιουργούν μουσική για τα νιάτα του σήμερα. Η βραδιά κλείνει με το σπαρακτικό “Love Will Tear Us Apart”, τα δάκρυα επανέρχονται στο πρόσωπο, τα χορευτικά βήματα παγώνουν. Εσείς χορέψτε όμως ντε. Χορέψτε προτού η αγάπη μας χωρίσει, ξανά.