Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή του εκπροσώπου για την ανταπόκριση του Release της Κυριακής συνέβη αναπάντεχα, οπότε ένα μέρος της χάθηκε στη συνεννόηση. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν πρόλαβα τους Pink Vanity (sorry), αλλά ήμουν εκεί από την αρχή της εμφάνισης του Baxter Dury, όντας ο κύριος λόγος που ήθελα, προσωπικά, να παρευρεθώ σε αυτήν, την 6η ημέρα της διοργάνωσης. Οι κάλπες έχουν κλείσει, ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει από το αποτέλεσμα, και η μουσική καλείται να μας σώσει από το σιχτίρι. Εννοείται πως το κατάφερε.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ελισάβετ Παπαγιαννίδη-Shahakimova (πλήρες photo report εδώ)

To σετ ξεκίνησε με “Who Am I” στους στίχους, εκκεντρικά και στοχευμένα, όπως η εισαγωγή στον τελευταίο του δίσκο, “Ι Thought I Was Better Than You”. «Είμαστε το μέλλον που κουβαλά το παρελθόν» στο γενικό νόημα, ο Baxter (γιος του Ian) Dury, είναι γοητευτικότατος από όλες τις απόψεις. Όπως και ο πατέρας του, έτσι και ο ίδιος, διαθέτει ένα ξεχωριστό μουσικό ύφος και μοναδική ικανότητα στην αντίληψη και μετάδοση αυτού. Ειλικρινής, εφευρετικότατος, ευαίσθητος και sexy, ακομπλεξάριστος, performer, αλήτης και gentleman. Επιβλητικός σαν παρουσία, με πολυεπίπεδες συνθέσεις, ιδιαίτερο ήχο και word-spoken, πιπεράτες ιστορίες. H έκφρασή του, καθαρά punk, λονδρέζικη και βαριά, σαν την αλυσίδα στο λαιμό του, κουμπώνει καταπληκτικά με τις αντιθετικές, αισθαντικές, πανέμορφες ερμηνείες της Madeline Hart και την dream pop διάσταση που δημιουργεί, όταν το ύφος προτείνει ατέρμονο groove, αεράτες και smooth πινελιές, electro-κολληματικές διαδρομές, ατμοσφαιρικές θεματικές και εθιστικές ατμόσφαιρες.

Tρομερός σαν παρουσία, άλλοτε με παύσεις, και ενίοτε με “fuck” εκρήξεις, κάλυπτε ένδοξα τα δικά του κενά, αλλάζοντας θέσεις και στάσεις κατά μήκος και πλάτος στη σκηνή, συνδυασμούς στο outfit (φανέλα-κοστούμι), καθώς με το μαντήλι του δημιουργούσε ζωντανά, ζωγραφικά κάδρα, αλά Magritte. Mε κίνηση τόσο θεατρική και σίγουρη, τον χαζεύεις σε όλες του τις πόζες. Ακούσαμε με προσοχή το “Pale White Nissan”, απολαύσαμε το “Miami”, καραγουστάραμε στα “Slumlord” και “I’m Not Your Dog”, χορέψαμε χαμογελώντας στo “Aylesbury Boy”, ώσπου τελικά, ανεπαίσθητα, μεταφερθήκαμε μέχρι το πιο γαμάτο club, νοητά, να μπιστάμε στα beats, αυτή ήταν η αίθηση κατά το κλείσιμο με το “These Are My Friends”. Και σίγουρα, απέκτησε πολλούς καινούριους φίλους. Very happy.

Οι Wet Leg, ένα σχήμα πολύ φρέσκο και με πολύ γρήγορο ανέβασμα, hype όπως αποκαλούμε στον χώρο, με τις indie/punk-rock εφαρμογές στο παίξιμό τους, τα τσαχπίνικα και ναζιάρικα με βάση τη ροκ, ενδιάμεσα, κοριτσίστικα acts που πολλοί ερωτεύτηκαν, τη “schoolwave” τύπου ακουστική και στιχουργία, τη σωστή τοποθέτηση των οργάνων κατά τις συνθέσεις, συν την πολύ καλή παικτική χρήση τους, up next. Έπαιξαν σχεδόν όλο το υλικό τους, με highlight όντως τη στιγμή της τσιρίδας/στριγγλιάς/απελευθέρωσης, βασικό στοιχείο του “Ur Mum”, ενώ ενδιαφέρον βρήκα το “I Don’t Want To Go Out” και συμπαθητικά τα “Wet Dream”, “Angelica”, “Oh No”, “Convincing”.

Αν και διακρίνω πολλή ενέργεια, ενθουσιασμό και διάθεση για πάρτυ, μάλλον ούτε οι ίδιες δείχνουν να έχουν αντιληφθεί το hype τους, ούτε που το πιστεύουν όλο αυτό, απευθυνόμενη στις leaders της μπάντας, Hester Chambers και Rhian Teasdale, και τα λεγόμενά τους. Έτσι, όλα έγιναν όπως τα περίμενα. Μουσικά ανώριμοι, commercial, και χωρίς ιδιαίτερη καλλιτεχνική έμπνευση ή ταυτότητα ως μπάντα (ακόμη λέω, έτσι; Θα δείξει και το μέλλον), αδυνατούν να παράξουν κάτι το νέο ή το διαφορετικό, οπότε, κατ’εμέ, ήταν μάλλον ο λάθος πρόλογος των Madrugada. Εννοώ πως, η σειρά έπρεπε να έχει πρώτα τους Wet Leg και κατόπιν τον Baxter Dury, ως είδος, ατμοσφαιρικά και μόνο αν το εξετάσουμε.

Οι Madrugada παρά ταύτα, από το 1ο κιόλας “Salt” μας έκαναν να ξεχάσουμε ό,τι προηγήθηκε, αν κούμπωνε ή όχι, να πάψουμε να γκρινιάζουμε περί δημοσιότητας κλπ, περί «άντε πάλι φέτος οι Madrugada» που λέγαμε μέχρι να φτάσουμε στην πλατεία Νερού, και άλλα πολλά. Τί να λέμε, είναι μια μπάντα άκρως επαγγελματική, σπουδαία, “Belladonna” όπως ο τίτλος του 2ου κομματιού που επέλεξαν στο setlist, smart και elegant, που αγαπάμε να ακούμε live, όσο κι αν τους σνομπάρουμε σε στιγμές, λόγω της μεγάλης επανάληψης που έχουμε δεχθεί στα σπίτια, στα bars και στα live events της Αθήνας. Ταλαντούχοι, επικοινωνιακά και παικτικά, ένα σύνολο άρτια συνδεδεμένο, υπερ-ενεργό, που διευθύνει ο Hoyem. Καθαροί τόνοι γεμάτοι μελωδία, συναισθήματα, παιχνιδίσματα, βάθος και διάρκεια. Η υπεροχή από την κιθάρα, συμπληρωματικά στους στίχους και στην ώριμη φωνή και έκφρασή της, ξύνει, πληγώνει, ενεργοποιεί, επεξηγεί, αναπολεί, μας ταξιδεύει. “Hands Up – I Love You”.

Ακολουθεί το “Εlectric”, ηλεκτρισμός και μια ευχάριστη ανατριχίλα. “Τhis is how we do it” ακούω στο “Strange Colour Blue”, και συμφωνώ μαζί τους. Μπράβο τους. Το αξίζουν στο έπακρον. Μέχρι και το “Nobody Loves You Like I Do”, ο κόσμος έχει παραδoθεί. Τα απόλυτα, σταθερά, κόκκινα φάσματα φωτός, όπου χάνονταν οι μουσικοί και έμεναν οι σκιές τους, δημιουργούσαν Υψηλή Τέχνη, οι απαραίτητες εναλλαγές στα μπλε άλλαζαν τις διαθέσεις, κίνηση, διάλογοι και νοήματα στο γενικό εικαστικό περιεχόμενο των προβολών έδεναν εξαιρετικά. Σαν σε μiα μαζική έκσταση λοιπόν, δεν μιλάμε μεταξύ μας, μονάχα τους χαζεύουμε, κουνιόμαστε στους σκοπούς τους και εντρυφούμε στο visual που παίζει κατά το “Look Away Lucifer”. Το ξόρκι φέρνει πρώτα το καταπληκτικό “Norwegian Hammerworks Corp.” (“This nail is bent and broken, straighten it out with the hands of love”,) ένα disco-αστραφτερό σακάκι, κι έπειτα τη λεπτή, δροσερή, που τόσο ευχαριστηθήκαμε, βροχή.

Σαν τέχνασμα και έξτρα εφέ, σαν κλάμα, ευχή, βάπτισμα και καθάρση, οι σταγόνες έντυσαν το “The Kids Are Οn High Street”. Η φίλη δίπλα μου φωνάζει «Mαγικό! Απίστευτο!» και συμπληρώνει «ειδικά σε αυτό το τραγούδι!». Νομίζω πως αν έκανα γκάλοπ εκείνη τη στιγμή, θα συμφωνούσαν όλοι μαζί της. Ο Hοyem έχει βρεθεί κάτω από το stage και εντός του κόσμου, δίχως να χάσει λέξη από την ερμηνεία του, συνομιλεί με το κοινό, αγκαλιάζεται, ακουμπάει και ακουμπιέται, χαμογελά και τσαλακώνεται. Η απευθείας μετάδοση από τις λήψεις προβάλλεται στις οθόνες, και το interaction γίνεται μέρος του show. “Majesty” λίγο πριν το φινάλε, “Black Mambo” και “Valley Of Deception” για τη λήξη και του encore. Νιώθουν την Αθήνα σαν σπίτι τους, θα μπορούσαν να έρχονται και κάθε μήνα να παίζουν, μας προτείνουν λιγότερο internet και περισσότερη ζωή, μας υπενθυμίζουν να προσέχουμε τους εαυτούς μας. Άντε και μερικούς ακόμα. Υπέροχοι, με μια λέξη, respect, άλλη μία.
