Αυτό που μας αρέσει στους Puta Volcano, είναι το γεγονός ότι προωθούν επιτυχημένα το αμερικανικό “grunge” ξέσπασμα αναμεμειγμένο με το καλιφορνέζικο alternative rock στοιχείο της δεκαετίας του ‘90, με σκοπό την εμφύσηση σε μια νέα δημιουργία, με ακέραιη παραγωγή και προκλητικούς συνδυασμούς, που σου επιτρέπουν να βιώσεις την ανανέωση του είδους μέσα απ’ το προσωπικό τους στίγμα. Το τρίτο τους κατά σειρά δισκογραφικό εγχείρημα, με τίτλο “AMMA” που κυκλοφόρησε το Μάρτιο από την Ιota5 Records, ντύνεται με την πολυσήμαντη έννοια του ρόλου της “μητέρας”, σύμφωνα με ασιατικές αναφορές και λειτουργεί πέραν του συμβολισμού του, ως πνοή ζωής και για το ίδιο το συγκρότημα, σε μια εποχή που η στροφή προς τα παρακλάδια του σκληρού ήχου κρίνεται αρκετά πιο οριοθετημένη, απ’ ότι παλαιότερα. Παρόλ’ αυτά οι Puta υποστηρίζουν την μουσική ταυτότητα που οι ίδιοι έχουν εγκαθιδρύσει με το δεύτερο άλμπουμ τους “Harmony Of Spheres”, τρία χρόνια νωρίτερα και συνεχίζουν να φλερτάρουν μαζί της, χωρίς να επιθυμούν να αλλαξοπιστήσουν ή να κινηθούν με το όποιο επικρατούμενο hype.
Μέσα στις δώδεκα “κοφτερές”, βροντώδεις συνθέσεις του νέου δίσκου, συναντούμε εύθραυστες μελωδίες να μεταστρέφονται σε δυναμικές στιγμές, δεσμευμένες ανάμεσα σε μελαγχολικούς και ταυτόχρονα στιβαρούς τόνους. H crispy εισαγωγή του “Entropica”, οδηγείται σε νωχελικότερα μονοπάτια που σχηματίζουν το “Black Box” και το “Sugar Cube”, φανερώνοντας κρυφές αδυναμίες στο σκοτεινό ηχόχρωμα των Tool. Ταυτόχρονα, μια μοντέρνα εκδοχή συμπλέγματος της ωμής και διαστρεβλωμένης ηχητικής των Kyuss και Fu Manchu δεσπόζει στη δόμηση των “Apnea” και “Torus”. Τα επαναλαμβανόμενα heavy, distorted bass riff-άκια που χορεύουν τολμηρά με τους ατρόμητους κιθαριστικούς ελιγμούς και τον πληθωρικό ήχο των drums, δημιουργούν μια συμπαγή ατμόσφαιρα που περιλούζει το κάθε κομμάτι, ενώ τα βίαια, μα παράλληλα μεστά ξεσπάσματα στη φωνή της Άννας ολοκληρώνουν κατάλληλα τη συνολική αύρα που αναδύεται. Εξαιρετικά αινιγματικό το “Space Blanket” παραχωρεί σημαντικό μέρος του, στην επιβλητικότητα του “παιξίματος” παρά στην επιρροή της φωνής ενώ το ακροτελεύτιο “Kassandra’s Gift” με το αργόσυρτο, ελισσόμενο intro του, επιζητά με ένταση την αναδίπλωση φωνητικών και μπάσου, στοχεύοντας σε ένα αιφνιδιαστικό αποτέλεσμα. Το άλμπουμ στο σύνολό του, παρουσιάζεται άρτιο και ελκυστικό για ευμεγέθη προσοχή και ακρόαση.
Αποκτώντας επαφή με το συγκεκριμένο πόνημα, μπορείς να συγκροτήσεις στο μυαλό σου έναν εύστροφο τρόπο για να διατηρηθεί άρτιος και ανεξίτηλος στο χρόνο ένας ηχητικός προσανατολισμός, που ενώ σε κάποιες εκφάνσεις του μοιάζει σκυθρωπός και πεπερασμένος, εδώ προβάλλεται ανανεωμένος, οργισμένος και φωτεινός, έτοιμος να σε αρπάξει. Η ηχητική προσέγγιση του συγκροτήματος, εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο μέσα από ένα καλοδουλεμένο δίσκο.